Η θεία Βρισίτσα με την κυρά Σταυρούλα αποφάσισαν τη χρονιά εκείνη, σωτήριο έτος 1953, να ντυθούν καρναβάλια.
Για την θεία Βρισίτσα ήταν μια πάγια διαδικασία μετά το 1947 να προσφέρει λίγη χαρά και γέλιο τις ημέρες της αποκριάς, θυμίζοντας τα καλά προπολεμικά και προκατοχικά χρόνια και την χαμένη Πατρίδα. Οι πρόσφυγες με τα έθιμα και τις γιορτές τους που κουβάλησαν από τις χαμένες πατρίδες τους προσπάθησαν να γλυκάνουν την προσφυγιά, την ανέχεια, την απαξίωση και καμιά φορά και τον κατατρεγμό.
Κατά την διάρκεια του πολέμου του 1940 και την τετράχρονη Βουλγαρική κατοχή που ακολούθησε όλα αυτά σίγησαν. Η επιβίωση ήταν το πρωταρχικό μέλημα γιατί ο κατακτητής ήταν απάνθρωπος, άγριος και μέλημά του ήταν η παραμονή του στον τόπο μας.
Στόχος του ο Ελληνικός πληθυσμός. Προσπάθησε να του αλλάξει με κάθε μέσον την Εθνική του συνείδηση. Σχεδόν αμέσως μετά την κατοχή η θεία Βρισίτσα ντύνονταν καρναβάλι και με το ταλέντο της να προκαλεί γέλιο, έκανε στα μαραμένα χίλια των Πεντακοσιανών να ανθίζει το χαμόγελο.
Στις αρχές του πενήντα τα πράγματα σ’ όλους τους τομείς άρχιζαν να παίρνουν την πάνω βόλτα. Έτσι τη χρονιά που προανέφερα αποφασίστηκε από τις δυο γειτόνισσες στα Πεντακόσια αλλά και στην Πατρίδα που άφησαν, Αΐβαλιώτισσα η μια και η άλλη από τα Μοσχονήσια, να ντυθούν καρναβάλια και να βγουν στη γειτονιά.
Επειδή τον Μάιο εκείνης της χρονιάς θα γίνονταν γενικές εκλογές και δόθηκε το δικαίωμα στις γυναίκες για πρώτη φορά να ψηφίσουν, το θέμα που διάλεξαν να προβάλουν ήταν αυτό. Ψήφος στη γυναίκα, μια μεγάλη κατάκτηση για τις Ελληνίδες, κατάκτηση που στο μάτι κάποιων δεν άρεσε και την πολέμησαν.
Διάλεξαν οι δυο γειτόνισσες και το κατάλληλο ντύσιμο. Έβγαλαν από τα αραχνιασμένα ντουλάπια τους τις καλές φορεσιές τους με τις δαντέλες και τα μετάξια που τις φορούσαν στις γιορτές και τις βεγγέρες στην Πατρίδα, τις ξεσκόνισαν, τις σιδέρωσαν και της κρέμασαν στο σχοινί δυο μέρες πιο μπροστά, για να φύγει από πάνω τους η ναφθαλίνη και η μούχλα.
Οι φορεσιές εκείνες που στο παρελθόν έντυσαν σώματα νεανικά, αρχοντικά στον τόπο τους, εδώ κατάντησαν για τα καρναβάλια γιατί δεν τις σήκωνε το περιβάλλον. Την ορισμένη ημέρα ντύθηκαν με τα ωραία φορέματά τους, έβαλαν τις καπελαδούρες τους, πήραν τα ομπρελίνα τους στα χέρια, βαμμένες, παρφουμαρισμένες και τράβηξαν για τους τόπους που συναναστρέφονταν οι άντρες.
Εμείς δασκαλεμένοι τις ακολουθούσαμε χτυπώντας γκαζοντενεκέδες για να κάνουμε ντόρο. Πρώτη στάση ο Μπατίρης το φτωχικό καφενείο, ουζάδικο στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη – Καραϊσκάκη. Εισέβαλαν σα σίφουνας μέσα, ανέβηκε η Βρισίτσα επάνω σ’ ένα τραπέζι και άρχισε με στεντόρεια φωνή τον Δεκαρικό της «Τέλειωσαν πια τα προνόμιά σας, μας έδωσαν και εμάς το δικαίωμα να ψηφίζουμε.
Δε θα είμαστε πια από κάτω, άλλαξαν τα πράγματα παλικάρια. Εμείς θα κυβερνήσουμε την Ελλάδα». Γύρισε και είδε στα παράθυρα γύρω τις γυναίκες να κρέμονται και να απολαμβάνουν την παράσταση. Στράφηκε προς αυτές και τις παρακίνησε να κατέβουν κάτω.
Σήμερα είναι η ημέρα τους, τις είπε. Οι περισσότερες κατέβηκαν με ανασκουμπωμένα τα μανίκια. Η κάθε μια από αυτές κάτι άφησε στη μέση για να κατέβει στο πανηγύρι που εξελίσσονταν στην πόρτα τους. Είχαν ανάγκη τη δροσιά της έξω καρδιάς που τις έφερνε η θεία Βρισίτσα και την απολάμβαναν.
Κατέβηκε από το τραπέζι και πλησίασε μια νεαρή κοπέλα πολύ συνεσταλμένη. Την πήρε από το χέρι και την πήγε κοντά στον άντρα της, βάζει τη μύτη του ομπρελίνο επάνω στον ώμο του και του λέει με θυμωμένο ύφος αλλά με τον τρόπο που το έλεγε είχε μέσα του το κωμικό στοιχείο και ο κόσμος γελούσε.
«Για πες μου βρε έχεις παράπονο από αυτό το πλάσμα; Αισθάνεσαι ανώτερος; Σου ακουμπά το εβδομαδιάτικο κάθε Παρασκευή;». Οι απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις ήταν από τους περισσότερους το ναι. Συνέχιζε, «Ναι αλλά εσύ εδώ κάθεσαι και χτυπάς τα πούλια στο τάβλι και ρίχνεις τα ζάρια.
Η γυναίκα σου έπλενε πριν από λίγο τα σώβρακά σου, ξεσκάτωνε τα παιδιά σου και σου ετοίμαζε και το βραδινό σου φαγητό με την αγωνία μη και δε σου αρέσει. Ο φόβος της μην την πάρει ο ύπνος το βράδυ από την κούραση και δεν σε ικανοποιήσει και στα άλλα.
Είναι δίκαιο βρε αυτό; Πλάσμα του θεού δεν είναι και αυτή;». Σήμερα θα παίξουμε εμείς τάβλι με την Ελένη, εσύ ζώσου την ποδιά και επάνω. Πρόσεξε, το βράδυ σε θέλουμε κοτσονάτο. Αυτό γίνονταν αφορμή και με τις περισσότερες γυναίκες που κατέβηκαν να κάνουν το ίδιο μέσα σ’ ένα κλίμα κεφιού και γέλιου.
Ήταν εξάλλου το μεγάλο προτέρημα της Βρισίτσας να γεννά το γέλιο. Κατόρθωσε να πείσει ακόμα και τους πολλά βαρής, ακόμη και τους θεριακλήδες του Μπατίρη να πάρουν μέρος στο δρώμενο. Η δεύτερη στάση μπροστά στο καφενείο του Κλήμη. Συμβολή Κολοκοτρώνη και Δεληγιάννη, το ίδιο έργο με την ίδια κατάληξη, το γάργαρο γέλιο η ίδια συμμετοχή και απεριόριστη χαρά.
Τελικός προορισμός τους ήταν το Μπακάλικο του Μπάρμπα Δήμου και το καφενείο του κυρ Σωτήρη στη συμβολή Βάσσου και Κολοκοτρώνη. Εκεί όμως ήρθε η πληροφορία ότι τις περιμένουν οι Θεούσες του Πατερχρόνη μαζί με κάποιους φανατικούς θρησκευόμενους της Ένωσης του Σταυρού και είναι καλό να μη κατέβουν γιατί είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν ακόμη και βία.
Ο Πάτερ Χρόνης ήταν ένας Ιερωμένος την εποχή εκείνη στην Καβάλα που είχε αναπτύξει σοβαρή κοινωνική δράση στην πόλη αλλά διαπνέονταν από αναχρονιστικές και άκρα συντηρητικές ιδέες. Δημιούργησε ομάδες γυναικών ιδίως, με ακραίες συντηρητικές ιδέες.
Οι της Ένωσης του Σταυρού πάλι που ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Αυγουστίνο Καντιώτη, μια επίσης ένωση που εναντιώθηκε σε κάθε νέο και ιδιαίτερα ό,τι προσπαθούσε να ξαναζεστάνει αυτό που ξεκινούσε από τις αρχαίες ρίζες μας και την ιστορία μας, καταπολεμήθηκε με λύσσα.
Το θεωρούσαν ειδωλολατρικό, ρυπαρό και αντιχριστιανικό. Το καταδίκαζαν μ’ ακραίο τρόπο επιτυγχάνοντας το αντίθετο από αυτό που επεδίωκαν. Έτσι η Ένωση εκείνη θεώρησε μεγάλο αμάρτημα το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών και την καταπολεμούσε θορυβωδώς.
Έκαναν αγώνα ακόμη αυτοί του Σταυρού για την κατάργηση των καλλιστείων που άρχισαν να γίνονται τότε και των Γυμναστικών επιδείξεων. Τα δε Καρναβάλια τα θεωρούσαν τη μεγαλύτερη κατάπτωση του ανθρώπου και τη μεγαλύτερη αμαρτία.
Για δε το καρναβάλι των Πατρών προσπάθησαν με εικόνες και θυμιατά να το ματαιώσουν λέγοντας Ὁ Σατανάς τὰς ἡμέρας τοῦ Καρνάβαλου είναι πολυάσχολος. Ἡ πελατεία του μεγίστη. Σύρει πλήθη με χαρά εις την κόλαση «Τέτοια έλεγε ένας λιπόσαρκος αμφιβόλου ηλικίας κύριος μ’ έναν υπερβολικού ύψους λαιμό, αδύνατος και νευρώδης με τεντωμένους τους μύες του προσώπου και το βλέμμα του έτοιμο να σε κατακεραυνώσει.
Εκείνη τη στιγμή ξεσήκωνε τον κόσμο με την στριγκλιά φωνή του. Ήταν ανεβασμένος σ’ ένα βράχο και κουνούσε νευρικά όλο του το σώμα λες και είχε ξεκουρδιστεί. Τότε ήταν που είδαμε, εμείς που είχαμε κατέβει πιο μπροστά, να έρχονται από πάνω η θεία Βρισίτσα με την κυρά Σταυρούλα αγέρωχες, με σταθερό βηματισμό με το υπέροχο ντύσιμό τους.
Τις καπελαδούρες τους τις φορούσαν λίγο στραβά με αντίθετη γωνία που αποκάλυπτε τα πρόσωπά τους σαν κορνιζαρισμένα. Κρατιούνταν αγκαζέ και στα ελεύθερα χέρια τους είχαν ανοιχτά τα ομπρελίνα τους. Πραγματικές αρχόντισσες που τις ακολουθούσε η θορυβώδης ακολουθία τους.
Μόλις πλησίασαν αρκετά μπήκε στη μέση του δρόμου ο λιπόσαρκος κύριος μαζί με τη μαυροφορούσα παρέα του, με τα θυμιατά και τις εικόνες τους. Σήκωσε τα δυο χέρια ψηλά, στράφηκε προς το πλήθος των θαμώνων που βγήκαν από τα καφενεία και είπε με ύφος αλλοπαρμένου «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, / ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε / παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, / θήκας τε προγόνων.
Νυν υπέρ πάντων αγών». Χανόμαστε αδέλφια ήρθαν οι κολασμένοι, τα εξαπτέρυγα του Σατανά, βοηθήστε να τους δώσουμε το μάθημα που τους αξίζει. Μόλις σταμάτησε για λίγο, η θεία Βρισίτσα που μέχρι εκείνη την ώρα άκουγε με προσοχή κοιτώντας τον κατάματα μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο του λέει με σταθερή φωνή, —-Ηλία με συγκίνησες, μπράβο σου.
Το έμαθες καλά το μάθημά σου. Αλλά σου το έχω πει και την άλλη φορά, είσαι σε λάθος μεριά όμως. Από εδώ είναι παιδί μου το φώς. Ο Χριστός είπε ότι είναι το φώς γι’ αυτό ανέβηκε επάνω στο φωτεινό κύμα του Ελληνικού Πολιτισμού που είναι το καθαρό φως και διέδωσε την πίστη του σ’ όλο τον κόσμο. Άφησε τον τοίχο των δακρύων και ήρθε στην Ελλάδα, εσύ παιδί μου έμεινες εκεί.
Στον τόπο εκείνο όμως Ηλία μου έχει σκοτάδι, έχει πόνο έχει αίμα και το δικό σου βλέμμα είναι γεμάτο μίσος. Γιατί; Σε λάθος μεριά είσαι καλό μου παιδί, δεν είσαι με το φώς δεν, δεν είσαι με τον Χριστό που είναι αγάπη. Δεν είσαι με την Ελλάδα μας.
Ο λόγος σου δεν έχει αγάπη, μίσος γεννά και είναι κρίμα. Για το λόγο αυτό διάλεξε την Ελλάδα της αγάπης ο Χριστός και τη γλώσσα των Ελλήνων για να διαδώσει το πνεύμα του, τη νέα θρησκεία του επειδή η Ελλάδα είναι η αγάπη.
Όλο αυτό το διάστημα ο άλλος άκουγε με ορθάνοιχτά τα μάτια, έμενε ακίνητος σαν κεραυνοβολημένος. Άνοιξε για λίγο το στόμα του, έκανε τον σταυρό του και ψέλλισε, —-Πολλές μορφές παίρνει ο Σατανάς δυστυχώς.
Έκανε νόημα τις μαυροφορεμένες να τον ακολουθήσουν και πήραν την κατηφόρα της Βάσσου. Αυτοί που παρακολουθούσαν τόση ώρα τα προηγούμενα γεγονότα σχολίαζαν τα γεγονότα και θαύμασαν την εμφάνιση και τον λόγο της θείας Βρισίτσας που τους παρουσιάστηκε για πρώτη φορά.
Αλλιώς την ήξεραν. Αυτό το αλλιώς το ξαναφόρεσε η καλή εκείνη γυναίκα και έπλεξε το εγκώμιο της γυναίκας σα μάνα, σα μητέρα, σα φίλη, σα σύντροφο. Πόσο την αδικούν οι ίδιοι, η κοινωνία, η πολιτεία και αναφέρομαι σ’ εκείνη την σκοτεινή εποχή που πολλοί αρσενικοί πίστευαν ότι η δική τους ψήφος είναι πιο βαριά από της γυναίκας τους.
Παναγιώτης Φώτου