Οι μέρες της κατάληψης του Φλεβάρη ήταν μέρες ακαταμάχητης από κοινού χρήσης εμπειριών, γεμάτες χαρά και δύναμη: «Μια ευφυής βαρβαρότητα, ένας ειρωνικός αισθησιασμός, μια επιδέξια ευρηματικότητα που ποιος ξέρει, μπορεί να μην υπάρχουν πλέον, όμως υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι είναι πιθανά. Για αυτή τη μικρή ελπίδα, αξίζει να παλέψεις με τη θλίψη, τους βαρετούς, τους πενθούντες των αναγκών, τους μίζερους, τον κόκκινο ασκητισμό».10
Στο άρθρο αυτό η Lea Melandri επιτίθεται ιδιαίτερα στους καθηγητές της άκρας αριστεράς και στους σκληρούς και καθαρούς αγωνιστές που, προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τις γλώσσες και τις χειρονομίες του Κινήματος, το ανακατεύθυναν προς την ιδεολογία, την οικονομία, την καταναγκαστική εργατικοποίηση.
Υπήρχαν όμως και οι «επιθυμιολόγοι», εκείνοι της σεξουαλικότητας που υπερβαίνει τις ταξικές διαφορές, εκείνοι της ανθρωπότητας που επανενώνεται ειρηνικά μέσα στην «κοινωνία της γιορτής». Και κατέληγε σε μια νότα αισιοδοξίας γιατί τα «κατάλοιπα» όλων αυτών των συζητήσεων ήταν εκεί ενώπιον όλων: «Μια γιορτή ενάντια στην ταξική λιτότητα».
Ο αγώνας των φοιτητών χωρίς σχολείο, των γυναικών δίχως οικογένεια, των εργατών χωρίς εργοστάσιο, των ομοφυλόφιλων δίχως ντροπή, των νέων χωρίς εξουσία. ήταν αυτή η κοινή και συνεχής εμβάθυνση των διαφορών που εκτοξεύεται ενάντια στη μονότονη καθημερινότητα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, της ηθικής και της κυβερνητικότητας, ήταν αυτή η αποκάλυψη του «προσωπικού» μέσα στο «πολιτικό» αφού είχε διασχίσει το συλλογικό.
Μια πολύτιμη επίδειξη της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στα πανεπιστήμια έρχεται από ένα συλλογικό βιβλίο, Alice disambienta, η Αλίκη δεν εγκλιματίζεται 11, που εκδόθηκε το 1978 από το Erba Voglio, το οποίο μάζεψε τα υλικά, τις παρεμβάσεις, τα παραληρήματα και τα στοιχήματα ενός σεμιναρίου που έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου εκείνη την εποχή δίδασκε ο συγγραφέας Gianni Celati, μεταξύ του χειμώνα του 1976 και του επόμενου, διασχίζοντας έτσι ολόκληρη την επαναστατική εποχή.
Σύμφωνα με τον Celati, ο οποίος υπέγραψε μια νέα εισαγωγή στην πιο πρόσφατη έκδοση, «το κεντρικό πρόσωπο των νέων οραμάτων δεν είναι πλέον ο ήρωας των λαϊκών τάξεων, ο ήρωας ενός αγώνα ενάντια στην εξουσία των αφεντικών, αλλά το άτομο χωρίς ποιότητα, διασκορπισμένο στον ξεριζωμό όλων των τάξεων, εξορισμένο στις θλιβερές γειτονιές μιας οικουμενικής μικροαστικής τάξης».
Είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσεις την αντιστοιχία με τη φιγούρα του Bloom που επινόησε ο Tiqqun, καθώς και την οποιαδήποτε ιδιομορφία, μοναδικότητα του Agamben. Ωστόσο, το πιο σημαντικό που επισημαίνει αμέσως μετά ο Celati είναι ότι εκείνη φιγούρα του ξεριζωμού, μέσω του Κινήματος, είχε μετατραπεί στο πνεύμα της εποχής, και αυτή η συνείδηση μπήκε σε καθεμία από τις συζητήσεις οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια αυτού του σεμιναρίου, που εξελίσσονταν λιγάκι μέσα στην τάξη, λίγο στο δρόμο, λίγο στο μπαρ, όπου κι αν η ροή των γεγονότων το επιτρέπει.
10 L. Melandri, «Una barbarie intelligente» en L’infamia originaria. Facciamola finita col cuore e la
politica, «Μια ευφυής βαρβαρότητα», στο Η αρχέτυπη ύβρις. Να τελειώνουμε με την καρδιά και την πολιτική, Manifestolibri, 1997 [1977].
196 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Αυτό που μένει από όλα αυτά σε αυτό το βιβλίο δεν είναι μόνο οι κουβέντες, κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρουσες, για την παιδική ηλικία, τη συλλογική γραφή, το σώμα, τις κλειστές και ανοιχτές ομάδες, τις κινούμενες φυλές και άλλα πράγματα, αλλά και ειδικότερα η «επιστροφή των φλογών μιας ιδιαίτερης χαράς, χαράς δίχως λόγο, εκτός από αυτό της επανένωσης με άλλους […]
Το πιο σημαντικό είναι ότι το κίνημα πραγματοποιείται ως σωματική παρόρμηση, απόπειρα επιθυμίας, καμία ψυχολογία δεν εμπλέκεται, χωρίς προσεκτικές καταστάσεις συνείδησης […] Επειδή η θετικότητα είναι πάντα ζήτημα της στιγμής. είναι η ατμόσφαιρα ο τονισμός της συναρπαστικής ή οδυνηρής στιγμής στην οποία ανακοινώνεται ένα άνοιγμα μυαλού.
Η προσκόλληση στη στιγμή υπερβαίνει κάθε είδους γνώση, κάθε μορφή εσωτερικότητας, γιατί μας επιστρέφει σε ένα μέλλον πιο πέρα από εμάς. και ενώ αναστέλλει τις ανταγωνιστικές ορμές, βοηθά να σκεφτούμε μια πιθανή κοινότητα, χωρίς «μηνύματα»».
Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει γύρω στα μέσα Φεβρουαρίου. Το ΚΚΙ δεν μπορεί να αντισταθεί πλέον στην εκθετική ανάπτυξη του Κινήματος και, δεδομένης της γενικότερης κατάστασης της χώρας αποφασίζει να εκτοξεύσει ένα σημάδι δύναμης: το ζητούμενο ήταν μια αποκατάσταση της τάξης στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, μιας πόλης που διοικείται τότε από αυτούς.
Ήταν αρκετά λογικό, από την άλλη, πως τα στοιχεία τoυ Ιστορικού Συμβιβασμού δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε άλλο μέρος παρά στο θέμα της διαχείρισης της δημόσιας τάξης, στη συνέργεια του ΚΚΙ και
της χριστιανοδημοκρατίας, επικεντρωμένης στην καταστολή του Κινήματος, στην ολοκληρωτική ομαλοποίηση της καθημερινότητας. Αλλά τους πήγε άσχημα, πολύ άσχημα.
11 Gianni Celati (ed.), Alice disambienta. Materiali collettivi (su Alice) per un manuale di sopravvivenza, Alice αποπροσανατολισμένη. Συλλογικά υλικά (επάνω στην Αλίκη) για ένα εγχειρίδιο επιβίωσης, Florencia, Le Lettere, 2007 [1978].
Pianoforte sobre las barricadas 197
Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Λουτσιάνο Λάμα-Luciano Lama αυτοπροσώπως, δηλαδή ο εθνικός γραμματέας της CGIL, του κομμουνιστικού συνδικάτου, με μια ακολουθία συνδικαλιστών, αγωνιστών και νέων από το PCI, σκοπεύει να πάει στην υπό κατάληψη πανεπιστημιακή πόλη ώστε να «έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τους φοιτητές».
Το ρωμαϊκό PCI κάνει λάθος στους υπολογισμούς του, πιστεύει ότι με ένα-δυο κλικ θα τα βγάλει πέρα, θα διώξει τα παιδιά που εδώ και δύο εβδομάδες είχαν φτιάξει την κόκκινη βάση τους εκεί. Αμέσως η συνέλευση της Χημικής σχολής, κυκλοφορεί μια δήλωση που λέει «θα συναντήσουμε με τα όπλα της ειρωνείας τον Λάμα που έρχεται από το Θιβέτ».
Ένα άλλο από τα γράμματα είναι λίγο πιο σκληρό, αν και αφήνει ανοιχτό χώρο στο διάλογο: »Αν ο Λάμα πιστεύει ότι έρχεται στο πανεπιστήμιο για να κάνει μια αστυνομική επιχείρηση, το κίνημα θα ξέρει πώς να ανταποκριθεί κατάλληλα. Σε διαφορετική περίπτωση, προκαλούμε τον Λάμα να λογοδοτήσει για τη γραμμή συμβιβασμού του συνδικάτου στους αγωνιζόμενους φοιτητές».
Το επόμενο πρωί, τσικνοπέμπτη του καρναβαλιού του 1977, στις επτά το πρωί, συνδικαλιστές και στρατευμένοι του PCI παρουσιάζονται στις πύλες του πανεπιστημίου και με προκλητικούς αέρηδες αρχίζουν να σβήνουν τα γκράφιτι στους τοίχους. κλειδαράδες σπάζουν τις αλυσίδες που είχαν βάλει οι καταληψίες στους φράχτες, κάποιοι προσβάλλουν τους φοιτητές που μπαίνουν στο κατειλημμένο διδακτήριο, άλλοι έστησαν ένα πάλκο στο κέντρο της πλατείας de la Minerva, με ένα τεράστιο ηχείο στη μια πλευρά.
Νωρίς το πρωί έπρεπε να γίνει μια συνάντηση μεταξύ αξιωματούχων της CGIL και φοιτητών για να διαπραγματευτούν σχετικά με την παρέμβαση και τη συνάντηση, αλλά οι αξιωματούχοι δεν πήγαν στο ραντεβού: είναι η απόδειξη ότι θέλουν την αντιπαράθεση. στις δέκα το πρωί, ο Λάμα φτάνει με συνοδεία μεγάλης ομάδας περιφρούρησης, ανεβαίνει στο πάλκο και αρχίζει να μιλάει, μάλλον, να ουρλιάζει.
Το μεγάφωνο εκπέμπει τη φωνή του συνδικαλιστή σε υπερβολικά μεγάλη ένταση, δεν γίνονται καθόλου κατανοητά αυτά που λέει. Κατά βάθος, δεν ήταν αυτό το σημαντικό, το σημαντικό είναι πως υπαγορεύει τα «λόγια της τάξης». Η αυταπάτη της εξουσίας ήθελε να παρουσιαστεί σε όλη της την αλαζονεία.
Εν τω μεταξύ η «δεύτερη κοινωνία» έφτασε στην πλατεία, ήταν χιλιάδες: μπροστά στέκονται οι ινδιάνοι που σέρνουν ένα ψεύτικο πάλκο με μια μαριονέτα που εκπροσωπεί τον γραμματέα της CGIL και αρχίζουν να τραγουδούν συνθήματα ειρωνικά, του τύπου «sa-cri-fi-cio, sac-cri-fi-cio, sac-cri-fi-cio, θυ-σί-α», «περισσότερη δουλειά, λιγότερος μισθός», «ήρθε η ώρα, είναι καιρός, μιζέρια για αυτούς που εργάζονται», «τα Λάμα είναι στο Θιβέτ». Υπάρχουν όμως και οι αυτόνομες εργατικές επιτροπές κάποιων εργοστασίων, αυτοί του FUORI, οι φοιτητές των διασχολικών συλλογικοτήτων, όλοι «περιθωριακοί».
198 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Οι συνδικαλιστές γίνονται νευρικοί, πίσω τους τρεις χιλιάδες μέλη του PCI δεν βλέπουν την ώρα να τιμωρήσουν τους «χουλιγκάνους». Κάποια στιγμή, οι ινδιάνοι εκτοξεύουν μπαλόνια γεμάτα μπογιά προς τον τομέα της πλατείας που καταλαμβάνει το PCI – άλλωστε είναι Καρναβάλι – και η ομάδα περιφρούρησης, σκυθρωπά πρόσωπα. Πίσω όμως από τους ινδιάνους, οι άλλοι είναι προετοιμασμένοι για την αντιπαράθεση και αρχίζουν να πετούν πέτρες και οτιδήποτε άλλο για να απωθήσουν τους σταλινικούς.
Δεν φτάνει, αρχίζει μια τεράστια μάχη. Τέλος οι αυτόνομοι κραδαίνοντας μπαστούνια, λοστούς και αγγλικά κλειδιά φωνάζοντας «έξω, έξω, η νέα αστυνομία», και σκουπίζουν την ομάδα περιφρούρησης και τους συνδικαλιστές: Ο Λάμα αναγκάζεται να δραπετεύσει. Οι αυτόνομοι φτάνουν στο πάλκο, που είναι κατεστραμμένο, δίπλα στο φορτηγό του σωματείου.
Οι ινδιάνοι μητροπολιτάνοι, με φτερά στα μαλλιά, τα πρόσωπά τους βαμμένα, και με πλαστικά τσεκούρια στα χέρια, διαβάζουν μια ανακοίνωση στις σκάλες της Σχολής Γραμμάτων: «Σήμερα ο λαός των ανθρώπων έχει ξεθάψει τα τσεκούρια πολέμου για να απαντήσει στην επίθεση του χλωμού-προσώπου Λάμα και δηλώνει ανοιχτή την κατάσταση μόνιμης ευτυχίας».
Καθώς οι σταλινικοί εγκαταλείπουν την περιοχή, οι φοιτητές ξαναμπαίνουν στη Σχολή και στήνουν ένα ιατρείο για να φροντίσουν τους τραυματίες: ευτυχώς, στη Ρώμη, μεταξύ των νοσοκόμων και των φοιτητών ιατρικής υπάρχουν πολλοί αυτόνομοι. Αυτοί του PCI πάνε στο δημόσιο νοσοκομείο: δεν φοβούνται πως θα συλληφθούν ή θα φυλακιστούν.
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου ζητά την παρέμβαση το απόγευμα της αστυνομικής δύναμης για να εκδιώξει την κατάληψη και κινητές μονάδες με χίλιους αστυνομικούς και καραμπινιέρους έρχονται αμέσως. Προφανώς ήταν ήδη προετοιμασμένοι. μάλιστα την επόμενη μέρα εγκρίνονται στο κοινοβούλιο «ειδικοί» κανόνες που επιτρέπουν το κλείσιμο των στεκιών των αυτόνομων κολεκτίβων.
Οι καταληψίες αποφασίζουν να αντισταθούν στο απαραίτητο ώστε να μπορέσουν όλοι να εγκαταλείψουν τη σχολή. Η σχέση των δυνάμεων ήταν πολύ δυσμενής εκείνη τη στιγμή. Η αστυνομία εκτόξευσε δεκάδες δακρυγόνα στο Πανεπιστήμιο και στα φλεγόμενα οδοφράγματα, αλλά μέσα δεν υπάρχει κανένας. Η La Sapienza θα παραμείνει κλειστή μέχρι την πρώτη μαρτίου, ενώ το Κίνημα ξαναφτιάχνει τις βάσεις του στο σπίτι του φοιτητή της Via de Lollis και σε άλλες αποκεντρωμένες σχολές.
Pianoforte sobre las barricadas 199
Είναι μια ιστορική μέρα, σε επίπεδο που ξεπερνά την ιταλική ιδιαιτερότητα. Για πρώτη φορά έχουν τεθεί αντιμέτωποι, και «στρατιωτικά», οι δυο κοινωνίες. Για πρώτη φορά ένας συνδικαλιστής ηγέτης που ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ισχυρότερου Δυτικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναγκάστηκε να φύγει καταδιωκόμενος από χιλιάδες εξαγριωμένους προλετάριους.
Για πρώτη φορά, η πολύ βαθιά, ανυπέρβλητη ρωγμή εμφανίζεται καθαρά, μη αναστρέψιμη, ανάμεσα στη σταλινική γραφειοκρατία της θεσμικής αριστεράς και το πραγματικό κίνημα ή, αν προτιμάτε, μεταξύ του Εργατικού Κινήματος που υπερασπίζεται την ενσωμάτωση, και τις αυτονομίες, μεταξύ του σοσιαλισμού των θυσιών και του κομμουνισμού των επιθυμιών.
Ο Λάμα νικήθηκε, ο ήχος της φωνής του σιωπήθηκε από τον χλευασμό των ινδιάνων, η «μυθική» ομάδα περιφρούρησης του PCI κατατροπώθηκε από τους διαβόητους αυτόνομους. Κανένα Εργατικό Συμβούλιο παίρνει θέση για να υπερασπιστεί την αστυνομική επιχείρηση του συνδικάτου και του PCI. Σοκ της Ιστορίας. Διακοπή του συνεχούς και ομοιογενούς χρόνου.
Οι ινδιάνοι κέρδισαν ξανά τον στρατηγό Κάστερ. O Λάμα, ο Μπερλινγκουέρ-Berlinguer και τα παράσιτα του άρχισαν να λένε «είναι φασίστες», «diciannovisti»,12 «squadistas-τραμούκοι», αλλά αυτή η αντίδραση αναδεικνύει μόνο τη φτώχεια ιδεών εκείνης της διεστραμμένης «κομμουνιστικής» ηγετικής ομάδας, εκείνης της σκέψης που νόμιζε πως θα μπορούσε να μεταμορφώσει το κατειλημμένο πανεπιστήμιο σε γκουλάγκ.
Δύο ημέρες μετά μια διαδήλωση πενήντα χιλιάδων σπουδαστών διέσχισε τη Ρώμη φωνάζοντας ότι επρόκειτο να ανακτήσουν όχι μόνο το Πανεπιστήμιο αλλά ολόκληρη την πόλη. Το πανό επικεφαλής έγραφε: «Ο Paolo και ο Daddo ελεύθεροι. έξω όλοι οι κρατούμενοι σύντροφοι».
Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν καθόλου δύο κοινωνίες, η μια εναντίον της άλλης, αλλά, χωρίς αμφιβολία, δύο κόμματα. Έτσι ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου αντί για την ομαλοποίηση η εξέγερση
Συνεχίζεται
Mιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος
#freeMichailidis