Γράφει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Γρηγόρης Ιωαννίδης
Ο διευθυντής του φορέα και σκηνοθέτης του έργου Θοδωρής Γκόνης μάς έδωσε την ευκαιρία σε συνθήκες καραντίνας να παρακολουθήσουμε από τον καναπέ μας μια παράσταση από την πόλη του Βορρά και να τη συγκρίνουμε με εκείνην της πρωτεύουσας, από το Εθνικό Θέατρο.
Με ξεχωριστές στιγμές και βαθιά προεργασία, οι ηθοποιοί μέσα από ένα σκηνικό κλουβί επικοινώνησαν την διαπεραστική ποίηση του συγγραφέα.
Πιθανόν από δημοσιογραφικής άποψης το να αφιερώσεις δυο συνεχόμενες εβδομάδες τη στήλη σου στο ανέβασμα του ίδιου έργου να μην είναι το πλέον δόκιμο.
Ωστόσο, η σχεδόν ταυτόχρονη ψηφιακή μετάδοση του «Γυάλινου Κόσμου» από το Εθνικό και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, όπως συνέβη, μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί φέρνει κοντά-κοντά διαφορετικές προσεγγίσεις και επιτρέπει τη μεταξύ τους αντιπαραβολή, μα περισσότερο γιατί φανερώνει τις δυνατότητες του νέου αυτού μέσου και τρόπου διασποράς μέσω του διαδικτύου.
Βέβαια, το να συγκρίνεις μια παράσταση του Εθνικού με μία της επαρχίας δεν είναι πάντα δίκαιο, ακόμα κι όταν αφορά ένα ρεπερτόριο μικρής σχετικά παραγωγής, όπως εδώ. Αλλες οι δυνατότητες κι άλλες οι συνθήκες που γεννούν και διαμορφώνουν την κάθε περίπτωση. Στην επαρχία, ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής ή/και σκηνοθέτης περιορίζεται από δυνάμεις, κάποτε εξόχως παρεμβατικές στον μικρόκοσμο της επαρχιακής ζωής.
Η πορεία των ΔΗΠΕΘΕ τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν ήταν άλλωστε παρά η συνεχής αυτή προσαρμογή του αρχικού οράματος καλλιτεχνικής αποκέντρωσης στην πραγματικότητα μιας επαρχίας πολύ διαφορετικής από εκείνην που είχαν στον νου τους οι καλλιτέχνες όταν αναλάμβαναν κεντρικές θέσεις στη διοίκηση των δημοτικών φορέων.
Και μ’ όλη την προσφορά τους και την κατά τόπους ή εποχές αναλαμπή τους, η αλήθεια είναι πως η δραστηριότητα των περισσότερων από τα ΔΗΠΕΘΕ σπάνια έφτασε να κεντρίσει το ενδιαφέρον της πρωτεύουσας, πλην βέβαια των τακτικών επισκέψεών τους στα θέατρά της κατά τους θερινούς μήνες.
Κι όμως, να που ευθύς φέρνω στο μυαλό μου δύο λαμπρά αντιπαραδείγματα της παραπάνω γενίκευσης.
Το ένα εδρεύει στη Λάρισα, όπου καθώς φαίνεται η πρόσφατη δουλειά της Κυριακής Σπανού έχει καταφέρει να αναβιώσει στον κάμπο τον παλιό πόλο δημιουργίας και παραγωγής – δεν είναι λίγες οι προτάσεις του Θεσσαλικού που μας παρακινούν να ταξιδέψουμε ώς τη Λάρισα. Το δεύτερο αντιπαράδειγμα ανήκει στην Καβάλα.
Από την αρχή κιόλας της θητείας του στο τιμόνι τού εκεί ΔΗΠΕΘΕ, ο Θοδωρής Γκόνης έβαλε στόχο να φτιάξει ένα κέντρο συνάντησης καλλιτεχνών και συγγραφέων, μέσα από την οργάνωση Φεστιβάλ, με αφορμή μια προσωπικότητα της περιοχής, κάποτε σαν μια γενικότερη εννοιολογική σύνθεση. Διόλου τυχαία και πάλι, η απουσία μου από πολλές από τις εκδηλώσεις του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας συνοδεύεται με επαγγελματικές ενοχές.
Θα μου επιτρέψετε όμως να τραβήξω λίγο ακόμα την ήδη μακρά εισαγωγή μου. Εχω δηλώσει και παλαιότερα –και εμπράκτως υποστηρίξει– πως για τη σημερινή κατάσταση των ΔΗΠΕΘΕ (και του θεάτρου της περιφέρειας) δεν ευθύνονται μόνο τα ίδια.
Στην «αφάνειά» τους συντελούν ομού η αδιαφορία, η δυσκινησία, έως και η πατερναλιστική στάση σε ό,τι μπορεί να συμβαίνει εκτός Λεκανοπεδίου. Ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο έναν φαύλο κύκλο γύρω από κάθε τι εκτός του «κέντρου».
Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ποιος νέος και ταλαντούχος καλλιτέχνης θα ρίσκαρε εύκολα ένα μεγάλο διάστημα απομάκρυνσης από την «αγορά» προκειμένου να δουλέψει στην επαρχία, χωρίς κάποια έστω αναφορά στον Τύπο των επιδόσεών του;
Και για πόσο διάστημα θα διατηρούσε τον αρχικό δυναμισμό του κάποιος, σαν συνειδητοποιούσε πως κάθε προσπάθεια κινδύνευε να μείνει αποκλεισμένη εντός της μικρής σε πληθυσμό και προβολή κοινότητας;
Να λοιπόν, τώρα, που έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε έστω και εξ αποστάσεως αυτές τις προσπάθειες, σαν ένα από τα λίγα καλά που μας έφερε η συνθήκη της καραντίνας. Είμαστε σε θέση –και στη διάθεση– να παρακολουθήσουμε μια παράσταση από την Καβάλα, η οποία αλλιώς θα έμενε περιορισμένη στον «φυσικό» χώρο της.
Και προσοχή. Δεν μιλούμε αυτήν τη φορά για μια παραγωγή στην οποία τα στοιχεία καθόδου της στην πρωτεύουσα αποτελούν τρόπον τινά αρχική συνθήκη. Ο «Γυάλινος Κόσμος», αντιθέτως, μας δίνει τη σπάνια ευκαιρία να δούμε κι εμείς και να κρίνουμε τι βλέπουν οι Καβαλιώτες τον χειμώνα στο θέατρό τους.
Πρέπει επομένως να συγχαρούμε τον διευθυντή του φορέα, Θοδωρή Γκόνη, γι’ αυτήν την κίνηση πριν από όλα. Αν μη τι άλλο, γιατί μοιάζει να τηρεί το κριτήριο της διαφάνειας που ακολουθεί τη διαχείριση δημόσιου χρήματος.
Θα πρόσθετα από πάνω και την τόλμη του… Γιατί, αν το διαδίκτυο παρέχει τη δυνατότητα να φτάσουμε με τον καναπέ μας ώς την Καβάλα, άλλο τόσο δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνουμε την παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ με εκείνην της πρωτεύουσας.
Αν και η σύγκριση δεν μοιάζει να είναι σε βάρος του θεάτρου του Βορρά. Ασφαλώς και διακρίναμε μια κάποια συμβατικότητα στον τρόπο ανεβάσματος του έργου από το ΔΗΠΕΘΕ – διακρίναμε όμως από την άλλη την πολύ χαρακτηριστική για τον σκηνοθέτη πύκνωση της ευαισθησίας του, όπως, και για να είμαστε δίκαιοι, τη μεγαλύτερη πιστότητα στις αρχικές δραματουργικές οδηγίες του συγγραφέα.
Είδαμε στις οθόνες μας μια μαγνητοσκοπημένη και τηλε-σκηνοθετημένη απόδοση του «Γυάλινου Κόσμου» που αφορά κυρίως όσους δεν γνώριζαν το έργο ή διατηρούσαν μια κάποια ανάμνηση και ζητούσαν να επισκεφτούν ξανά τον τρυφερό του πυρήνα.
Πρόκειται για ευθεία, τίμια και φιλότιμη ανάγνωση, χωρίς στοιχεία σκηνοθετικής παρέμβασης, όπου το βάρος έχει πέσει φανερά στη διδασκαλία του κόσμου του συγγραφέα και της διαπεραστικής ποίησής του.
Σε αυτά θα πρόσθετα μαζί και ορισμένες ξεχωριστές στιγμές, στις οποίες ανίχνευσα και τη βαθιά προεργασία της παράστασης. Ας πούμε, μου προκάλεσε ξεχωριστή εντύπωση το πώς η Αμάντα της Στέλλας Καζάζη ανακαλύπτει στο τέλος του έργου την ανειλημμένη υποχρέωση του επισκέπτη της, του Τζιμ, σε μια άλλη κοπέλα.
Η Αμάντα δεν φανερώνει την μέσα της απογοήτευση αμέσως, ούτε τον θυμό της.
Σαν τυπική κυρία του Νότου, ασκημένη στο να φέρεται «σωστά» υπό πίεση, συγκρατείται, πνίγεται, μα παραμένει όρθια. Μέχρι να φύγει ο καλεσμένος της, οπότε και ξεσπάει… Απορώ: Πώς δεν είχαμε μέχρι τώρα αντιληφθεί ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να φανεί η μέσα της έκρηξη;
Φέρνω ακόμη στη μνήμη μου τη Λάουρα της Ελένης Μαβίδου να συγκρατεί στα χέρια ένα μαξιλάρι σαν ασπίδα και να μιλάει κοφτά, μα και στον πληθυντικό(!), στον καλεσμένο της.
Η σκηνοθεσία έχει επιλέξει να μην τονίσει το εξωτερικό πρόβλημά της – κι ωστόσο, όταν εμφανίζεται στη σκηνή ο κρότος που κάνει το πόδι της στο πάτωμα μεγεθύνεται κατακλύζοντας τον κόσμο όλο….
Θυμάμαι τον Τομ του Θανάση Ρέστα να αποκοιμιέται τόσο όμορφα στον καναπέ, ταξιδευτής νικημένος από τον ίδιο τον εαυτό του… Και τον Τζιμ του Κωνσταντίνου Λιάρου να αποχαιρετά το σπίτι της Λάουρα σαν να φεύγει από κάποιο κλουβί…
Σε αυτό το κλουβί στηρίχτηκε άλλωστε και το σκηνικό του Ανδρέα Γεωργιάδη, όπως και στη λιτή δήλωση των άλλων στοιχείων όψης του δράματος. Δική του είναι και η μουσική επιμέλεια της παράστασης.
Δεν γνωρίζω πότε έγινε η κινηματογράφηση της παράστασης, όμως είναι φανερό πως ακόμα δεν είχε «λιώσει» εντελώς επί σκηνής, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμα φανερές οι ραφές στον διάλογο των ηθοποιών.
Να σημειώσω κι αυτό: Μέγιστη προσοχή πρέπει να δοθεί στο θέμα της ακουστικής σε τέτοιες εγγραφές.
Περιέργως, ενώ οι περισσότεροι δίνουν –και δικαίως– σημασία στον φωτισμό μιας μαγνητοσκόπησης, λίγοι αντιλαμβάνονται το βάρος της άρτιας ηχητικής κάλυψης. Ο αντίλαλος και ο βόμβος προδίδουν συνήθως την τελική εμπειρία του ακροατή.
πηγή: efsyn.gr