Κείμενο του Πασχάλη Παλαβούζη
Τη νύχτα της 9ης Μαΐου 1917 – νύχτα ασέληνη, γι’ αυτό και σκοτεινή – ένα αυτοσχέδιο βαρκάκι «ρίχτηκε» στην ήρεμη θάλασσα από το σαπωνοποιείο του Βουλαλά στη συνοικία του Αϊ Γιάννη και αργά και σιωπηρά ξανοίχτηκε στον Κόλπο της βουλγαροκρατούμενης (από το Σεπτέμβριο του 1916) Καβάλας με προορισμό τη Θάσο!
Όλα έδειχναν πως οι βουλγαρικές σκοπιές είχαν πιαστεί στον ύπνο, κάτι που χαροποιούσε αφάνταστα τους τέσσερις φυγάδες που κωπηλατούσαν με τεταμένη την προσοχή. Λίγο πριν το ξημέρωμα ακούστηκαν οι μηχανές ενός πλοίου και στιγμές αργότερα η βάρκα «λούστηκε» στο φως του προβολέα γέφυρας της αγγλικής κανονιοφόρου M.20, που περιπολούσε στα ανοιχτά.
Η κανονιοφόρος ρυμούλκησε το βαρκάκι στην αμμώδη ακτή της Σκάλας Καζαβητίου (Πρίνου) και ακολούθως μετέφερε τους φυγάδες στη Σκάλα Σταυρού Θεσσαλονίκης, έδρα της 6ης Αποσπασμένης Μοίρας του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.
Η ανάκριση των φυγάδων από τον αξιωματικό πληροφοριών της 80ης Ταξιαρχίας, υπολοχαγό Barker και τον μέχρι πρότινος Βρετανό πρόξενο της Καβάλας, George G. Knox, αποκάλυψε κάτι ανησυχητικό: άνδρες του γερμανικού ναυτικού είχαν προσφάτως εγκατασταθεί στην Καβάλα με σκοπό την έναρξη επιχειρήσεων με «σκάφη που έμοιαζαν με υποβρύχια, αλλά μάλλον ήταν ναρκοθετικές άκατοι».
Τα σκάφη είχαν μεταφερθεί με τραίνο στο σιδηροδρομικό σταθμό Δράμας και από κει με φορτηγά στο λιμάνι της Καβάλας. Οι Άγγλοι πληροφορήθηκαν πως ο χώρος του τελωνείου είχε μετατραπεί σε αποθήκη ναρκών θαλάσσης. Σήμανε συναγερμός!
Ο Αντιναύαρχος Cecil Thursby, Διοικητής Στόλου Ανατολικής Μεσογείου, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο απώλειας της ναυτικής κυριαρχίας στο Β Αιγαίο εξέδωσε άμεσα διαταγή για την οργάνωση επιχείρησης καταστροφής του τελωνείου και άλλων σημαντικών στόχων στο λιμάνι της Καβάλας…
Τη σύνθετη αεροναυτική επιχείρηση ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο πλοίαρχος Cecil Staveley, παλαιός γνώριμος της περιοχής, κυβερνήτης του παλαιού καταδρομικού HMS Endymion και Επικεφαλής Ναυτικού της 6ης Αποσπασμένης Μοίρας.
Η επιχείρηση προγραμματίστηκε για την 20η Μαΐου 1917, ημέρα Κυριακή! Το Σάββατο το πρωί εκδόθηκαν οι σχετικές διαταγές προς τα συμμετέχοντα πλοία και τις Μοίρες A, D και F της Βασιλικής Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας (RNAS).
Εκείνο που δε γνώριζαν οι Άγγλοι ήταν πως η γερμανική ναρκοθέτιδα είχε ήδη ποντίσει νάρκες σε τέσσερα σημεία τη νύχτα της 12ης Μαΐου (25 συνολικά νάρκες), αλλά κυρίως τη νύχτα της 18ης Μαΐου (100 νάρκες ανοιχτά της Καρβάλης, της Καλαμίτσας και του ακρωτηρίου «Βρασίδα»)!
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής 20 Μαΐου 1917 μια ισχυρή Μοίρα του βρετανικού στόλου, αποτελούμενη από τη βαριά κανονιοφόρο HMS Raglan με ένα δίδυμο πυροβόλο των 14 in στην πλώρη, τις κανονιοφόρους M.19 και M.28 με ένα πυροβόλο των 9.2 in στην πλώρη και τις κανονιοφόρους M.29, M.32 και M.33 με δύο πυροβόλα των 6 in, ένα στην πλώρη και ένα στην πρύμνη, απέπλευσαν από το αγκυροβόλιο στο Σταυρό και πλέοντας σε «γραμμή παραγωγής» κατευθύνθηκαν στις προβλεπόμενες θέσεις ανοιχτά της Καβάλας.
Τις κανονιοφόρους συνόδευαν δύο εξοπλισμένα αλιευτικά – τα ‘43’ και ‘253’, τέσσερα αλιευτικά πόντισης ανθυποβρυχιακών δικτύων και ένα ταχύ περιπολικό – το ‘265’. Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, τα πλοία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες – αυτά που θα βομβάρδιζαν τους στόχους μέσα και γύρω από την πόλη (M.29, M.32 και M.33) και αυτά που θα βομβάρδιζαν προληπτικά τα φρούρια στα ανατολικά υψώματα της πόλης (M.19 και M.28).
Ειδικότερα, στην κανονιοφόρο M.32 είχε ανατεθεί η καταστροφή των (πρώην) στρατώνων του ελληνικού 19ου Συντάγματος Πεζικού, ενώ στα M.29 και M.33 η καταστροφή του ταχυδρομείου και του τελωνείου αντίστοιχα. Η βαριά κανονιοφόρος Raglan, έχοντας επιβιβάσει τον Staveley, είχε διαταχθεί να είναι σε ετοιμότητα σίγησης δια των ισχυρότατων πυροβόλων της, οποιουδήποτε φρουρίου άνοιγε πυρ κατά των πλοίων.
Για ελαχιστοποίηση των απωλειών μεταξύ του άμαχου πληθυσμού αποφασίστηκε η διεύθυνση πυρών των πλοίων από αέρος και μάλιστα σε δύο κύματα. Στο πρώτο κύμα (04:00 – 06:00) η πρώτη ομάδα πλοίων θα υποστηριζόταν από ένα υδροπλάνο Short 184 με ασύρματο, ενώ ένα αεροπλάνο Henri Farman HF.27 θα διεύθυνε τα πυρά του Raglan, στην περίπτωση που θα βομβάρδιζε τα φρούρια.
Ένα δεύτερο Short 184 θα περιπολούσε στον Κόλπο της Καβάλας με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό ναρκών ή υποβρυχίων. Την προστασία του πρώτου κύματος υποστήριξης επρόκειτο να αναλάβουν δύο καταδιωκτικά Bristol Scout και ένα καταδιωκτικό υδροπλάνο Sopwith Schneider της Α Μοίρας, ενώ τα εναέρια μέσα συμπληρώνονταν με την άφιξη της κινητής Μοίρας βομβαρδισμού F από το Μέτωπο του Στρυμόνα.
Στις 04:40 όλα τα πλοία είχαν λάβει τις προβλεπόμενες θέσεις, στα όρια της εμβέλειας των επάκτιων βουλγαρικών πυροβολείων. Προηγουμένως, στις 04:25 είχαν φθάσει από τη Θάσο τα αεροπλάνα παρατήρησης. Στις 04:42 ανοίγουν πυρ τα βουλγαρικά αντιαεροπορικά πυροβόλα αναγκάζοντας την εναέρια παρατήρηση να ανέβει σε ύψος ασφαλείας.
Στις 04:46 ξεκινούν τα πυρά του αγγλικού στόλου με πρώτη την κανονιοφόρο M.32 που βάλλει κατά των στρατώνων στα ανατολικά της πόλης, πετυχαίνοντας καίριο πλήγμα με την τέταρτη βολή. Το ένα μετά το άλλο τα πλοία υψώνουν κόκκινη σημαία – σημάδι έναρξης πυρός στους στόχους που τους είχαν ανατεθεί. Αμέσως εκδηλώνονται τα πρώτα σημαντικά προβλήματα.
Ήδη από τις 05:01 υπάρχει φως, αλλά ο όγκος της συνοικίας της «Παναγίας» σκιάζει το χώρο του τελωνείου σε τέτοιο βαθμό που είναι πρακτικά αδύνατη η απευθείας παρατήρηση. Την ίδια στιγμή, η απόλυτη νηνεμία εγκλωβίζει τον καπνό από τις εκρήξεις και τη σκόνη ακριβώς πάνω από τους στόχους, κάνοντας δύσκολη την εναέρια παρατήρηση και τη διόρθωση των βολών.
Οι πυροβολητές της κανονιοφόρου M.33 βάλλουν σε ένα «άσπρο κτήριο πάνω στην προκυμαία» νομίζοντας πως είναι το κτήριο του τελωνείου, αλλά «…στη συνέχεια αποδεικνύεται πως ήταν μια καπναποθήκη»! Το Short 184 είναι αδύνατο να ξεχωρίσει σε ποια από τις δύο κανονιοφόρους, την M.29 ή την M.33, ανήκουν οι βολές που φεύγουν πάνω από το στόχο (over) και πλήττουν σπίτια στις βορεινές συνοικίες της πόλης.
Μετά την 24η βολή, στις 05:15, επιβιβάζεται στην M.33 ο πρώην πρόξενος Καβάλας, G. G. Knox, προκειμένου να βοηθήσει με τη σκόπευση, όντας άριστος γνώστης της περιοχής. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση του πρωινού φωτός, γρήγορα έρχονται τα πρώτα θετικά αποτελέσματα. Η 59η βολή προκαλεί μεγάλη έκρηξη στο κτήριο του τελωνείου.
Εντωμεταξύ, στις 05:17 εμφανίζεται σε άψογο σχηματισμό η Μοίρα F, η οποία λαμβάνει την προβλεπόμενη θέση στα ανατολικά, ανακυκλώνοντας συνεχώς και ρίχνοντας περιστασιακά και κάποιες βόμβες στο φρούριο ‘Β’, στα υψώματα της Άσπρης Άμμου.
Σε μία «τυχερή» βολή μια από τις βόμβες πέφτει σε όρυγμα επιτυγχάνοντας απευθείας πλήγμα. Στις 05:37 ακούγονται πολυβολισμοί ψηλά στον ουρανό και σχεδόν αμέσως γίνεται αντιληπτή η επίθεση ενός εχθρικού καταδιωκτικού στο αεροσκάφος παρατήρησης του HMS Raglan.
Με τρόμο τα πληρώματα των πλοίων βλέπουν το Henri Farman να διαλύεται στον αέρα και τα σώματα των άτυχων αεροπόρων να εκσφενδονίζονται στο κενό από ύψος 5000 ποδών. Η άκατος ‘265’ σπεύδει για βοήθεια, αλλά το μόνο που επιπλέει είναι η άνω πτέρυγα και κάποια συντρίμμια.
Πουθενά οι αεροπόροι. Η ‘265’ ανακαλείται άμεσα. Νεκροί είναι ο Αυστραλός ανθυποπλοίαρχος (Ι) James Douglas Haig, χειριστής του HF.27 με αριθμό ‘9140’ και βετεράνος του πολέμου στη Μακεδονία και ο παρατηρητής υποπλοίαρχος (Ι) Gordon Keightley στην παρθενική επιχειρησιακή του πτήση.
Ο Γερμανός διώκτης που είχε καταρρίψει τους αεροπόρους της Θάσου ήταν ο … «συνήθης ύποπτος», ο υπολοχαγός (Ι) Rudolf von Eschwege του κλιμακίου της FA30 στη Δράμα (Αρκαδικό). Ο Eschwege, εφαρμόζοντας έξυπνη τακτική, διέγραψε αρχικά μεγάλο κύκλο προς τα ανατολικά ακολουθώντας το ανάγλυφο της περιοχής και, πετώντας με αυτόν τον τρόπο απαρατήρητος, έλαβε θέση μάχης νοτιοανατολικά της βρετανικής αεροναυτικής δύναμης.
Με τον ήλιο πίσω του και έχοντας κερδίσει σημαντικό ύψος, εφόρμησε ταχύτατα προς το αεροσκάφος παρατήρησης, άνοιξε πυρ από κοντινή απόσταση και το κατέρριψε. Ήταν η 9η επιβεβαιωμένη του κατάρριψη… Ο βομβαρδισμός της Καβάλας δε σταμάτησε με την απώλεια των δύο αεροπόρων.
Κατάπαυση του πυρός διατάχθηκε στις 07:38, αφού είχαν ριχτεί στο χώρο του τελωνείου 148 συνολικά οβίδες των 6 in. Τα κτήρια του τελωνείου και του ταχυδρομείου είχαν καταστραφεί και το απόθεμα θαλασσίων ναρκών είχε τιναχθεί στον αέρα.
Το βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων στη Σόφια, μετέδωσε την επόμενη ημέρα την είδηση. Ποιος όμως ήταν ο «φυγάς» στο αυτοσχέδιο βαρκάκι, που είχε δώσει τις ακριβείς πληροφορίες στους Άγγλους; Σύμφωνα με τον Ιωάννη Πριμικίδη (παλαιό δημοσιογράφο της εφημερίδας «Ταχυδρόμος»), ο «φυγάς» ήταν ο Μυτιληνιός ναυτικός Ιωάννης Κοφτερός.
Είχε παραμείνει στην πόλη μετά την παράδοσή της στους Βούλγαρους το Σεπτέμβριο του 1916, είχε αποφύγει την ομηρεία παραμένοντας κρυμμένος επί μακρόν στο οστεοφυλάκιο του ελληνικού νεκροταφείου, που τότε βρισκόταν πλησίον της εκκλησίας του Αι Γιάννη και, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, περνούσε στο παραθαλάσσιο σαπωνοποιείο του Βουλαλά, όπου φύλαγε την αυτοσχέδια βάρκα του.
Με αυτήν περνούσε στη Θάσο, έδινε πληροφορίες και «επέστρεφε και πάλι τη νύχτα που δεν είχε φεγγάρι, εφοδιασμένος και με διάφορα τρόφιμα για τη συντήρησή του». Το χειμώνα του 1917 συνελήφθη από τους Βούλγαρους, άρρωστος και ταλαιπωρημένος, στο καταφύγιό του – μια στέρνα σε κάποιο σπίτι επί της οδού Θεσσαλονίκης.
Υπέστη βασανιστήρια, στα οποία δεν υπέκυψε, και τελικά μεταφέρθηκε στη Δράμα, όπου και απαγχονίστηκε στην πλατεία Ελευθερίας! Στις 12 Ιουνίου 1917 ένας Τούρκος δεκανέας αυτομόλησε στο αγγλικό στρατόπεδο κι έδωσε τις ακόλουθες πληροφορίες: «Είχαν καταστραφεί περίπου 100 σπίτια και είχαν σκοτωθεί περίπου 50 άτομα, κυρίως εβραϊκής και τουρκικής καταγωγής, ενώ υπήρχαν και περίπου 30 τραυματίες.
Δε γνώριζε για τραυματίες Γερμανούς. Τα κτήρια του τελωνείου ήταν τελείως κατεστραμμένα, το λιμάνι γεμάτο συντρίμμια και τα παραπλήσια σπίτια ρημαγμένα. Μια μαούνα είχε επίσης καταστραφεί και η ναρκοθέτιδα, που προστατευόταν από την προβλήτα, είχε υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές.
Οι Καμάρες είχαν χτυπηθεί, αλλά δεν είχαν υποστεί ζημιές. Δε γνώριζε για τη ζημιά που είχε γίνει στο ταχυδρομείο και τη γύρω περιοχή. Υπήρχαν νάρκες στο τελωνείο, αλλά δε γνώριζε για τη μεγάλη έκρηξη που προκλήθηκε όταν χτυπήθηκε το κτήριο. Το σχολείο στα νότια του τελωνείου δεν είχε χτυπηθεί.
Όλοι οι Γερμανοί είχαν φύγει τρεις μέρες μετά, παίρνοντας μαζί τους και την κατεστραμμένη άκατο…». Ο βομβαρδισμός του λιμανιού της Καβάλας ήταν αποτέλεσμα έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης και συνδυασμένων αεροναυτικών επιχειρήσεων, που τότε ίσως φάνταζαν πολύπλοκες. Σήμερα αποτελούν το άλφα και το ωμέγα στη διεξαγωγή ενός πολέμου.
Σημείωση: Όλες οι ημερομηνίες είναι του νέου ημερολογίου. Το συγκεκριμένο γεγονός έχει αναλυθεί περαιτέρω στο βιβλίο μου “Θάσος – Το άγνωστο αεροδρόμιο (1916-1918)”, Εκδόσεις Ξυράφι, 2016. Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος του αρχείου μου…