Παραβρέθηκα μαζί με άλλους συμπολίτες μου στη συγκινητική, επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Θόδωρου Μουριάδη στις επόμενες δημοτικές εκλογές. Ο Μουριάδης, τιμώντας τη μνήμη του πατέρα του, εξέφρασε την επιθυμία του να είναι ένας από τους υποψήφιους Δημάρχους Καβάλας, στο Βιοτεχνικό επιμελητήριο της πόλης στο οποίο συμμετείχε ως ενεργός συνδικαλιστής ο μαραγκός-επιπλοποιός πατέρας του. Ο Μουριάδης είναι αγαπημένος φίλος του συζύγου μου, δικός μου, των δυο γιων μας. Ένας οικογενειακός φίλος. Ο Μουριάδης, διετέλεσε αντιδήμαρχος τεχνικών υπηρεσιών επί Δημαρχίας Κωστή Σιμιτσή και δεν χρειάζεται εδώ να αναφέρω τα αποτελέσματα της δράσης του. Ωστόσο, δεν πήγα το πρωί στην Ομοσπονδία για να επιδοκιμάσω την απόφαση του φίλου ή να χειροκροτήσω την «αναβάθμιση» ενός πρώην διοικητικού στελέχους του δήμου.
Πήγα για να ακούσω τον γείτονά μου, τον άνθρωπο που ζει στην Παναγία, τη συνοικία στην οποία έχω την ευτυχία να διαμένω εδώ και δεκαεπτά χρόνια. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα έχω δει τον Θόδωρο Μουριάδη να καταπιάνεται με τα πιο απίστευτα πράγματα: να μεταφέρει με τα χέρια του οικοδομικά υλικά, να βοηθάει στο στήσιμο εκδηλώσεων χωρίς να είναι υποχρεωμένος λόγω θέσης να το κάνει, τον έχω δει, ενώ εκείνος ήταν σίγουρος πως δεν τον βλέπει κανείς, να σκύβει και να μαζεύει τις σακούλες σκουπιδιών που οι συμπολίτες μας εγκατέλειπαν ανερυθρίαστα έξω από τους κάδους και να τις τοποθετεί μέσα σ’ αυτούς, να δένει όπως – όπως όσες είχαν ξεσκίσει τα αδέσποτα γατιά της συνοικίας, τον έχω δει να κατασκευάζει υπέροχα τραπέζια από παλιά ξύλα, να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε φαινομενικά άχρηστα αντικείμενα, να φυτεύει λουλούδια και να ανακατεύει χώματα, να κολυμπάει στα βράχια της Παλιάς Πόλης, στην ακτή που ονόμασα χαριτολογώντας Ταορμίνα της Καβάλας. Διότι επιτρέψτε μου, αλλά ενδιαφέρον για τα κοινά δεν είναι η ανάληψη διοικητικών καθηκόντων, η είσοδος σε ένα γραφείο στην πόρτα του οποίου φαντάζει το όνομα και η λαμπρή σου ιδιότητα, ενδιαφέρον για τα κοινά είναι η επιθυμία να ζήσεις την κοινή, καθημερινή ζωή με τους συμπολίτες σου. Προσέξτε: Nα τη ζήσεις, όχι να την παρατηρήσεις αφ’ υψηλού ή να την καταδεχτείς.
Πήγα να ακούσω τον γείτονά μου, τον άνθρωπο που είναι διακεκριμένος φιλαναγνώστης και βιβλιόφιλος. Έχω περάσει ατέλειωτα βράδια συζητώντας μαζί του για την παλιά και σύγχρονη εκδοτική παραγωγή, ελληνική και ξένη. Μας συνδέει η κοινή αγάπη για τον Φίλιπ Ροθ, για την ακρίβεια χάρη στον Μουριάδη ξεκίνησα να τον διαβάζω και φτάσαμε πλέον να γνωρίζουμε ό,τι δικό του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Και δεν αναφέρω τυχαία τον Ροθ. Όποιος τον έχει διαβάσει, ξέρει ότι πέρα από γνήσια αναγνωστική απόλαυση, ο Φίλιπ Ροθ είναι μαζί και κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες και ασύγκριτου επιπέδου μαθήματα αντιρατσισμού και σεβασμού της διαφορετικότητας. Διότι επιτρέψτε μου για δεύτερη φορά να πω, και ίσως ακουστεί απόλυτο αλλά είναι η μόνη ξεροκέφαλη βεβαιότητα που δεν διστάζω να διατυπώσω επίσημα, ότι όποιος διαβάζει λογοτεχνία είναι εκ των πραγμάτων φιλοπρόοδος, καλαίσθητος, ανθρωπιστής.
Σε μια εποχή που οι πολιτικοί άνδρες κρίνονται από τις υψηλές διασυνδέσεις και γνωριμίες, από την ικανότητα να χαϊδεύουν τα αυτιά των τοπικών παραγόντων, από τα χρήματα που σπαταλούν σε ανέμπνευστες προεκλογικές εκστρατείες ο Θόδωρος Μουριάδης διαθέτει για μένα δύο αδιαμφισβήτητα προσόντα: είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται τη δουλειά και ένας άνθρωπος που διαβάζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Κι αυτή είναι μια φαινομενικά ρομαντική δήλωση. Στην πραγματικότητα ομολογώ τελείως κυνικά, ότι έναν τέτοιον άνθρωπο θα ήθελα να δω δήμαρχο της πόλης μας.
Γεωργία Τριανταφυλλίδου
Κάτοικος Παναγίας