Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Με πλησίασε κάπως διστακτικά. Ήθελε ν’ αγοράσει τα βιβλία μου. Απέπνεε μιαν ευγένεια ψυχής απαράμιλλη. Της τα χάρισα. Έδειξε μιαν ευχαρίστηση πολύ ειλικρινή. Σε λίγες μέρες μου έστειλε ταχυδρομικά ένα φάκελο. Διάβασα το σημείωμά της: «Η Τιτίκα κι εγώ σας ευχαριστούμε που μας δώσατε την ευκαιρία να γίνουμε κοινωνοί του δημιουργικού σας έργου. Αρχίσαμε το διάβασμά τους. Εγώ είμαι συνθετικός τύπος: δεν αναλύω, δεν τεμαχίζω. Γεύομαι την ομορφιά που αναδύεται μέσα από οποιοδήποτε έργο τέχνης. Η Τιτίκα, αντίθετα, είναι αναλυτική. Μ’ εκείνη θα συζητήσουμε και τα πέραν της αισθητικής απόλαυσης… Με αρκετή δόση αιδούς, σας στέλνω δυο δικά μου “πνευματικά (;) ψυχουλάκια”. Ευχαριστώ. Με αγάπη Σόνια Μπίτσα, 31-1-‘93».
Ο γραφικός της χαρακτήρας ελκυστικός, η ορθογραφία της άψογη. Ακόμη και τα ψιχουλάκια, όπως με μετριοφροσύνη αποκαλεί τα δικά της δημιουργήματα, τα αποδίδει – μέσα σε εισαγωγικά βέβαια – ως «ψυχουλάκια», γιατί είναι αποστάγματα μιας πλούσιας ψυχής. Η σεμνότητα, βλέπετε, οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο να κρύβουν στα συρτάρια τους αξιόλογες λογοτεχνικές επιδόσεις, επειδή διστάζουν να εκτεθούν από συστολή και μόνο. Το πρώτο δείγμα της λογοτεχνικής της φαρέτρας ήταν ένα ποίημα γραμμένο στις 23-2-’70.
ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
Βρίσκεσαι σε μια κουκίδα πάνω στη γη,/μακριά
από μένα…/ Κι όμως οι δυνάμεις που με
έλκουν σε Σένα,/ ανεμπόδιστα φτάνουν ως
εδώ./ Η διαύγεια της Άνοιξης γίνεται αιτία/
πιο έντονων αντιδράσεων./ Ποια ανεξιχνίαστη
συγγένεια καθορίζει/ τη συμπεριφορά μου προς
Εσένα;/ Επιθυμώ την εξαφάνιση του εαυτού
μου./ Επιθυμώ τη συγχώνευση του εαυτού μου
μέσα σε Σένα./ Στέλνω μυστικές εκπομπές
προς τη μικρή τελεία του Απείρου, τον
ομφαλό της γης, αφού εκεί είσαι Σύ./ Με
φοβίζει η ορθότητα των αποδείξεων/ δεν επιτρέπει
καμίαν ασάφεια./ Βαρύ κρέμεται
πάνω μου το Πυθαγόρειο θεώρημα/ δεν
επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση…
Το δεύτερο είναι ένα διήγημα, που γράφτηκε το καλοκαίρι του ’92, ύστερα από δυο –τρεις χημειοθεραπείες… Το τέλος του απρόσμενο και απροσδόκητο. Το στοιχείο της έκπληξης συνδυάζεται με την ειδική ψυχολογία κάποιων λεπτών οικογενειακών σχέσεων.
Η ΑΔΕΡΦΟΔΙΩΧΤΡΑ
Η μικρή Σωτηρία περπατούσε ακροβατώντας ανάμεσα στις πρασιές του λαχανόκηπου του κυρ- Παύλου. Στην παλάμη της έσφιγγε το θησαυρό της, ένα δίδραχμο με το κεφάλι της Αθηνάς με την παράξενη περικεφαλαία της. Θα περνούσε τον κεντρικό δρόμο και θα ‘τρεχε στο μαγαζάκι του μπαρμπα- Θεωνά, εκεί όπου συγκεντρώνονταν ο πλούτος της παιδικής της λαιμαργίας.
Το μονότονο κρώξιμο μιας δεκαοχτούρας τη σταμάτησε φοβισμένη: «Δέκα οχτώ, δέκα οχτώ…». Θυμήθηκε την ιστορία που της διηγήθηκε με σοβαρότητα η μάνα της για την κοπέλα που έγινε πουλί. Αν έκρωζε «δέκα εννιά», θα άνοιγε η γη και θα την κατάπινε! Το δίδραχμο άρχισε να της καίει το χέρι. Το σιωπηλό σούρουπο στην ήσυχη γειτονιά δυνάμωσε το φόβο της. Τα πόδια της λύγισαν και βρέθηκε καθισμένη στο ανασκαμμένο χώμα. Έκρυψε το πρόσωπο στα χεράκια της κι άρχισε να σιγοκλαίει. Εκεί, ανάμεσα στα δάκρυα, σαν μέσα απ’ τα κρύσταλλα του πολυέλαιου της Αγίας Παρασκευής, εικόνες ανασύρθηκαν στο μυαλουδάκι της.
Ήταν ένα δωμάτιο ψηλοτάβανο με φωτεινά παράθυρα. Γύρω γύρω, σε καρέκλες στη σειρά τοποθετημένες, κάθονταν οι μεγάλοι της οικογένειας βουβοί. Και στη μέση του δωματίου μέσα σ’ ένα άσπρο κουτάκι κοιμόταν η αδερφούλα της η Πόπη, δυο χρονώ. Η Σωτηρία στάθηκε απορημένη στην πόρτα. Η μάνα της την πλησίασε απότομα. Έπιασε το κεφάλι της στα δυο της χέρια και την κοίταξε αγριεμένη. «Αδερφοδιώχτρα!», της φώναξε σχεδόν με μίσος. Οι άλλοι έσκυψαν κι αυτοί προς το μέρος της και την παρατήρησαν. «Ναι, ναι! Να το μελανό σημάδι ανάμεσα στα φρύδια της», είπαν. Το τετράχρονο κοριτσάκι ένωσε ότι κάτι κακό είχε κάνει και κανείς δεν το αγαπούσε πια.
Σε δυο χρόνια ένα αγοράκι ήρθε να προστεθεί στην οικογένεια, που συγκεντρώθηκε με χίλιες χαρές γύρω του. Η Σωτηρία αισθάνθηκε παραγκωνισμένη… Μα εδώ κι ένα μήνα ο μικρός Ντίνος έπεσε βαριά άρρωστος. «Μηνιγγίτιδα», είπε ο γιατρός, που τον ψαχούλεψε προσεκτικά. Στην οικογένεια έπεσε μουντή σιωπή. Γείτονες και συγγενείς πηγαινοέρχονταν και σιγοψιθύριζαν ακατάληπτες συμβουλές. Τελευταία φάνηκε στο άνοιγμα της εξώπορτας μια γερόντισσα στηριγμένη στο χοντρό μπαστούνι της. «Η γιάτραινα!», φώναξε μ’ ελπίδα η μάνα της. Η γερόντισσα πλησίασε, έμεινε για κάμποση ώρα σκεφτική κι έδωσε με σοβαρότητα τις οδηγίες της.
Όταν η Σωτηρία γύρισε στο σπίτι ιδρωμένα απ’ τις τρεχάλες της, είδε να ‘χουν περάσει στο ακίνητο κεφαλάκι του αδελφού της, ανοιγμένο απ’ τα δυο του πόδια, έναν πετεινό με γυαλιστερά κατάμαυρα φτερά. Της φάνηκε πως όλοι εκεί μέσα περίμεναν κάποιο θαύμα. Ύστερα από τρεις μέρες στήθηκαν γύρω γύρω στην κάμαρη οι μεγάλοι σιωπηλοί και στη μέση αναπαυόταν, ησυχασμένος πια απ’ τους πονοκεφάλους του, ο μικρός Ντίνος στο μικρό γαλάζιο φέρετρό του, με μια κορδέλα που πλαισίωνε το πρόσωπό του περασμένη κάτω απ’ το σαγόνι του.
Η Σωτηρία είναι μεγάλη τώρα, πηγαίνει στην πρώτη δημοτικού, καταλαβαίνει και σκέφτεται. Γυρίζει προς τη μαυροφορεμένη μάνα της. Διακρίνει πάλι στα μάτια της τη σκοτεινή εκείνη λάμψη που μοιάζει με μίσος, διακρίνει τα χείλη της να τραβιούνται στις άκρες τους στραβωμένα και την ακούει να ψιθυρίζει σφυριχτά: «Αδελφοδιώχτρα!».
Όταν το σπίτι άδειασε κι απόμεινε μόνη, η Σωτηρία ανέβηκε σ’ ένα κάθισμα και παραμέρισε το σεντόνι που σκέπαζε τον καθρέφτη της μαύρης σκαλιστής κονσόλας. Κοιτάχτηκε προσεχτικά: μια γαλάζια φλεβίτσα ένωνε τα δυο καλογραμμένα, πάνω απ’ τα ξύπνια καστανά ματάκια της, φρύδια. Στάθηκε σιωπηλή. Μια αγανάκτηση για την άδικη ενοχή της κι ένα πείσμα γεμάτο εκδίκηση την πλημμύρισε. Πήρε την απόφασή της. Πλησίασε στο πιατάκι με τα κεριά και τα νομίσματα, πήρε ένα δίδραχμο και θριαμβευτικά ξεχύθηκε στους μπαξέδες…
Τα δάκρυά της πήραν να στεγνώνουν. Σηκώθηκε, τίναξε απ’ το κοντό φουστανάκι της το χώμα, έσφιξε το δίδραχμο στην παλάμη της και τράβηξε για το μαγαζάκι. Περπατούσε μ’ ένα αλάφρωμα στην καρδιά, που έπαιρνε τη συγκεκριμένη του σημασία στην εγωιστική σκέψη: ήταν πάλι το μικρότερο παιδί της οικογένειας, η Σωτηρούλα τους…
*
Μειλίχια, ευπροσήγορη, πρόσχαρη και καλλιεργημένη, γεμάτη ευγένεια και αβροφροσύνη, σαν μια πραγματική κυρία πάλεψε για χρόνια με την επάρατη νόσο με θάρρος και με πίστη. Η θύμησή της γλυκιά για όσους τη γνώρισαν.