Dark Mode Light Mode

Μια συνάντηση από τα παλιά σε ξένο τόπο: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Στα ταξίδια μου εκτός ή εντός Ελλάδας ένα πράγμα με εξοργίζει, ότι πολλοί από τη συντροφιά μας αντί να κοιτάξουν να απολαύσουν τα αξιοθέατα του προορισμού μας, σπεύδουν στα μαγαζιά να προμηθευθούν πράγματα που πολλές φορές είναι επουσιώδη σε σύγκριση μ’ αυτά που χάνουν και τα οποία ήταν στόχος της απόδρασης μας.

Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι μας στη Ν. Υόρκη αφήσαμε στην άκρη την επίσκεψη μας στο φημισμένο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της πόλης για να πάμε για ψώνια στο Macy’s Herald Square. Αιτία της αλλαγής της προγραμματισμένης μας δράσης, ήταν το γεγονός ότι την προηγούμενη ημέρα επισκεφτήκαμε το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Το θέμα είναι σε μια τέτοια επίσκεψη για να την απολαύσεις και να τη χαρείς θα πρέπει να έχεις  αποβάλει τη λογική των σχολικών επισκέψεων σε τέτοιους χώρους και τη βαρεμάρα και την αποστροφή που τις ακολουθεί.

Σε πολλούς από την παρέα το παραπάνω «σύνδρομο» ήταν  παρόν. Υπήρξε βέβαια και το πολύ περπάτημα σα λόγος της ματαίωσης. Τα εκθέματα πολλά του περίφημου Μουσείου, το ενδιαφέρον τεράστιο και έπρεπε να τρέχεις για να ακολουθείς το ξεναγό και να παρακολουθείς τα λεγόμενα του.

Όταν βγήκαμε κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι, είχαν περάσει ήδη επτά ολόκληρες ώρες από την είσοδό μας και μόλις  είχαμε προλάβει να δούμε το 1/3 των εκθεμάτων του. Στο Πολυκατάστημα πήγα αλλά δεν  τους ακολούθησα στους πολυδαίδαλους ορόφους του που είχε τις πραμάτειες του.

Όλο αυτό με εκνεύριζε υπερβολικά. Υπήρχε στο ισόγειο ένας υπέροχος χώρος που μπορούσες να καθίσεις και να απολαύσεις έναν καφέ ή το ποτάκι σου. Εκεί έκατσα και περίμενα την παρέα μου ανασκαλεύοντας ένα βιβλίο που πάντα κουβαλώ μαζί μου για τέτοιες στιγμές.

Ξαφνικά βλέπω έναν τύπο που από την πρώτη ματιά έβγαζες το συμπέρασμα ότι δεν είναι Νεοϋορκέζος αλλά Αμερικανός επαρχιώτης. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληγες από το εξεζητημένο ντύσιμό του. Φορούσε ένα μακρύ σακάκι με τετράγωνα στο βυσσινί χρώμα, μια φαρδιά κόκκινη γραβάτα που τη στόλιζαν μικρά ανθάκια και το παντελόνι του με φαρδιά ρεβέρ το συγκρατούσε στη μέση με μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη με ασημένιο, όπως έδειχνε, τοκά.

Η ηλικία του αδιευκρίνιστη από την πρώτη ματιά, λίγο όμως αν πρόσεχες  υπήρχαν τα σημάδια του χρόνου επάνω του, που σου έδιναν στο περίπου τα χρόνια που έζησε. Τον υπολόγισα εβδομηντάρη καλοζωισμένο.

Με χαιρέτισε και μου είπε για τον  καιρό που είναι άστατος αυτήν την εποχή, ένδειξη ότι ήθελε κουβέντα. Αυτό ήθελα και εγώ, ευτυχώς με πρόλαβε. Τα αγγλικά του χωριάτικα και με πολλές συμπτύξεις και ενώσεις των λέξεων που έδειχνε άνθρωπο λαϊκό που πέρασε τη ζωή του στην αγορά.

Κάτι όμως με θύμιζε η χροιά της φωνής του, κάτι παλιό και αδιευκρίνιστο. Επειδή έχω αυτό το κουσούρι, να ψάχνω σε ανθρώπους που συναντώ για πρώτη φορά, ταυτίσεις μ’ ανθρώπους που γνώρισα στο παρελθόν, δε μίλησα και άφησα την κουβέντα μας να κυλήσει στα κοινά.

Σε μια στιγμή σηκώθηκε και μου είπε ότι πάει για καφέ και μου πρότεινε να με φέρει και εμένα. Ασυναίσθητα του απάντησα στα Ελληνικά «Όχι, ευχαριστώ πολύ». Έμεινε σα να τον χτύπησε κεραυνός στην θέση του!

Γύρισε έκπληκτος και μου λέει, — Ρε εσύ Έλληνας είσαι! Τόση ώρα μιλάμε τα κορακίστικα τους και δε μιλάμε τη γλώσσα μας! Και συνέχισε με μια βρισιά. Από πού είσαι; Μόνο μη μου πεις ότι έζησες στην Καβάλα γιατί θα τρελαθώ! Κάτι μου θυμίζει η ματιά σου!

Του είπα ότι είμαι από την Καβάλα, του είπα ότι ήμασταν γείτονες στα Πεντακόσια, του είπα που ήτα το σπίτι του στη γειτονιά, του είπα ότι του έσπασα το κεφάλι με την πέτρα που έριξα στη μουριά τους για να πέσουν τα μούρα, όλα του τα είπα και τα ζωντάνεψα όπως ακριβώς τα είχα φυλαγμένα στη μνήμη μου τόσα χρόνια και η φωνή του τα ξεσκέπασε και παρουσιάστηκαν μπροστά μου καθαρά και διάφανα.

Έκατσε κάτω έβαλε το πρόσωπο μέσα στις παλάμες του και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Πήγα τον αγκάλιασα και τον ακολούθησα στο σπάραγμά του. Ήταν ο Γιώργος που το ξέραμε με το προσωνύμιο «Η Ντουντού».

Ο Γιώργος ήταν μεγαλύτερός μου πάνω από οκτώ χρόνια και σκοπό στη ζωή του είχε βάλει να φύγει στην Αμερική με κάθε μέσον. Η πρώτη προσπάθεια έγινε το 1949 τότε που έρχονταν τα Αμερικανικά Λύμπερτυ για να φέρουν προμήθειες στην καθημαγμένη και κατεστραμμένη χώρα μας.

Σ’ ένα τέτοιο καράβι κατόρθωσε να εισχωρήσει σκαρφαλώνοντας νύχτα από τον κάβο που ήταν δεμένο το πλοίο στο λιμάνι της Καβάλας. Το πλοίο σάλπαρε με τον Γιώργο μέσα και έκανε ένα ταξίδι μαζί του πέντε ωρών προς το όνειρό του πριν το ανακαλύψουν.

Τον αποβίβασαν στον Βόλο και ήρθε πίσω. Μας εξιστορούσε την περιπέτειά του τα βράδια, εκεί στα σκαλάκια της Νοταρά, ζούσαμε μαζί του όλη την αγωνία που πέρασε πριν σβήσει το όνειρό του για τον Παράδεισο που είχε φτιάξει στη ψυχή του.

Δεν απογοητεύθηκε όμως. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε μετά από δυο μήνες. Ήταν πιο οργανωμένη και μεθοδευμένη. Είχε πλησιάσει ένα ναύτη του Αμερικανικού πλοίου που είχε ελλιμενιστεί εκείνες τις ημέρες στο Λιμάνι της πόλης.

Με τις  λίγες Αγγλικές λέξεις που έμαθε από μια Μέθοδο Άνευ Διδασκάλου που κυκλοφορούσε τότε, βοήθησε το ναύτη στις εξόδους του στην πόλη και όσο καιρό έμεινε το πλοίο στην πόλη ήταν μαζί. Αυτό ήταν το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα του κρυψώνα του, που ήταν μια αποθήκη χρωμάτων και ανταλλακτικών στο καράβι που είχε την ευθύνη και την επίβλεψη της ο ναύτης του πλοίου.

Η αποτυχία στην προσπάθεια αυτή ήρθε από μια βλάβη του πλοίου ανοιχτά της Κρήτης που ανάγκασε το Καπετάνιο του να το φέρει στον Πειραιά  για πολυήμερη επισκευή. Αναγκάστηκε ο Γιώργος να εγκαταλείψει το πλοίο μόνος του για να μην εκθέσει το ναύτη.

Η τρίτη προσπάθεια ήταν η πετυχημένη και του έδωσε την δυνατότητα, με μια έξυπνη κίνηση που έκανε, να πάει στον Καναδά και εκεί να πάρει  γρήγορα υπηκοότητα και να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που έδινε το κράτος, που τότε αναπτύσσονταν με γρήγορους ρυθμούς.

Ασχολήθηκε με τις οικοδομές. Αγόρασε με δανειοδότηση παλιά σπίτια σε πολύ χαμηλές τιμές, τα ανακατασκεύαζε και τα πουλούσε  σε πολλαπλάσια τιμή. Τα κέρδη πολλά και σε λίγο χρονικό διάστημα. Σε πέντε χρόνια όλη η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στον Καναδά, γονείς, αδέλφια, κουνιάδοι και δυο παλιοί  καρδιακοί φίλοι.

Όλοι έκαναν την τύχη τους στον Καναδά με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Γιώργου. Μου είπε για τη δική του οικογένεια ότι έφερε τη γυναίκα του και την κόρη του που ασχολείται με τα καλλιτεχνικά, να παρακολουθήσουν μια παράσταση σ’ ένα μεγάλο θέατρο.

Εννοούσε απ’ ότι κατάλαβα το Μπρόντγουέϊ. Του είπα και τα δικά μου και μου έκανε εντύπωση η δίψα του να μάθει για όλους αυτούς που άφησε πίσω και για όλα όσα συνέβησαν στη γειτονιά μας. Είδα στη ματιά του τη λαχτάρα για τα παλιά, τα περασμένα, τα φτωχά αλλά αξέχαστα που ήταν γεμάτα αγάπη, αλληλεγγύη και συμπαράσταση.

«Όλα αυτά Παναγή μου τα ωραία που περάσαμε, δυστυχώς δεν αγοράζονται για να τα βρεις και να τα απολαύσεις, όσο πλούτο και αν κουβαλάς». Αυτά σ’  ακολουθούν μόνο στα όνειρα για να σου γεμίζουν τη ζωή. Όλα τα άλλα, μου είπε, είναι μια ψευδαίσθηση, η οποία μας αναλώνει και μας συντρίβει για το τίποτα.

Καθίσαμε εκεί και τα λέγαμε πλάι-πλάι, αγκαλιασμένοι από τους ώμους σα δυο καλοί παλιοί φίλοι. Θυμηθήκαμε τα γλυκά ανοιξιάτικα βράδια εκεί στα σκαλιά της Νοταρά που μαζεύονταν όλη η γειτονιά, με ιστορίες, καλαμπούρια και καντάδες, ο Γιώργος ήταν καλλίφωνος και πρωτοστατούσε, ομορφαίναμε τη ζωή και ξεχνούσαμε όλα τα άσχημα της ημέρας που πέρασε.

Έτσι πηγαίναμε για ύπνο, για να έχουμε τουλάχιστον ωραία όνειρα τότε. Το γεγονός που μας είδαν τόσο κοντά, ξάφνιασε τις δικές του που εμφανίστηκαν ξαφνικά και το έδειξαν. Ήταν   φορτωμένες υπερβολικά με πακέτα από τις αγορές που έκαναν.

Δεν περίμεναν τέτοια μεγάλη οικειότητα με κάποιον που έβλεπαν για πρώτη φορά. Για να τις εξηγήσει την εικόνα που είδαν, τις είπε ότι την ημέρα εκείνη ξαναέζησε κάτι από τα παλιά τα ωραία χρόνια, τα χρόνια της φτώχειας, της έλλειψης, της κατανόησης, της αλληλεγγύης και της πολλής αγάπης.

Ο γείτονάς μου από εδώ με γύρισε πίσω εκεί σ’ αυτά τα χρόνια. Σας τα διηγούμαι συχνά και δεν με πιστεύετε. Εδώ είναι ο φίλος μου και μάρτυρας μου, ρωτήστε για να βεβαιωθείτε ότι υπήρξαν και τέτοιες εποχές στη ζωή μας που για εσάς φαίνεται σα ψέμα.

Αυτή η τυχαία συνάντηση με τον Γιώργο με χαροποίησε πολύ γιατί ο άνθρωπος αυτός  πίστεψε στο Αμερικανικό όνειρο και το υλοποίησε με πολύ κόπο, εξυπνάδα και θάρρος. Βοήθησε την οικογένειά του αλλά και πολλούς Έλληνες όπως έμαθα αργότερα.

Χρήματα είχε πολλά και περιουσία τεράστια, ήταν φτωχός όμως από όλα εκείνα που είχε στα χρόνια της νιότης του εκεί στη γειτονία μας και τα αναπολούσε με λαχτάρα. Ήταν το αντίτιμο που πλήρωσε για τη μεγάλη του οικονομική επιτυχία.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Χωρίς την παράταξη των μηχανικών του ΣΥΡΙΖΑ οι εκλογές στο ΤΕΕ ΑΜ

Επόμενο άρθρο

Ευχαριστήρια επιστολή προς τη Σχολική Επιτροπή Δήμου Καβάλας