Κάποια στιγμή, έστω και περιγραφικά, μερικά πράγματα πρέπει να ειπωθούν με το όνομά τους.
Είναι καιρός τώρα που ξεκίνησε να με προβληματίζει το ερώτημα για το ποια θα πρέπει να είναι η στάση ενός συνειδητά ενεργού πολίτη στα πολιτικά (γενικότερα) και κοινωνικά (ειδικότερα) δρώμενα, τόσο της περιοχής στην οποία ζει και δραστηριοποιείται, όσο και ευρύτερα.
Θα ήταν παράλειψη βέβαια να μην επισημανθεί ότι, τόσο ο χρόνος, όσο και ο τόπος (αλλά και ο τρόπος) που επιλέγει κανείς για να δημοσιοποιήσει την «παρουσία» του, έχουν τη σημασία τους.
Εν μέσω -λοιπόν- εξαιρετικά σημαντικών γεγονότων, κυρίως στη γεωπολιτική «σκακιέρα». η εξέλιξη των οποίων επηρεάζει άμεσα την περιοχή μας, η κατάθεση άποψης, όσο υποκειμενική κι αν είναι, θα πρέπει να προσθέτει και όχι να αφαιρεί από τη γενική προσπάθεια αναβάθμισης, τόσο της γεωγραφικής, όσο και της κοινωνικής συνιστώσας των ζητημάτων που μας απασχολούν.
Στο πνεύμα αυτό, κάθε προσπάθεια, όχι μιας αποδεκτά έντονης κριτικής αλλά του απόλυτου μηδενισμού των αποφάσεων αυτών που κλήθηκαν-επιλέχθηκαν από εμάς για να υπηρετήσουν το δημόσιο (τοπικό ή άλλο) συμφέρον, όχι απλά δεν βοηθά, αλλά γεννά βάσιμες υποψίες για τον ρόλο όσων επιλέγουν αυτήν την πολιτική πρακτική.
Κι εάν στην κεντρική πολιτική σκηνή, όπου τα συμφέροντα είναι τεράστια και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) απρόσωπα, επηρεάζουν δε και επηρεάζονται από τις παγκόσμιες εξελίξεις, στις μικρές, τοπικές κοινωνίες όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, κάθε προσπάθεια απόλυτου μηδενισμού και όχι (επαναλαμβάνω) έστω έντονης, αλλά σε καμία περίπτωση εποικοδομητικής κριτικής, γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους εκλογείς, μιας και -όπως προείπα- γνωρίζουν καλά πρόσωπα και καταστάσεις.
Το αποτέλεσμα δε της πρόσληψης των πολύ δυσάρεστων αυτών καταστάσεων από τους πολίτες, κι εάν κανείς δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον-συμφέρον από αυτές, είναι μία παντελής απαξίωση των πάντων, μία αίσθηση αποστροφής. Όχι απλά για τις καταστάσεις, αλλά και για τα ίδια τα πρόσωπα που τις προκαλούν.
Εντοπίζεται λοιπόν ένα σχήμα οξύμωρο. Εκείνοι που με τις δημόσιες τοποθετήσεις ή και ενέργειές τους, μηδενίζουν ή προκαλούν δυσεπίλυτα προβλήματα στον πολιτικό τους αντίπαλο, καταλήγουν όχι μόνο να μην κερδίζουν τίποτε από την πολιτική τους αυτή συμπεριφορά, αλλά αντίθετα να απομακρύνουν τις όποιες πιθανότητες είχαν για να τον πλήξουν πολιτικά.
Εάν δε αυτό ήταν το κύριο ζήτημα, ίσως και να γινόταν αποδεκτό, μιας και -όχι άδικα- η πολιτική έχει λάβει χαρακτηριστικά «αρένας».
Το κύριο όμως κατά τη γνώμη μου ζήτημα, είναι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής επιλογής-συμπεριφοράς, τόσο στο γενικό, όσο και στο τοπικό (εάν μπορεί να τα ξεχωρίσει κανείς) δημόσιο συμφέρον.
Γιατί, τι έχει να κερδίσει μια τοπική κοινωνία από την καθυστέρηση λόγω γραφειοκρατίας μιας αθλητικής δραστηριότητας ή της πολεοδομικής αναβάθμισης μιας περιοχής; Πώς ωφελείται κανείς από την αναστολή έναρξης επενδυτικών δραστηριοτήτων; Ποιος μπορεί να είναι ικανοποιημένος από την άναρχη εικόνα μιας πόλης γεμάτης από παράνομα παρκαρισμένα οχήματα;
Ίσως μόνο εκείνοι που τους έχει εμφυτευθεί η ιδέα πως μόνο με την κάθοδο όσων -έστω παροδικά- είναι πάνω από αυτούς, μπορούν να τους φθάσουν.
Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τους μηδενιστικούς διαξιφισμούς κι ας εντρυφήσουμε στην ουσία της πολιτικής. Αυτής που στόχο έχει την ενεργό ανάμειξη με τα κοινά. Είτε ως πολίτες που κλήθηκαν-επιλέχθηκαν για την προάσπιση και την ανάδειξη του δημοσίου συμφέροντος, είτε μέσω μιας σκληρής αλλά εποικοδομητικής κριτικής, που θα προβάλει ισάξια, τόσο την αναγνώριση και υπόδειξη (με επιχειρήματα) του λάθους, όσο και την ειλικρινή προσπάθεια των πολιτικών αντιπάλων.