Τον Θόδωρο Πάγκαλο τον θαύμαζα από μακριά κι από παλιά, προτού ακόμη γίνει μέλος του ΠΑΣΟΚ και των κυβερνήσεών του.
Ως δήμαρχος Καβάλας τον υποδέχθηκα με χαρά τον Μάρτιο του 2010, όταν ήρθε ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης για την παρέλαση. Μεγάλη μας τιμή, χωρίς αμφιβολία, και ευκαιρία να συζητήσουμε από κοντά με έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες τριών πρωθυπουργών της χώρας.
Τον συνδιαμορφωτή της επιτυχημένης διπλωματικής πορείας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα άλλα διεθνή fora. Τον διανοούμενο που ήξερε να εφαρμόζει στην τρέχουσα πραγματικότητα τις ιδέες του, να τις προσαρμόζει ευέλικτα και πρακτικά ανάλογα με την εσωτερική και διεθνή συγκυρία χωρίς υποχωρήσεις και πάντοτε προς το συμφέρον του έθνους μας.
Με την ευκαιρία ο υψηλός προσκεκλημένος θα έκανε και μικρές περιοδείες σε επιχειρήσεις και αρχές της γύρω περιοχής. Ως οινοποιός και ο ίδιος ζήτησε να επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της «Βίβλιας Χώρας» στο Κοκκινοχώρι Παγγαίου.
Εκεί λύθηκαν οι γλώσσες και ειπώθηκαν πολλά για τους κινδύνους που διέτρεχε η χώρα εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης. Αναπολώντας την αίσθηση των ημερών θεωρώ πως ο Πάγκαλος είχε ήδη αρχίσει την αναστοχασμό και την αυτοκριτική του σχετικά με την ελαστική οικονομική πολιτική που εφάρμοζε το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.
Σε μια πολύωρη νυχτερινή μας συζήτηση, παρέα με τον Μιχάλη Τιμοσίδη και αρκετό αλκοόλ, μας εξηγούσε τη σοφία του Λένιν να συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς με την επώδυνη συνθήκη του Μπρέστ – Λιτόφσκ, η οποία του έδωσε την ευκαιρία να σώσει το εσωτερικό μέτωπο και με το τέλος του πολέμου να ανακτήσει σχετικά αναίμακτα την Ουκρανία.
Ήταν παράδειγμα των υποχωρήσεων που πρέπει να κάνεις μπροστά σε μια κακή συγκυρία για να αποφύγεις την ολοσχερή καταστροφή και να ανασυνταχθείς, ώστε πιο ισχυρός να πάρεις πίσω αυτά που έχασες κι άλλα τόσα.
Δεν είχε καλή ιδέα για το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ιδίως των προσώπων που στελέχωναν τότε την κυβέρνηση. Κι αυτό κατά τη γνώμη του προκαλούσε τρομερές δυσχέρειες στην άσκηση σφιχτής οικονομικής πολιτικής, γιατί λίγοι τολμούσαν να μιλήσουν για τις αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια και στις ταραχές.
Όμως θύμωνε και με την απραξία που κατέλαβε σχεδόν όλη την κυβέρνηση όταν ξέσπασε η κρίση. Λίγο καιρό αργότερα επισκέφθηκα την Αθήνα για να συναντηθώ με τον Π. Μπεγλίτη για τη διεκδίκηση του στρατοπέδου «Ασημακοπούλου».
Παρά το γεγονός ότι η συνάντηση κλείστηκε με παρέμβαση του Μιχάλη Τιμοσίδη, υφυπουργού υγείας τότε, ο Μπεγλίτης κρυβόταν και δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις μας. Τότε ο Μιχάλης με έβαλε στη Βουλή, μήπως συναντήσουμε τον ακριβοθώρητο υπουργό στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου που θα συνεδρίαζε σε λίγο.
Ακριβώς απέναντι από την είσοδο της αίθουσας ήταν ένας μεγάλος μπουφές με πιατέλες όπου υπήρχαν μπισκότα, καφετιέρες και χυμοί. Εκείνη την ώρα ο Θ. Πάγκαλος είχε γεμίσει το πιάτο του και γύρισε προς το μέρος μας. Αμέσως με αναγνώρισε και με φώναξε να πάω μέσα.
«Έλα δήμαρχε», μου είπε, «έλα να δοκιμάσεις τις νοστιμιές». Εγώ ντράπηκα. «Πρόεδρε, δεν γίνεται να μπω στην αίθουσα», απάντησα. Και τι μου λέει ο αθεόφοβος; «Έλα να πάρεις χυμό. Είναι ό,τι καλύτερο παράγεται σ’ αυτή την αίθουσα»!