Γεννήθηκε το 1952 στο Χρώμιο Κοζάνης, ένα μικρό χωριό γνωστό για τα μεταλλεύματα χρωμίου, ουρανίου κλπ. Σπούδασε στη σχολή συντηρητών του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών και την πρακτική του την εξάσκησε στα αρχαιολογικά μουσεία της Σαντορίνης, Ολυμπίας, Αγχιάλου και Βόλου. Τον Ιανουάριο του 1971 ήρθε στο Μουσείο Καβάλας, προσωρινά όπως πίστευε, καθώς ήθελε πάντα να γυρίσει στην Κοζάνη όταν αποκτούσε η πόλη του Μουσείο.
Τη Θάσο την επισκέφτηκε με συγγενείς του και εντυπωσιάστηκε από το μικρό Μουσείο, το Καλογερικό και το Θέατρο. Καθώς συνέχιζε την εργασία του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας, άρχισε το 1976 να δουλεύει και στο νησί, μένοντας στο Καλογερικό, όπου γίνονταν οι εργασίες αναστήλωσης και αποκατάστασής του. Του άρεσε πολύ το δασωμένο νησί μας με τις φανταστικές του παραλίες. Το εξερεύνησε πλήρως, οδικώς και με βάρκα. Ιδιαίτερα τον μάγεψε η θέα από τη νότια Θάσο προς το Άγιο Όρος.
Προσωπικά τον γνώρισα την ηρωική περίοδο της ζωής μου, όταν εργαζόμουν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπου εντυπωσιάστηκα πολύ από τον τότε «ιδιωτικό» τρόπο λειτουργίας της, συχνά χωρίς ωράρια, με σπάνια συναδελφοσύνη.
Το 1976 παντρεύτηκε την Άννα που κατάγεται από τα Λιμενάρια και απέκτησαν δύο παιδιά που τους χάρισαν πολύ νωρίς εγγόνια. Έκτοτε το νησί τον κέρδισε ολοκληρωτικά με αποτέλεσμα να συμμετέχει με προθυμία στις ανασκαφές αλλά και στις εργασίες συντήρησης στο Μουσείο της Θάσου, ενώ έκανε συγκολλήσεις κεραμικών και για τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, από την οποία απέκτησε πολλούς φίλους. Ιδιαίτερα αγάπησε την Αλυκή και την περπάτησε πολλές φορές. Αργότερα χάραξε και το δρόμο που συμπτωματικά μελέτησα η ίδια για την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Από τις δουλειές του στη Θάσο ο ίδιος ξεχώρισε στο κείμενο που μας εμπιστεύτηκε για το βιβλίο μας «Η ΘΑΣΟΣ ΜΟΥ» που ετοιμάζουμε, τις ακόλουθες:
* την ανασκαφή του καινούργιου μουσείου, την συντήρηση και στήριξη των αρχαίων τοίχων για να περάσουν τα συνδετήρια δοκάρια.
* τη μεταφορά μαρμάρινων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών από το παλιό μουσείο στις αποθήκες του καινούργιου τμήματος.
* την τοποθέτηση των θωρακίων στο αρχαίο θέατρο, και τη συμπλήρωση με καινούργια όπου έλειπαν.
* την έκθεση της νέας πτέρυγας του Μουσείου, όπου συνεργάστηκε με τον Δημοσθένη Σωτηρούδη υπό τη διεύθυνση αρχικά της αείμνηστης Μαρίνας Σγούρου και μετά της Δημητρίας Μαλαμίδου.
Το 1995 δημιούργησε με την Άννα τη μονάδα ενοικιαζόμενων δωματίων στα Λιμενάρια, και χάρηκε αφάνταστα όταν ο Δημοσθένης του χάρισε τη φώκια του, αναγνώριση της μεγάλης τους φιλίας. Η επένδυση αυτή τους οδήγησε σύντομα και στην απόφαση να επιλέξουν ως μόνιμο χώρο κατοικίας τους το χωριό. Σύντομα δραστηριοποιήθηκε στον πολιτιστικό Σύλλογο “το Κάστρο”, ενώ συμμετείχε και στην πυρασφάλεια της Νότιας Θάσου.
Η μεγάλη του αγάπη ήταν πάντα το ψάρεμα, με μια βάρκα, στην αρχή μικρή, μετά λίγο μεγαλύτερη. Και πράγματι η νότια Θάσος σαν ψαρότοπος του χάρισε μεγάλη χαρά. Μετά τη συνταξιοδότησή του, δημιούργησε στο σπίτι του ένα εργαστήριο όπου κατασκεύαζε ψηφιδωτά, μικρά γλυπτά και κεραμικά για την οικογένεια και τους φίλους του. Ιδιαίτερα χαιρόταν με τα εγγόνια του, μεγάλα παιδιά πλέον, όταν μαθήτευαν κοντά του.
Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν το καλοκαίρι σε μια βάπτιση της αρχαιολογικής οικογένειας. Εκεί έμαθα ότι είχε πνευμονολογικό πρόβλημα που όμως το έλεγχε. Το ανεπάντεχο ήταν ότι με επέστρεψε κι ένα αγγείο που του είχα δώσει παλιά για συγκόλληση. Η είδηση του θανάτου του συμπτωματικά με βρήκε δίπλα σε μια Αρχαία Αγορά. Τι κρίμα Τάκη δεν θα μιλήσουμε ποτέ ξανά για καλούπια, μάρμαρα, κεραμικά και ψάρεμα… Καλή Ανάπαυση, τώρα κατάλαβα πόσο βαριά ήταν για σένα τα αρχαία μάρμαρα και πόσο επικίνδυνα τα μέταλλα… Η αποτύπωση ήταν ευκολότερη δουλειά…
Σαπφώ Αγγελούδη-Ζαρκάδα