Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Ίσως οι πιο αγγελικές μορφές κυκλοφορούσαν κάποτε ανάμεσα στα Σφαγεία, στα Λαηνάδικα, στ Μελίσσια, στο Περιγιάλι και στις γύρω ανηφοριές. Αγγελική μορφή και η ίδια από μικρή, αγγελικές μορφές οι κόρες του Διονύση, γι’ αυτό και η Λέλα ξέρει να ζωγραφίζει τους αγγέλους, τους αγίους και τους υπεραγίους, όπως ακόμη και την ομορφιά όπου τη συναντά, στα ωραία πρόσωπα και στα πανέμορφα ακρογιάλια.
Δίπλα σε τέτοια δαντελένια ακρογιάλια γεννήθηκε και μεγάλωσε η ίδια, ανάμεσα σε ανθρώπους του μόχθου, εκδοροσφαγείς, βυρσοδέψες, καπνεργάτες και ψαράδες που έριχναν συχνά τα καλαμωτά τους δίχτυα στα κόκκινα ρηχά νερά, για να διεκδικήσουν ένα πιο «χαβιαρωμένο» μεροκάματο για τη φτωχή φαμίλια τους. Μάλιστα οι τελευταίοι με τις ψαρόβαρκές τους μετέφεραν μεγάλες πέτρες από του Φυσέκη της Άσπρης Άμμου (γύρω στις οχτώ ήταν οι βάρκες τότε στα Σφαγεία) και δημιούργησαν έναν μικρό κάβο, για να δένουν τις βάρκες και να τις προστατεύουν από τους νοτιάδες. Ο μικρός αυτός βραχίονας βρισκόταν κοντά στο πατρικό σπίτι της Λέλας και ολοένα μεγάλωνε, ώσπου στα χρόνια μας έγινε ολόκληρο λιμάνι. Τέτοια ειδυλλιακά θαλασσινά τοπία δεν μπορούσαν να λείπουν από τη ζωγραφική της Λέλας Γράσου.
Τρεις ήταν λοιπόν οι ενότητες της έκθεσης της Καβαλιώτισσας ζωγράφου. Η πρώτη ενότητα περιελάμβανε αγιογραφίες, οι οποίες από τη μία κρατιούνται στις προδιαγραφές της βυζαντινής παράδοσης από την άποψη χρώματος και ύφους, από την άλλη ωστόσο φέρουν και την προσωπική σφραγίδα της ζωγράφου, ιδιαίτερα ως προς την απόδοση των συναισθημάτων του εκάστοτε παριστωμένου προσώπου, ειδικότερα μάλιστα των αγγέλων.
Η δεύτερη ενότητα αποτελούνταν από μια σειρά προσωπογραφιών. Γυναικείες κατά κανόνα μορφές εκπάγλου, όπως λέμε, ομορφιάς, όχι όμως εξιδανικευμένης, παρά το ότι όλες είναι αγαπητά πρόσωπα της δημιουργού. Στόχος της δεν είναι να αναδείξει, αλλά να καταδείξει την εξωτερική και κυριότερα την εσωτερική ομορφιά, την ψυχή και τα συναισθήματα του κάθε προσώπου. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση – διττή μάλιστα – ενός κλόουν, που φανερώνει τη συχνή συνύπαρξη αντίθετων συναισθημάτων, όπως της χαράς και της λύπης, που ανεβάζουν την τραγικότητα που κρύβεται κάποτε κάτω από μια φαινομενική πραγματικότητα.
Στην τρίτη ενότητα, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχούν τα πανέμορφα θαλασσινά τοπία, συνδυασμένα κάποτε με βάρκες παλιές που θυμίζουν παλιούς ψαράδες και νεότερους, που έδρασαν στις ανατολικές ακτές της πόλης, από το Ντιπ και τη Φωλιά της Φώκιας μέχρι το Καρά Ορμάν, τα Άταρλα και τα Σπαθιά, έτσι που να θυμάται κανείς το Βόλγα, τον μπαρμπα – Θανασό το Μόμτσο, τον μπαρμπα – Πρόδρομο τον Αργυρίου, τον «Κουριώτη», τον Ζαραγκούλια, το Σιμάκη τον Ντόλο, τον Κώστα τον Ταμπάκη, τους Καραολάνηδες ή «Σακάδες», τους Καραθανάσηδες, τους Τσιλιγκούδηδες, το Μανόλη τον Τσιπούρα, τον Μπέμπη το Μόμτσο, το Λάκη τον «Λακέρδα» και πολλούς άλλους. Ίσως αυτοί όλοι ν’ αποτελέσουν μια τέταρτη ενότητα της επόμενης έκθεσης της Λέλας Γράσου. Καλή συνέχεια φίλη Λέλα. Χαρά μας να μας συγκινείς!