Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Σαν αφορμή….
σαν έναυσμα μέσ’το μυαλό μου ήταν. Φωτιά στον νου μου.
Από την μια, μέσ’ την νυχτιά η μουσική, κι από την άλλη….του φίλου μου του Θόδωρου, η έξοχη ανάρτηση.*
Και πήρα το μολύβι πάλι.
Για τους Πίερες Θράκες μάς μιλά και για τους Κίκονες.
Φυλές Ελληνικές που ζούσαν στους πρόποδες του Ολύμπου, πριν μετοικήσουν στο όμορφο Παγγαίο. Στην Πιερία, την εύφορη κοιλάδα στήσαν το νέο σπιτικό τους.
Γι αυτούς, μα και για άλλους μας μιλά, για τα δικά μας μέρη
για κείνα τα χρόνια τα παλιά, για τα αρχαία χρόνια.
Για τον Θεό των δέντρων, των φυτών, τον λάτρη της αμπέλου και του οίνου, μας μιλά, τον Διόνυσο.Τον γιο τού Δία. Και για τον ξακουστό τον μουσικό και ποιητή Ορφέα μας λέει, που κατοικία του είχε για χρόνια πολλά, το όμορφο βουνό, το Θεϊκό Παγγαίο.
Αρχαίες ιστορίες όμορφες, που στην προγονική μας γη τα ίχνη τους έχουν αφήσει,
μα κι ιστορίες τωρινές που εγώ στη θύμησή μου έχω. Πολύχρωμα ντυμένες ιστορίες, που έκλεψαν το μπλέ τής θάλασσας και τ’ ουρανού το γαλανό, το πράσινο το χρώμα απ’ το κατάφυτο βουνό.
Και σαν πανωφόρι τους φορούν, το χρώμα τής φωτιάς, το πορφυρό, σε όλες του τις αποχρώσεις. Αυτές που αφήνει πίσω του, ο Ήλιος, του Ορφέα ο λατρεμένος ο Θεός, στη δύση του καθώς χάνεται πέρα απ’ τα όρη των Σερρών.
Χάρισμα των Θεών τα χρώματα, για μας, για μας που τώρα ζούμε εδώ, στα ίδια εκείνων χώματα, αφήνοντας στο διάβα μας, στον λιγοστό τον χρόνο της ζωής μας, τα μικρά μας χνάρια, να μείνουν, να πετρώσουν, προς χάριν της μνήμης αυτών που πίσω από μας θα ζήσουν.
Έτσι γυρίζει το μυαλό μου καθώς στην πολυθρόνα μου κάθομαι αναπαυτικά και όλα αυτά τα ιστορικά διαβάζω.
Έξω από το σπίτι.
Στην ταράτσα.
Έτσι από τότε που ήμουνα μικρός την βεράντα τού πατρικού μου λέγαμε, γιατί ήταν μεγάλη πολύ.
Βράδυ είναι και νοιώθω στο πρόσωπό μου το δροσερό αεράκι που απ’ την τρανή τη ρεματιά ήσυχα κατεβαίνει.
Μια λευτεριά στην ψυχή μου έχω. Δίχως όρια ανθρωπινά.
Ο ουρανός, ο μακρινός ορίζοντας, και το Θεϊκό βουνό στον νότο είναι τα όρια μου.
Γυρίζει στα χρόνια εκείνα το μυαλό μου καθώς όλα αυτά διαβάζω, μα πάλι συλλογίζομαι ότι καμία δεν χρειάζομαι αφορμή – γιατί το κακό αυτό το έχω, να λέω, κι ύστερα τα λόγια μου να αναιρώ, όχι βέβαια γιατί αυτά ισχύ δεν έχουν, μα γιατί πραγματικά καμιά δεν χρειάζομαι αφορμή να γράψω για το κέντρο του δικού μας κόσμου. Του κόσμου μου. Για το Παγγαίο και για τα χώματά μας, για τα χωριά και τις πολιτείες γύρω από αυτό να πω, να γράψω.
Είναι τα μέρη μας, όλη τη ζωή μας ξέρουν, μας γνωρίζουν καλύτερα κι από μας από τους ίδιους μας τους εαυτούς, και να κρυφτούμε δεν μπορούμε.
Άλλωστε πώς θά’ ταν μπορετό, από την ίδια τη φύση που τη ζωή μάς χάρισε, τα μέσα μας κρυφά απ’αυτή να τα κρατούμε;
Κι όλο τριγύρω στον κόσμο μας εδώ,
εδώ στριφογυρίζουμε και μεις, σαν την σβούρα που πάει να απομακρυνθεί καθώς γυρνά και περιφέρεται, κι αμέσως πίσω σε μας γυρνά, σαν ένας φόβος να την πιάνει.
Για την σβούρα εκείνη λέω, την ξύλινη, με το μεταλλικό ποδάρι που γύρω της τυλίγαμε ένα λεπτό σχοινάκι και της δίνανε μια και γύρναγε και γύρναγε, κι όλο εκεί πίσω γυρνούσε, στην αναφορά της.
Στον ζείδορό της.
Έτσι πάλι, συλλογίζομαι,
ότι καθόλου δεν χρειάζομαι μία στο μυαλό μου παρακίνηση για να σκεφτώ, να γράψω, για τα εδώ, τα γύρω μου, που τις γωνίες και τις ακμές τής μικρής μου ασήμαντης ζωής λειαίνουν.
Στα ριζά του Παγγαίου του βουνού τού Ορφέα είναι το χωριό μου.
Εδώ, που ακόμα και σήμερα ο Ορφέας ψάχνει την Ευριδίκη του ψηλά στο Τρίκορφο και στα δάση τα απέραντα, κι ας στον κόσμο της σιωπής τώρα κατοικία έχει.
Και γω, την “θάλασσά” μου τις νυχτιές απολαμβάνω.
Τον ζωοδότη κάμπο. Έτσι τον κάμπο από μικρός στην σκέψη μου τον είχα.
Μια θάλασσα σκοτεινή.
Και αλλιώς δεν γίνεται κανείς για να σκεφτεί, αν σ’ αυτή την μεγάλη ταράτσα σταθεί πάρα μονάχα ο νους του, στις άκρες του χρόνου να πάει, να ταξιδέψει.
Έτσι και γω όταν εδώ βρεθώ, αυτό παθαίνω σαν πέσει ο ήλιος και το όριο της μέρας το διαβεί το βράδυ, όπως συνήθως γίνεται, εδώ και χρόνους πολλούς, που το μάκρος των, στην σκέψη τών ανθρώπων δεν χωράει, και στέκω μπροστά στην ομορφιά της σκοτεινιάς που πλησιάζει.
Νοσταλγικός παρατηρητής εγώ, κοιτώ.
Μπροστά κοιτώ προς τον βορρά, μετά στρέφω το βλέμμα στην ανατολή στο Κάστρο, κι ύστερα στο νότο η ματιά μου.
Στη δύση αχνοσβήνουν τα πριν λίγο πυρωμένα σύννεφα.
Απέναντι στο βορρά οι αρχαίοι Φίλιπποι.
Ο κάμπος των Φιλίππων, τα τενάγη των Φιλίππων ανάμεσά μας είναι.
Ανάμεσα στο χωριό μου και στα βορινά χωριά της Καβάλας και της Δράμας.
Και η ματιά μου χάνεται πέρα στο όρος Φαλακρό της Δράμας.
Πίσω μου, στον νότο, αυτός ο δασωμένος όγκος που σα δεν υπήρχε να ζήσω νομίζω δεν θα ήταν δυνατό.
Αυτή μπροστά είναι θάλασσά μου. Η μαύρη γη.
Θεοσκότεινη πριν χρόνια πολλά ήταν η θάλασσά μου.
Λίγα μονάχα ξεψυχισμένα, αδύνατα χλωμά σαν καντηλάκια σε τάφους αρχαίων εκείνα τα χρόνια είχε. Σκόρπια εδώ και κει μέσα στον κάμπο, ήταν.
Και πάνω ψηλά στον ουρανό, εκείνη η γαλατένια λωρίδα φτιαγμένη από το γάλα που πετάχτηκε από το βυζί τής Ήρας που τάιζε κρυφά από τον Δία, τον Ηρακλή. Μια της έδωσε της Ήρας ο σκιαγμένος από την δύναμη του Ηρακλή, Δίας, και σκόρπισε στον ουρανό το θεϊκό της γάλα.
Μα πέρασαν χρόνια πολλά, κι έγιναν πολλά και δυνατά τα λίγα φώτα. Γέμισε ο κάμπος. Στη θάλασσά μου μέσα, ξεπετάχτηκαν φωτεινά νησιά και αραδιασμένοι προβολείς σε διαδρόμους. Σαν πίστες τεραστίων αεροδρομίων είναι, φώτα πολύχρωμα, σαν για να δίνουν σινιάλο σε αεροπλάνα μεγαθήρια για να προσγειωθούν.
Και χάθηκε ο Γαλαξίας.
Μια στεναχώρια γεμίζει την καρδιά μου!
Και κει, στην ησυχία τής νυχτιάς, λίγο μετά την δύση μιας φέτας φεγγαριού, στη θέα πανωθέ μου του θερινού τριγώνου, με τον Αλτάιρ, τον Βέγα, τον Ντενέπ να μου χαμογελούν….. νάσου κι η μουσική, σαν από τη λύρα τού Ορφέα με συνοδεία εκείνης της παράξενης μυθολογικής κιθάρας: “Γεννάται δε και εν τω Παγγαίω όρει βοτάνη, Κιθάρα καλουμένη…”
Και δω, τη στιγμή αυτή ας πω ότι και αυτή η μουσική, την νυσταγμένη σκέψη μου πυροδότησε, μια αφορμή ακόμα και έπιασα να γράφω.
Κι είναι ωραία να ακούς Μεράντζα τα όμορφα καλοκαιρινά αφέγγαρα βράδυα……
Μπροστά μου, η θάλασσά μου… κι ας άλλαξε…..
ας με φώτα γέμισε…
ακόμα εκεί στέκουν οι Αρχαίοι Φίλιπποι….
κάποιες μέρες φωτίζεται το αρχαίο θέατρο….
απ’την αρχαία σκέψη φωτίζεται,
και μεις την δεχόμαστε…..
συνέχεια στη ζωή μας δίνει….
Πίσω, όγκος σκοτεινός το Θείον όρος, γεμάτο φως και ζωή κι ας νύχτα είναι….
Κι άνθρωποι πολλοί, που άλλοι τριγυρνούν στους δρόμους κι άλλοι στα σπίτια τους παραδομένοι στον μικρό θάνατό τους…
στους μπαξέδες και στις βεράντες μερικοί ξενύχτηδες…
Και περιμένουν όλοι κάτι….
Και καρτερούν….
Και από το κόκκινο ασύρματο ηχείο ο Μεράντζας
σε μουσική του Λεοντή και στίχους του Αρμένη:
“Να καρτερείς μιαν ελπίδα
ένα μαντάτο πέρα από τα βουνά.
Να καρτερείς την βροχή την άνοιξη
το θέρισμα τον τρύγο.
Ένα γράμμα από μακριά να καρτερείς.
Μην καρτερείς απ’ τους μεγάλους.
Όσο κι αν κλαίς
μην καρτερείς για δεν ακούν…..”
Κι ας μην ακούν φίλε μου Γιώργο,
ας μην ακούν…
γιατί είν’ωραίο μερικές φορές να καρτερείς…
κι ας καρτερείς δίχως ελπίδα…..
22 Ιουλίου 2018
*Η ανάρτηση του φίλου μου
Θεόδωρου Λυμπεράκη:
https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=1312029185597895&id=100003724774837