Το λεωφορείο ‘6 ΠΡΟΦ. ΗΛΙΑΣ’ πλησίαζε στη στάση μπροστά στο σπίτι του και ο μικρός Βασίλης ήταν πολύ χαρούμενος κι ας ήταν κουρασμένος από το μάθημα των Αγγλικών, κι ας σουρούπωνε.
Ήταν η τελευταία μέρα της βδομάδας και μαζί της σχολικής χρονιάς καθώς έκλεινε ο κύκλος του δημοτικού σχολείου, ενώ η γλυκιά βραδιά του Ιουνίου που απλωνόταν προανήγγειλε ένα ξένοιαστο και όμορφο καλοκαίρι. Το στήθος του πλημμύριζε η χαρά της προσμονής μιας θερινής αδιατάρακτης ευτυχίας, με την αλλαγή του ρυθμού της καθημερινής ζωής, ακόμα κι όταν συνόδευε τον πατέρα του στα χωριά.
Όρθιος και έτοιμος μπροστά στην θύρα καθόδου του αστικού λεωφορείου είδε τον πατέρα του να στέκεται στο πεζοδρόμιο μπροστά στο συνοικιακό του παντοπωλείο και του φάνηκε ότι το πρόσωπό του έλαμπε, καθώς εκείνος τον κοίταζε και τον περίμενε να κατέβει, σχεδόν πηδώντας, τα δύο σκαλοπάτια του λεωφορείου.
Αδημονούσε να του αναγγείλει το χαρμόσυνο νέο της πλήρους επιτυχίας του με βαθμό «Άριστα» σε όλα ανεξαιρέτως τα μαθήματα και με διαγωγή «Κοσμιωτάτη». Ήξερε πόση σημασία έδινε ο πατέρας του στα Γράμματα και πόσο ονειρευόταν για τα τρία αγόρια του σπουδές, διπλώματα, δεξιότητες, πτυχία, γλώσσες, πνευματική καλλιέργεια, ευρυμάθεια και κοινωνική αναγνώριση.
Εκείνος δεν το είχε κατορθώσει. Οι συγκυρίες και οι συνθήκες δεν είχαν ευνοήσει την κάθοδό του στον Πειραιά για σπουδές όταν τέλειωσε, με μόχθο και θυσίες πολλές, την ‘Εμπορική’ στην Καβάλα. Ήδη η αποφοίτηση από την ‘Εμπορική’ την δεκαετία του ’50, για έναν έφηβο που έχασε τις τάξεις του δημοτικού λόγω της Βουλγαρικής κατοχής, ή μάλλον προσάρτησης, άρα χωρίς βασικό υπόβαθρο, χωρίς καθόλου χρήματα, άρα χωρίς βιβλία, ήταν ένας άθλος.
Ένα κατόρθωμα που δεν ήταν κατανοητό στον άμεσο οικογενειακό περίγυρο πατέρα και τεσσάρων ακόμη αδερφών (η μητέρα είχε χαθεί νωρίς μετά τα βασανιστήρια στην ‘Οχράνα’, δηλαδή στο υπόγειο της ‘Εμπορικής’, της σχολής του, στην Κατοχή), που προτεραιοποιούσαν την καθημερινή επιβίωση αντί της φοίτησης σε σχολεία και της μόρφωσης.
Κανείς τους δεν πρόλαβε καν να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Εκείνος, πάλευε να τα συνδυάσει όλα, δουλειά και μόρφωση, ήταν άλλωστε ο μικρότερος. Γι’ αυτό και το καλοκαίρι, τελειώνοντας την Εμπορική, πήγε στη Θάσο να δουλέψει σ’ ένα θείο του μεταφέροντας ολημερίς καρπούζια απ’ τα καϊκια στα μαγαζιά.
Ο στόχος ευγενής: τα χρήματα που θα κέρδιζε προορίζονταν για τις σπουδές του στην ‘Ανωτάτη Εμπορική’ στον Πειραιά με προοπτική υψηλή, μια πιθανή καριέρα στην Τράπεζα ή στο δημόσιο στη συνέχεια. Μόνο που αυτός ο ευγενής και φιλόδοξος στόχος έδωσε τη θέση του σ’ έναν άλλον: ο θείος του κράτησε το σύνολο της αμοιβής των δύο καλοκαιρινών μηνών για παλιά χρέη του πατέρα του.
Δίκαια και ηθικά. Κι έτσι ναυάγησε το όνειρο των πανεπιστημιακών σπουδών και της κοινωνικής αναβάθμισης από το τέλμα της μόνιμης ένδειας στην εύφορη ζωή από μετάξι των ευτυχισμένων μεσοαστών.
Αυτές τις λεπτομέρειες βέβαια δεν τις ήξερε ο μικρός Βασίλης. Ούτε την αδυναμία έκδοσης πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων που ανάγκασε τον πατέρα του να στραφεί στα παζάρια της Χρυσούπολης και στις Καμάρες, με δυο βαρέλια λάδι κι αυτό δανεικό.
Δεν γινόταν στο σπίτι τέτοιες συζητήσεις εν έτει 1971. Μπόρεσε όμως να αντιληφθεί την αξία που έδινε ο πατέρας του στα Γράμματα, όταν, σαν άνθρωπος του προφορικού πολιτισμού, απήγγειλε σ αυτόν και τ αδέλφια του, από στήθους τα βράδια πριν κοιμηθούν, κάθε βράδυ, δεκάδες ποιήματα: «Σημαίνει ο ουρανός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι…», «Είπε ο καπνός μια μέρα, μεγάλος θα γινώ…», «Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη…», «…σαν πιάνει ο Διγενής…», «…για σύρε ορέ ναυτόπουλο στο μεσιανό κατάρτι», πολλά τραγουδιστά μάλιστα.
Και, φιλότιμος όπως ήταν, προσπαθούσε να ανταποκριθεί στον πόθο του πατέρα του. Ήταν καλός μαθητής, απ’ τους πρώτους του σχολείου. Κι ας ήταν το σχολείο του απ’ τα πιο απαιτητικά της πόλης, στο κέντρο της, όπου τον έγραψε ο πατέρας του επίμονα και παρακλητικά, με διάφορες δικαιολογίες και επιχειρήματα, ώστε να συναναστρέφεται με συνομήλικους καλών οικογενειών, του κέντρου, και να ευνοηθεί η πνευματική του καλλιέργεια και η κοινωνικοποίησή του.
Η αντίθεση ανάμεσα σε μια ορεινή φτωχή λαϊκή συνοικία και το αστικό κέντρο της πόλης με τις πολυκατοικίες, τα σύγχρονα διαμερίσματα με ανελκυστήρα και κεντρική θέρμανση, με τις δημόσιες παροχές, τα γραφεία και την διοίκηση, ήταν εμφανής τότε.
Κι ο Βασιλάκης ήταν περήφανος που έβλεπε τον πατέρα του να λάμπει, όταν οι δάσκαλοι τον παίνευαν κι όταν συγγενείς και φίλοι αναγνώριζαν την αξία του. Μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο αντίκρυσε στο πεζούλι μπροστά στο παντοπωλείο του πατέρα του το χαρτοκιβώτιο, που εκείνος, σχεδόν με περηφάνεια κρατούσε.
«Είναι το δώρο σου Βασίλη, για την αποφοίτησή σου απ’ το δημοτικό σχολείο. Κι αν θέλεις, το εκμεταλλεύεσαι το καλοκαιράκι για να προετοιμαστείς για το Γυμνάσιο που θα πας τον Σεπτέμβριο». Την ώρα που ο νεαρός με ανάμικτα αισθήματα περιέργειας και συγκρατημένης χαράς, άνοιγε το χαρτοκιβώτιο και έβγαζε έναν από τους δέκα τόμους, άκουσε τον πατέρα του να λέει: «το ίδιο δώρο πήρε κι ο Βασίλης ο Χαραλαμπίδης στην θυγατέρα του και μου το σύστησε».
Ο Βασίλης ο Χαραλαμπίδης δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο: ήταν καλός του συνάδελφος με μεγάλο εμπορικό κατάστημα στην καρδιά της αγοράς στον Αγιο Νικόλα, που όμως είχε έλθει από την Κωνσταντινούπολη, συνεπώς αξιόλογης πνευματικής καλλιέργειας, ευγενής και εύπορος, με μεγάλα σχέδια για τα παιδιά του και ήδη η κόρη του, συνομήλικη του Βασίλη, ήταν απ’ τα διαλεχτά παιδιά. Άρα το δώρο ήταν «λίρα εκατό».
«Οι Γίγαντες του Πνεύματος»! Μεγάλη Παγκόσμιος Φιλολογική Καλλιτεχνική Θεατρική και Μουσική Εγκυκλοπαίδεια. Δέκα τόμοι του εκδοτικού οίκου «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», με βιογραφίες και ανθολογήσεις έργων της αφρόκρεμας των Γραμμάτων και των Τεχνών παγκοσμίως, μεγάλων λογοτεχνών, μουσουργών, καλλιτεχνών, φιλοσόφων, ανθρώπων του θεάτρου, που μεγαλούργησαν τα τελευταία 300 χρόνια.
Ο Βασίλης δεν ήξερε τα ονόματα που είδε να παρελαύνουν ξεφυλλίζοντας τα βιβλία αυτά, παρ’ ό,τι κάποιων συγγραφέων βιβλία είχε ήδη διαβάσει δανεικά ή χαρισμένα από τη συλλογή του πρώτου ξαδέλφου του, του «μεγάλου» Βασίλη, δέκα χρόνια μεγαλύτερού του, που ήταν και το πρότυπό του και τον θαύμαζε.
Ένα απ’ αυτά ήταν οι «Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, άλλο οι «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά, καθώς και δυο-τρείς συναρπαστικές περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας, καθόλου φαντασίας τελικά, του Ιουλίου Βερν.
Όμως, πολλά ονόματα διάβαζε για πρώτη φορά: Μπετόβεν, Τολστόη, Δάντης, Μότσαρτ, Γκαίτε, Ροντέν, Βαν Γκόγκ, Ραφαήλ, Ρούμπενς, Πούσκιν. Εψαχνε για Έλληνα, αλλά δεν βρήκε. Μόνο κάποιον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Ξεφυλλίζοντας μερικούς τόμους διαπίστωνε ότι δεν περιορίζονταν στην αναλυτική βιογραφία του καθενός, με λεπτομέρειες της εποχής τους και της ζωής τους, αλλά ανέλυαν τα έργα τους κριτικά και τα περιέγραφαν σχολαστικά για πλήρη κατατόπιση του αναγνώστη.
Ήταν ένα συλλογικό έργο μερικών από τους καλύτερους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας της δεκαετίας του ’60. Μια πανδαισία γνώσης και φαντασίας, με πλούσια, αν και ασπρόμαυρη, εικονογράφηση, μια απόλαυση ανάγνωσης και πνευματικής ολοκλήρωσης που ενέπνεε και μόνο πρόσθετε στην ψυχή ενός νέου παιδιού.
Που το έβαζε στο δρόμο των πνευματικών αναζητήσεων και ανησυχιών, ένα βοήθημα για τη ζωή του. Ο Βασίλης δεν ήταν σε θέση να προτεραιοποιήσει κάποιες από τις προσωπικότητες αυτές, ούτε θα μπορούσε φυσικά να μελετήσει το σύνολο του έργου μέσα σε ένα καλοκαίρι.
Ξεκίνησε τυχαία από έναν κατά φαντασίαν πρίγκιπα, με ζωή σαν παραμύθι, που του τράβηξε την προσοχή το ξεκίνημα της βιογραφίας του: «Κρίστιαν-Χανς Άντερσεν. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί στη Βορεινή Όντενς της Δανίας, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένας φτωχός τσαγκάρης, που αποφάσισε να παντρευτή, όπως κάνουν δα όλοι οι άνθρωποι, την φτωχούλα αγαπημένη του…».
Το παιδί του τσαγκάρη, με μια ζωή πιο περιπετειώδη απ’ αυτές που βλέπουμε στις ταινίες, μπορεί να μην έγινε πρίγκιπας όπως ονειρευόταν, αλλά πεντάρφανο και πάμφτωχο, όμως ονειροπόλο και αποφασισμένο, έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ένας μεγάλος άνθρωπος, που να δείχνει, πως και οι ρακένδυτοι μπορούν να φορέσουν το αστραφτερό ένδυμα της δόξας και της μεγαλοπρέπειας.
Η φωτογραφία των παιδιών προσηλωμένων μπροστά στο μνημείο του Άντερσεν, που στόλιζε τις σελίδες του βιβλίου, ψιθύριζε στο Βασίλη ότι ο Άντερσεν είχε παιδική καρδιά. Με βουλημία ρούφηξε κάθε λέξη των κριτικών: «Ήταν αγαθός πολύ και ευαίσθητος. Ξυπνούσε με το άγγιγμα του λόγου του μόνο, την αρχαία παιδιάστική ψυχή μέσα σ’ όλους τους ανθρώπους του κόσμου.
Η μαγική δύναμή του ήταν αυτή: να σε ξανακάνει παιδί, ένα εύθραυστο, ονειροπόλο κι απονήρευτο πλάσμα, στεκάμενο με τα μάτια γεμάτα απορία και ξάφνιασμα στο κατώφλι των παραδείσων.». Μια συγκίνηση τον συνεπήρε όταν διάβασε το παραμύθι του για το αηδόνι και το τριαντάφυλλο από τον τάφο του Όμηρου και το κοριτσάκι με τα σπίρτα, μετά.
Κι έτσι, ο μικρός Βασίλης αποφάσισε να κάνει τον Άντερσεν μόνιμο συμπεριπατητή του, γλυκύτατο φίλο και σύντροφο. Και να αγαπάει τον άνθρωπο και τη ζωή, όπως εκείνος. Να ψαύει τον Λόγο της Πράξης που πασχίζει να ελευθερώσει τον άνθρωπο από αυτή την πιο μεγάλη ανελευθερία που είναι η ταξική συγκρότηση της ζωής. Και φύλαξε τους «Γίγαντες του Πνεύματος», πολύτιμο οδηγό του, όπου κι αν βρισκόταν, μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Υστερόγραφο: Η μικρή αυτή αληθινή ιστορία θα δημοσιευόταν τη μέρα της γιορτής του πατέρα μας σαν το δώρο του, σαν ακριβή χαρά. Δεν την πρόλαβε… Ας έχει τον χαρακτήρα αποχαιρετισμού σε έναν έντιμο, ακέραιο, ξεχωριστό άνθρωπο της σκληρής βιοπάλης, έναν ακούραστο μαχητή της ζωής, όπως τόσοι άλλοι της γενιάς του.
Επιλογικό*
Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια, γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα. Τὴν ὀμορφιὰ |
*από ομώνυμο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου