Εδώ και λίγες μέρες έγινε γνωστό το νέο φορολογικό που εισηγείται η κυβέρνηση για τα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων.
Το νέο νομοσχέδιο παρουσιάστηκε αρχικά από την πλευρά του Υπουργείου, αλλά και από τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία τους, ως η προσπάθεια να παταχθεί η φοροδιαφυγή των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων των ελευθέρων επαγγελματιών. Θυμίζω ότι αυτά που διοχετεύθηκαν από την αρχή στην κοινή γνώμη, και αμέσως επικράτησαν, επειδή υποτίθεται ανταποκρίνονταν στην κοινή λογική, ήταν τα εξής, εν συνόψει:
«…δεν είναι δυνατόν να φορολογούνται οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες για δηλωθέν ετήσιο εισόδημα κάτω των δέκα χιλιάδων ευρώ, ακόμη και κάτω των πέντε χιλιάδων, και πολλοί μάλιστα να δηλώνουν και ζημιές.
Δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν φόρο μόνον οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, τα γνωστά υποζύγια. Και δεν είναι δυνατόν να ζει η τετραμελής οικογένεια του ελεύθερου επαγγελματία με τέσσερις και πέντε χιλιάδες ευρώ ετησίως.».
Και συνοδεύονταν και με τα γνωστά εδώ και χρόνια, ότι οι υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μαγαζάτορες, και όλοι οι υπόλοιποι σου λένε «με απόδειξη τόσο και χωρίς απόδειξη τόσο», και έτσι «κλέβουν το κράτος, αλλά και κυρίως τους συμπολίτες τους, και κυρίως τους μισθωτούς και συνταξιούχους, τα γνωστά υποζύγια».
Αυτά λέγονταν. Και όλοι πίστεψαν αρχικά ότι η υπόθεση αφορά μόνον αυτούς που δηλώνουν λίγες χιλιάδες ή και καθόλου εισόδημα. Πολλοί μάλιστα ενθουσιάστηκαν που επί τέλους θα πληρώσουν φόρο οι υδραυλικοί και οι ηλεκτρολόγοι που επισκευάζουν βλάβες και δεν κόβουν αποδείξεις και «δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ φόρο αν και βγάζουν χιλιάρικα» (κατά τη γνώμη τους).
Και έγινε μάλιστα γνωστή και η πρόθεση του Υπουργείου να αμείβονται αυτοί που θα καταγγέλλουν τους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν τους έκοψαν απόδειξη, αλλά να το κάνουν ανώνυμα, προφανώς για να μη «εμπλακούν» σε διώξεις για δυσφημήσεις και ψευδείς καταγγελίες.
Αποδίδουν όμως άραγε όλα αυτά την πραγματικότητα; Μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα; Μήπως όλα αυτά αποτελούν μια επιτηδευμένη απλούστευση; Ας τα δούμε ένα – ένα τα σημεία. Και ας μου επιτραπεί να θέσω παράλληλα και μερικά σχετικά ερωτήματα, αν όχι δίκην απάντησης, πάντως τουλάχιστον ως πρόκληση για προβληματισμό. Και από τους φίλους αναγνώστες, αυτοί που ξιφουλκούν κατά της φοροδιαφυγής, ας απαντήσουν. Με ειλικρίνεια όμως, όχι με απλουστεύσεις.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Λέγεται ότι: Πάρα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο, αφού δηλώνουν εισόδημα κάτω από πέντε χιλιάδες ευρώ και κρύβουν τα υπόλοιπα, ενώ οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν μπορούν να κρύψουν τίποτε.
Ερωτώ όμως: Είναι άραγε ψέμα ότι εδώ και πολλά – πολλά χρόνια οι μισθωτοί είχαν αφορολόγητο δέκα χιλιάδων ευρώ ετησίως, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνταν από το μηδέν; Και επίσης, είναι άραγε ψέμα ότι εδώ και πολλά χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ, το οποίο στην πρώτη κλίμακα του φόρου εισοδήματος (9% μέχρι τις 10.000) αντιστοιχεί, ως φόρος, σε καθαρό εισόδημα 7.300 ευρώ;
Μήπως τελικά αυτός που δήλωνε ζημιές, στην πραγματικότητα έχει «δηλώσει» ούτως ή άλλως σταθερό καθαρό εισόδημα 7.300 ευρώ (αφού πληρώνει το πάγιο τέλος επιτηδεύματος), και όποιος έχει δηλώσει λίγες χιλιάδες ευρώ, αυτές προστίθενται στο ποσό των 7.300 ευρώ του εισοδήματος που αντιστοιχεί στο τέλος επιτηδεύματος; Δηλαδή μήπως τελικά η συντριπτική πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών φορολογείται πάντα εδώ και χρόνια για εισόδημα πάνω από 10.000 ετησίως και μάλιστα χωρίς αφορολόγητο;
- Λέγεται ότι: Δεν είναι δυνατόν να δηλώνει ο ελεύθερος επαγγελματίας τρείς ή τέσσερις χιλιάδες ευρώ και να ζει την τετραμελή οικογένειά του.
Ερωτήματα: από πού προκύπτει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που δηλώνουν 3-4 χιλιάδες (που όπως είπαμε προστίθενται στις 7.300) έχουν τετραμελή οικογένεια και την ζούν αυτοί, ή ότι δεν έχουν άλλα εισοδήματα από άλλες πηγές ή ότι δεν έχουν εργαζόμενους συζύγους;
Και δεύτερο ερώτημα: το ελληνικό κράτος δεν είναι άραγε που εδώ και χρόνια έχει θεσπίσει αμάχητο τεκμήριο κατώτερου εισοδήματος τριών χιλιάδων για τον άγαμο και πέντε χιλιάδων για τον έγγαμο, θεωρώντας ότι με λιγότερα δεν μπορεί κανείς να επιβιώσει;
- Λέγεται ότι: Δεν είναι δυνατόν ελεύθεροι επαγγελματίες ακόμη και επιστήμονες να έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από δέκα χιλιάδες ευρώ, δηλαδή κάτω από το ελάχιστο εισόδημα δεκατεσσάρων μηνών μισθωτού, δηλαδή 10.920 ευρώ (σημειωτέον ότι το νέο νομοσχέδιο, το ποσό αυτό το προβλέπει ως βάση μόνο για τους νέους επαγγελματίες, ενώ για τους άνω της δεκαετίας προβλέπει ως βάση τις 14.196 ευρώ, στην συζήτηση όμως στα ΜΜΕ ουδείς το ανέφερε, όλοι εξακολουθούν και μιλούν για τον κατώτερο μισθό του μισθωτού).
Ερωτήματα: Σοβαρά μιλάμε; Μήπως είναι ψέμα ότι για να έχει λ.χ. ένας αυτοαπασχολούμενος δικηγόρος καθαρό εισόδημα 10.000 ευρώ, πρέπει να έχει μικτά έσοδα, τουλάχιστον 20.000 ευρώ (για να μην πώ 25.000), λαμβανομένου υπόψη ότι νοικιάζει γραφείο, πληρώνει κοινόχρηστα, ρεύμα, τηλέφωνο, μετακινήσεις και ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή έξοδα 750 ευρώ τουλάχιστον το μήνα;
Πώς είναι βέβαιο ότι ο επαγγελματίας αυτός θα επιτύχει με την άνεση που εισάγει το νομοσχέδιο μια τέτοια ελάχιστη είσπραξη των 1.650 ευρώ μηνιαίως και μάλιστα σταθερά επί δώδεκα συνεχόμενους μήνες και για πάντα;
Και αν είναι έτσι, γιατί άραγε, όταν πρόσφατα προκηρύχθηκαν μερικές εκατοντάδες θέσεων δικαστικών υπαλλήλων που έχουν τον πάγιο μισθό, έσπευσαν να δηλώσουν υποψηφιότητα για τις θέσεις αυτές εκατοντάδες δικηγόροι, και όχι μόνον νέοι, ακόμη και στις θέσεις ΔΕ; Και γιατί το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά που προκηρύσσονται διαγωνισμοί παντός είδους;
Και αν μια χρονιά ένας επαγγελματίας δεν πήγε τόσο καλά, δεν κατόρθωσε να πιάσει τον στόχο τζίρου των 20.000 ευρώ, ή ένας επαγγελματίας δεκαετίας δεν μπόρεσε να πιάσει το στόχο τζίρου των 25.000 ή 30.000 ευρώ, με ποια λογική θα πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό;
Και για ποιο λόγο θα πρέπει να απαγορευτεί με τον τρόπο αυτό σε κάποιον το δικαίωμα να μην είναι τόσο δραστήριος επαγγελματικά ώστε να επιτυγχάνει πάντα τον στόχο αυτό; Και για να φύγω από τους δικηγόρους, πόσες χιλιάδες είναι οι μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι έμποροι που έχουν ένα συνοικιακό ή και κεντρικότερο κατάστημα και αγωνίζονται για να πληρώσουν τις εισφορές τους και να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο κέρδος, πολλές φορές πολύ μικρότερο του εισοδήματος του μισθωτού;
Και έχει σκεφτεί άραγε κανείς πόσοι είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που είναι κατάχρεοι; Που αναγκάσθηκαν να δανειστούν, αλλά δεν μπορούν να πληρώσουν τις κάρτες, τα δάνειά τους, δεν μπορούν να πληρώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους ούτε να ρυθμίσουν τις οφειλές τους;
Γιατί άραγε περιήλθαν στην κατάσταση αυτή αφού είχαν επαρκές και σημαντικό εξασφαλισμένο εισόδημα; Και πώς γίνεται όλοι αυτοί να υποχρεούνται σε τεκμαρτό εισόδημα κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερο (βλ. κατωτέρω, εξηγώ την κλιμάκωση) από του μισθωτού;
Και από την άλλη μεριά, γιατί δεν γίνεται λόγος για το ότι υπάρχουν και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες που έχουν και δηλώνουν σταθερά σημαντικά εισοδήματα;
- Λέγεται ότι: Ναι αλλά οι ελεύθεροι επαγγελματίες λένε «με ΦΠΑ τόσο και χωρίς ΦΠΑ τόσο» και έτσι κλέβουν το κράτος, και κυρίως τους συμπολίτες τους.
Ερωτώ όμως, ο ΦΠΑ ποιόν βαρύνει φίλοι μου; Ποιος πρέπει να τον καταβάλει;
Ελάτε τώρα, ας είμαστε ειλικρινείς: ο ιδιώτης καταναλωτής είναι αυτός που κατά κανόνα ζητεί να μην εκδοθεί απόδειξη, για να γλιτώσει τον ΦΠΑ. Και στη συνέχεια μπορεί να διαμαρτύρεται γενικά και αόριστα ότι οι επαγγελματίες δεν εκδίδουν αποδείξεις.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι στην περίπτωση αυτή ο επαγγελματίας είναι αμέτοχος. Ούτε υποτιμώ το ότι αυτός που δεν δηλώνει το ποσό που έλαβε ως εισόδημα διαπράττει τη φοροδιαφυγή επί του εισοδήματος. Θα επισημάνω όμως ότι ο ΦΠΑ που αποφεύγει να πληρώσει ο καταναλωτής είναι 24%, ο δε φόρος εισοδήματος του επαγγελματία στην πρώτη θέση της κλίμακας 9% και στη δεύτερη 20%.
Και κυρίως ότι για τον επαγγελματία, εκτός από το τέλος επιτηδεύματος, υπάρχει και ο έλεγχος από τα πολλαπλά και επάλληλα τεκμήρια ελαχίστου εισοδήματος, σπιτιού, αυτοκινήτου, καρτών, δαπανών κλπ. Για την αποφυγή της πληρωμής του ΦΠΑ ποιο τεκμήριο υπάρχει;
- Λέγεται ότι: Ναι αλλά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι είναι τα γνωστά υποζύγια, δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα.
Ισχύει πράγματι, για το μισθό και τη σύνταξη. Ας είμαστε όμως και εδώ ειλικρινείς. Και ο αναμάρτητος μισθωτός πρώτος τον λίθον βαλέτω. Ρωτώ λοιπόν: Ο ΦΠΑ που λέγαμε παραπάνω; Μήπως οι μισθωτοί πάντα επιμένουν ανυποχώρητα να πληρώσουν τον ΦΠΑ στον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο που έρχεται στο σπίτι και αυτός δεν το δέχεται; Και τα Airbnb που δεν δηλώνονται κατά μεγάλο μέρος, μήπως ανήκουν μόνον σε ελεύθερους επαγγελματίες; Τα μισθώματα από τις εκμισθώσεις που δηλώνονται μισά τα έχει ακούσει μήπως κανείς; Το ελαιόλαδο από το κτήμα στο χωριό που πωλείται χωρίς τιμολόγιο το έχει κανείς ακούσει; Όλα αυτά άραγε έχουν να κάνουν μόνον με ελεύθερους επαγγελματίες; Για να μην αναφερθώ σε άλλα, δηλαδή σε κάποιους με δεύτερες δουλειές το απόγευμα, τις οποίες μάλιστα στερούνται οι ελεύθεροι επαγγελματίες, σε ιδιαίτερα μαθήματα κλπ.
Μακριά από τον γράφοντα οι κοινωνικοί αυτοματισμοί. Αλλά τα παραπάνω τα λέγω ως σχόλιο στο πώς εισφέρονται υπεραπλουστευτικά τα πράγματα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και πώς διαμορφώνεται η λεγόμενη κοινή γνώμη. Και όπως βλέπετε, οι απλουστεύσεις δεν είναι πάντα ασφαλείς.
Ας έλθουμε τώρα και στα όσα αλήθεια προβλέπει το νομοσχέδιο. Θα αναφερθώ αναγκαστικά στον κλάδο μου, τους δικηγόρους.
Κοντολογίς διαβάζουμε ότι: όποιος δικηγόρος έχει επαγγελματική ηλικία άνω των πέντε ετών θα θεωρείται ότι έχει υποχρεωτικά καθαρό φορολογητέο εισόδημα τουλάχιστον 10.920 ευρώ. Όποιος περάσει τα δέκα χρόνια επαγγελματικής ηλικίας, το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα θα είναι 14.196 ευρώ.
Όποιος υπερβεί σε τζίρο τις 30.000 ευρώ, θα θεωρείται ότι έχει ελάχιστο καθαρό φορολογητέο εισόδημα υποχρεωτικά 18.500 ευρώ, όποιος έχει φτάσει σε τζίρο 37.500 ευρώ θα έχει ελάχιστο καθαρό φορολογητέο εισόδημα 24.150 ευρώ και όποιος υπερβεί σε τζίρο τις 45.000 ευρώ, θα έχει υποχρεωτικά ελάχιστο καθαρό φορολογητέο εισόδημα 28.400 ευρώ.
Και όποιος (έκανε το λάθος να) έχει και υπάλληλο (ελάχιστοι ελεύθεροι επαγγελματίες – αυτοαπασχολούμενοι έχουν), αυτά θα προσαυξάνονται κατά 10% του μικτού μισθού του υπαλλήλου, δηλαδή σύν 1.000 ευρώ τουλάχιστον.
Και όλοι αυτοί θα πληρώνουν και το (μισό ή τα 3/4;) τέλος επιτηδεύματος, που υποτίθεται ότι θα καταργούνταν. Άρα εν ολίγοις, μόνον τα πολύ μεγάλα εισοδήματα είναι που δεν επηρεάζονται από το φορολογικό νομοσχέδιο.
Και μη μου πείτε ότι το τεκμήριο είναι μαχητό, κάτι τέτοιο μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσε να λεχθεί, με βάση αυτά που διαβάζουμε στο νομοσχέδιο, ότι δηλαδή το τεκμήριο ανατρέπεται (εκ των υστέρων) μόνον αν ο επαγγελματίας είναι στη φυλακή ή είναι στρατευμένος και διάφορα παρόμοια, να μην τα αναλύω, μπορεί να τα δει ο καθένας στο διαδίκτυο.
Και θα κλείσω με ένα – δυό τελευταία ερωτήματα προς τους φίλους αναγνώστες που μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν τα γραφόμενά μου: αλήθεια φίλοι μου, πόσα χρήματα πιστεύετε ότι κερδίζει κάθε χρόνο καθαρά, μεσοσταθμικά όπως λένε, ένας ελεύθερος επαγγελματίας, ένας δικηγόρος ας πούμε, της λεγόμενης μεσαίας τάξης, σε μια μεσαία πόλη και σε μια μεσαία ηλικία, ο οποίος δουλεύει μόνος του (αυτή είναι η έννοια του αυτοαπασχολούμενου, δεν έχει εταιρία) και κρατάει ένα γραφείο μόνος ή ένα μαγαζί μόνος ή σπάνια με έναν υπάλληλο μερικής (ή, ακόμη πιο σπάνια, πλήρους) απασχόλησης;
Και δεν αναφέρομαι βέβαια σε επιχειρηματίες ούτε στις εταιρίες, που άλλωστε το νομοσχέδιο δεν τις ακουμπά. Ή μήπως από την άλλη πιστεύετε ότι ένας δραστήριος επαγγελματίας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά δηλώνει εισόδημα μόνο 3, 4 χιλιάδες ετησίως; Σας διαβεβαιώ ότι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια.
Και ας μιλήσουμε και πιο συγκεκριμένα, με παράδειγμα εργασίας: Ένα ποσό 24.000 καθαρά το χρόνο ακούγεται ας πούμε λογικό να το κερδίσει καθαρά και να το δηλώσει ένας τέτοιος άνθρωπος; Ας υποθέσουμε ότι είναι, αν και η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ευχάριστη για τους περισσότερους, διότι μη γελιόμαστε, αυτά που υπήρχαν στα χρόνια της ευημερίας δεν υπάρχουν πλέον. Είναι άραγε παράλογο να πούμε ότι για να επιτευχθεί το καθαρό αυτό κέρδος απαιτείται ένας τζίρος 45.000 ευρώ;
Με ποια λοιπόν λογική ένας μέσος επαγγελματίας, που αγωνίζεται και επιτυγχάνει ένα τζίρο 45.000 ευρώ στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, και έχει και ένα υπάλληλο πεντάωρης απασχόλησης, και δηλώνει 24.000 ετήσιο καθαρό εισόδημα (δηλαδή έξοδα 21 χιλ. από τα οποία οι 10,5 χιλιάδες είναι ο μικτός μισθός του υπαλλήλου, 4 χιλιάδες οι ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, και 6,5 χιλιάδες τα λοιπά έξοδα, ήτοι ενοίκιο, εξοπλισμός, κοινόχρηστα, ρεύμα, τηλέφωνο, μετακινήσεις κλπ), για ποιο λόγο λοιπόν αυτός δεν πρέπει να θεωρείται ειλικρινής, αλλά του επιβάλλεται με το νέο νομοσχέδιο ελάχιστο τεκμαρτό καθαρό και φορολογητέο εισόδημα (28.400 + 1.050 + 325 =) 29.775 ευρώ, δηλαδή 6 χιλιάδες ευρώ παραπάνω;
Και περαιτέρω, με ποια λογική ένας τέτοιος επαγγελματίας που δυστυχώς μπόρεσε να κάνει τζίρο μόνον 15 ή 16 ή 18.000 ή 20.000 ευρώ, πρέπει να φορολογηθεί υποχρεωτικά για καθαρό εισόδημα 14.196 ευρώ, δηλαδή να μην αναγνωρίζονται οι δαπάνες του;
Το νομοσχέδιο λοιπόν είναι άδικο. Είναι άδικο και για τους ανθρώπους που πραγματικά τα φέρνουν βόλτα φτωχικά και θα ήθελαν πολύ να έχουν ένα σταθερό εισόδημα αλλά δεν το έχουν, αλλά είναι και άδικο και για εκείνους που πάντα είχαν και δήλωναν ένα αξιοπρεπές εισοδηματικό επίπεδο, και τους οποίους τους επιβαρύνει αδικαιολόγητα.
Έχει άραγε μετρηθεί ότι τελικά μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που λέει ότι επιδιώκει; π.χ. απολύσεις υπαλλήλων, σκόπιμο περιορισμό οικονομικής δραστηριότητας – τζίρου; Πραγματικά αναρωτιέμαι.
Οδυσσέας Καραγιαννακίδης
Δ.Ν. Δικηγόρος Καβάλας