“Πώς σε λένε μικρούλα;”
“Νήα, Νήα με λένε, αλλά με ήτα”.
Παρόλο που πέρασε από το μυαλό του να τη ρωτήσει από πού βγαίνει αυτό το παράξενο όνομα και μάλιστα με ήτα, δεν τη ρώτησε παρά της είπε γλυκά:
“Τί θες εδώ μόνη σου;”
Ήταν απόμερο το μέρος, και η γειτονιά αραιοκατοικημένη. Ένα σπίτι εδώ, και τα πιο γειτονικά πενήντα κι εκατό μέτρα μακρύτερα. Τον κοίταξε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της – μα τί μάτια ήταν εκείνα! – κι εκείνος χαμογέλασε.
“Είναι και η μαμά μου εδώ”, του απάντησε, κι έδειξε με το χεράκι της το ακατοίκητο για χρόνια σπίτι με τη θεόρατη φλαμουριά στην είσοδο της αυλής, με τους κήπους, τα παρτέρια και το περιβόλι με τις φουντουκιές που γειτόνευε με το πατρικό του. Δάσος πυκνό είχαν γίνει τα δέντρα με τις αγκαθωτές τις βατσινιές, τα ρουμάνια τα σβότανα και τις αγριοσυκιές που ήταν περιπλεγμένες στα πέτρινα ντουβάρια. Δάσος πυκνό και απροσπέλαστο. Όσο ζούσε ο μπάρμπα Στάμος κλάδευε, ξεβοτάνιζε και περιποιούνταν τους κήπους και το περιβόλι. Σαν πέθανε όμως…..
Ο τελευταίος ήταν. Τα παιδιά του φευγάτα. Το σπίτι ερήμωσε. Κανείς δεν πατούσε.
“Νήαααα, Νήαααα”, ακούστηκε μια φωνή και ξεπρόβαλε από την καγκελόπορτα μια καλοντυμένη όμορφη γυναίκα. Φαίνονταν άνθρωπος της πόλης, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερή του, ίσως λίγο παραπάνω, μα σίγουρα πάνω από τριάντα πέντε δεν ήταν.
“Καλημέρα σας”.
“Καλημέρα κυρία…. ”
“Νίκη με λένε, αγοράσαμε το σπίτι και θα μείνουμε στο χωριό. Ο άντρας μου είναι γεωπόνος και διορίστηκε στην περιοχή σας”. Του τα είπε όλα με μια ανάσα. Του άρεσε αυτός ο άμεσος τρόπος της. Σαν να τον ήξερε. Όμορφη. Ήταν όμορφη πολύ.
“Αλέξανδρο με λένε, γείτονες είμαστε, μόλις πήρα το πτυχίο της Ιατρικής και σε δυο μήνες, αρχές Σεπτεμβρίου, φεύγω για την Αμερική”. Τα είπε όλα κι αυτός με μια ανάσα.
“Χάρηκα πολύ…. πρέπει να φύγουμε τώρα…. Νήα, φεύγουμε… ελπίζω να τα ξαναπούμε, να γνωριστούμε καλύτερα”.
Ήθελε κάτι να πει ακόμα, να τις καθυστερήσει λίγο.
“Νήα… Νήα, από πού βγαίνει το όνομα Νήα;”
Γύρισαν και οι δύο και τον κοίταξαν. Ίδιο βλέμμα….
Δεν είχε μάθει πως πουλιόταν το σπίτι, έλειπε βέβαια, το είπε στη μάνα του, η κυρά Στέλλα το ήξερε, γνώριζε και τον αγοραστή, γεωπόνος από την Θεσσαλονίκη, με την γυναίκα του, έχουν και μια κόρη μικρή, μόλις τελείωσε το δημοτικό. Πρακτορείο ειδήσεων η μάνα του. Πότε πρόλαβε και τα έμαθε. Στην αρχή απόρησε, ύστερα όμως θυμήθηκε πως ήταν στο χωριό του, κι εδώ τα νέα διαδίδονται ταχύτατα και πολλές φορές κάποια μεταλλαγμένα και παραφουσκωμένα, άσε που έλειπε κιόλας στην πόλη που σπούδαζε.
“Είδα τη μικρή και τη μητέρα της καθώς ανέβαινα. Γνωριστήκαμε. Νίκη… Νίκη την λένε και την κόρη της Νήα”.
Τον ήξερε καλά τον γιο της η κυρά Στέλλα. Καθόλου δεν της άρεσε ο τρόπος εκφοράς του ονόματος της Νίκης από τα χείλη του. Γύρισε και τον κοίταξε. Το ήξερε το βλέμμα της.
“Έλα ρε μάνα τώρα”.
“Μη τολμήσεις”.
Ήξερε τί φαγητό του μαγείρεψε μα ρώτησε για να αλλάξει κουβέντα.
“Ξέρεις”, του απάντησε και πήγε κοντά του. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε δυνατά στην αγκάλη της. Ο γιος της, ο λεβέντης της, ο γιατρός της, που θα τον έχανε πάλι. Μακριά πολύ τώρα. Μόνο που άκουγε τη λέξη Αμερική τρόμαζε η Στέλλα. Ας είναι, για το καλό του, για το μέλλον του. Γεμιστά του έφτιαξε, το αγαπημένο του φαγητό. Με πιπεριές και ντομάτες από τον μπαξέ τους.
Το ήξερε η Στέλλα. Το ήξερε πως θα συμβεί. Και έγινε. Μονάχα αυτή το κατάλαβε σαν μια μέρα τον είδε να τραβάει κατά το βουνό κι ύστερα από λίγη ώρα την Νίκη πίσω του.
“Καλησπέρα κυρία Στέλλα, πάω μια βόλτα μέχρι την δεξαμενή. Η μικρή μου παίζει με τις φίλες της στην αυλή τού σχολείου. Αν την δεις πες της πως θα γυρίσω γρήγορα”.
Εκείνη ξάπλωσε στο γρασίδι, έκοψε ένα φιλαράκι και το έβαλε ανάμεσα στα χείλη της. Ύστερα με τη ρώγα του δαχτύλου της το έσπρωξε πιο μέσα κρατώντας για λίγο το δάχτυλο στα χείλη της, το δάγκωσε και γεύτηκε τον χυμό του. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Γύρισε, τον κοίταξε στα μάτια κι αυτός βυθίστηκε μέσα στη σκοτεινιά των δικών της ματιών και χάθηκε στα βάθη τους. Την τράβηξε κοντά του, έκλεισε τα μάτια του κι αναζήτησε τα χείλη της. Ήταν ένα φιλί στην αρχή αγνό, θερμό, απαλό κι ύστερα αμέσως έγινε βίαιο. Τους συντάραξε. Λάβα οι αισθήσεις τους. Τα σώματά τους κόλλησαν, ίδρωσαν, τα χέρια τους πίεζαν τη σάρκα να την ματώσουν. Ήταν κάτι που λαχταρούσαν από την πρώτη μέρα. Πάλλονταν τα σώματά τους και μια θέρμη βαθιά μέσα τους τους έκαιγε. Καυτό και το αίμα στις φλέβες τους. Εύθραυστη η σάρκα έσπασε, η θέρμη ελευθερώθηκε κι όλα γύρω τους εξαφανίστηκαν.
Η απαρχή του κόσμου σε μια στιγμή.
Την άλλη μέρα έφευγε.
Έριξε η μάνα του νερό πίσω από την κούρσα που τον πήρε.
“Σαν το νερό….”, ψιθύρισαν τα χείλη της.
Πιο κάτω είδε ανάμεσα στα κάγκελα το πρόσωπό της. Κούνησε το χέρι της.
“Θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα” του είχε πει χθες κι ύστερα, χωρίστηκαν.
Για πάντα.
Στο τρίτο γράμμα της, σχεδόν δύο μήνες από τότε που έφυγε, μονάχα λίγες λέξεις του έγραφε:
“Δεν θα σε ξαναδώ… Είμαι άρρωστη….Δεν έχω ζωή, και δεν αντέχω άλλο…. Θα…. Θα…
Σε ευχαριστώ Αλέξανδρε. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ”.
Έμαθε για το δυστύχημα πέντε μήνες μετά. Δυστύχημα είπαν. Πήγαινε στην πόλη της να δει τους δικούς της είπαν.
Κοιμήθηκε στο τιμόνι είπαν.
Είπαν….
Αυτός όμως κατάλαβε….
Πόσο της μοιάζει. Η Νήα. Γυναίκα πια. Φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης. Τελειόφοιτη. Με βρήκε. Έπρεπε να με βρει. Την είχε ορκίσει εκείνη. Ήρθε στο ιατρείο μου. Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε από μέσα ένα φάκελο και μου τον έδωσε.
“Να τον ανοίξεις όταν φύγω. Μου τα είπε όλα. Τα ξέρω όλα”.
Σηκώθηκε, έκανε δύο βήματα προς την πόρτα…. γύρισε και με κοίταξε στα μάτια … το ίδιο εκείνο βλέμμα…το βλέμμα Της…
“Την γιαγιά μου την έλεγαν Στεφανία, αλλά το Νήα εγώ το έγραφα με ήτα. Από μικρή. Αντίο Αλέξανδρε”.
(Ιούλιος του 2022)