Dark Mode Light Mode

Νίκος Αϊτσίδης: Ο πολυπράγμων Πόντιος με το ανήσυχο πνεύμα έφυγε από τη ζωή

Εις μνήμην… Σαράντα μέρες από το στερνό του ταξίδι


Ο Νίκος Αϊτσίδης γεννήθηκε στα Κομνηνά Πτολεμαΐδας (Ούτσενα, το παλιό όνομα του χωριού) την Πέμπτη 26 – 04 – 1928 και έφυγε από την ζωή εδώ στην αγαπημένη του Καβάλα τη Δευτέρα 04 – 04 – 2022. Γονείς του ο Χαράλαμπος και η Μελπομένη πρόσφυγες από τον Πόντο.

Η καταγωγή του πατέρα από το χωριό Σπέλια και της μάνας από τον Κοσμά της υποδιοικήσεως Τραπεζούντας, της περιφέρειας Πόντου όπως αναφέρεται και στο «Πρωτόκολλο Εκτιμήσεως και Παραδόσεως Οικήματος» στις 5 Αυγούστου του 1928.

Ο Νίκος Αϊτσίδης μεγάλωσε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Γρηγόρη, τις αδελφές του Ελένη και Σοφία και τον Βασίλη. Ο πατέρας του με χρόνια προβλήματα υγείας δεν μπορούσε να βοηθήσει την οικογένεια και όλα τα βάρη έπεφταν στα αγόρια.

Ο πόλεμος τους βρήκε παιδιά και ο Γρηγόρης που ήταν από το ΄38 στο στρατό πολέμησε στο Αλβανικό και αιχμαλωτίστηκε λίγες μέρες πριν την κατάρρευση του μετώπου. Μετά τον πόλεμο, το αντάρτικο κυριάρχησε στη περιοχή.

Στα 20 του ο Νίκος φεύγει από το χωριό για να γλυτώσει από τις δύσκολες μέρες που περνούσε η περιοχή. Για λίγο καιρό σαν πλανόδιος παπλωματάς στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Καβάλα σαν υποψήφιος γαμπρός.

Ένας θείος του, ο Γιώργος Δημητριάδης μετά την Πόλη βρέθηκε στην Καβάλα όπου είχε εμπορικό κατάστημα με έπιπλα και όχι μόνο. Τότε τα μαγαζιά ήταν ελάχιστα και είχαν μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων, το μαγαζί είχε εκτός από τα έπιπλα, σόμπες, μουσαμάδες, ποδήλατα, καροτσάκια και πολλά άλλα.

Ο Νίκος Αϊτσίδης κατατάχτηκε στο πυροβολικό στις 10 – 09 -1950 για τρία χρόνια και ήταν σαν λοχίας αρχηγός στοιχείου στα πυροβόλα 25 λιβρ. Σε έντυπο που κράτησε από τις μέρες του στρατού φαίνεται η άδεια να οδηγεί μηχανές NORTON, B.S.A. και XARLEY.

Στην Καβάλα παντρεύεται την Ελένη Κότσικα στον Άγιο Παύλο την Παρασκευή 22 Αυγούστου του 1952 και αποκτά δύο παιδιά, το Γιώργο το 1955 και το Χαράλαμπο το 1959. Γρήγορα αποκτά το δικό του μαγαζί με έπιπλα επί της Ομονοίας, στο ύψος της στοάς του Νότη και αρχίζει μια γεμάτη και πολύπλευρη κοινωνική δράση. Όλα τα αγόρια στο χωριό έπαιζαν την ποντιακή λύρα, αλλά εκείνα τα χρόνια ο Πόντιος δεν ήταν ο υπερήφανος ξεριζωμένος Έλληνας, ήταν ο λαζός που εύκολα κορόιδευαν οι ντόπιοι.

Έτσι στο πρώτο σπίτι που νοίκιασε το νέο ζευγάρι, όταν στο κεφαλόσκαλο έπιασε ο Νίκος να παίξει τον κεμεντζέ, η νοικοκυρά που πέρασε από μπρος του τον κορόιδεψε και αυτό έγινε αιτία για χρόνια να μην ασχοληθεί με τα Ποντιακά. Σύντομα καταξιώνεται σαν επαγγελματίας. Δεν υπήρχε σπίτι μέχρι και τη δεκαετία το ’80 που να μην είχε πάρει έστω και μια φορά κάτι από το εμπορικό του Νίκου.

Παρόλο που δημιουργεί είχε πάντοτε την έγνοια του στο χωριό του και την οικογένειά του που έμεινε πίσω. Έτσι σιγά σιγά καλεί και ταχτοποιεί όλο το σόι, αδελφό, αδελφές, ανιψιές, όλοι κάπου βολεύονται, στο μαγαζί, σε δουλειές, σε γάμους, για όλους ο Νίκος. Δεν θα γινόταν γάμος σε χωριό της περιοχής μας χωρίς να καλέσουν την οικογένεια του Νίκου. Δεσμοί και φιλίες με τους Πόντιους του Ελαιοχωρίου, του Ζυγού, της Λεκάνης και τόσων άλλων.

Το κατάστημα επί της Καράνου ήταν το πρώτο που για τη διακόσμηση της βιτρίνας κάλεσε το διακοσμητή Τεντέν, όπως τον είχαμε μάθει όλοι τότε. Οι τηλεοράσεις Urania που εμπορευόταν ο φίλος του Βασίλης Πετρόπουλος συμπλήρωναν τη διακόσμηση του μαγαζιού.

Παράλληλα με την εμπορία για χρόνια είχε και την βιοτεχνία, όπου απασχολούσε12 άτομα. Πόσοι φίλοι μέχρι και πρόσφατα μνημονεύουν το Νίκο για τα βολέματα που έκανε με μεροκάματα σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Δεν ήξερε τι θα πει ΟΧΙ, είχε πεινάσει και ήξερε τι είναι φτώχια και δεν άφηνε άνθρωπο.

Η προσφορά στα κοινά της πόλης

Δεν αδιαφόρησε ούτε και για τα κοινά της πόλης. Με την ΑΕΚ Καβάλας στα γήπεδα και στα χωριά και από νωρίς βέβαια με τους ΠΟΝΤΊΟΥΣ, τη μεγάλη του αγάπη. Τη μισή μέρα “την έτρωγε” στο μαγαζί και την άλλη στη Λέσχη Ποντίων Νομού Καβάλας.

Εκεί για τους φίλους, εκεί για να μάθουμε χορό στα νέα παιδιά, εκεί για τα θέατρα, εκεί για τα μουχαμπέτια. Από το 1968 μέχρι και το 1975 εκλεγμένος στη διοίκηση και για τρείς φορές αντιπρόεδρος. Συνεργάστηκε με τους φίλους – αδελφούς, τον Πάνο Τουμπουλίδη – τον Πανούλη – όπως τον ήξεραν όλοι, με το Βαγγέλη Κιρκασιάδη, με τον Αχιλλέα Μεταξά, τον λυράρη της Λέσχης τον γνωστό μας Γιούρα.

Επίσης για χρόνια συμμετείχε στο σύλλογο Δυτικομακεδόνων, εκλεγμένος κατ’ επανάληψη στο ΔΣ του συλλόγου. Οι δράσεις του συλλόγου πολλές και πολλά από τα γενόμενα καταγεγραμμένα. Όσοι τον έζησαν ξέρουν όμως το πάθος του για όλα αυτά. Δεν το έκανε για να φανεί, ούτε για να κερδίσει. Φορτώστε το φορτηγό με τα σκηνικά για το θέατρο Φιλίππων, φέρτε να φάνε τα παιδιά του χορευτικού, του θεατρικού κι ας ήταν άλλος ο πρωταγωνιστής, άλλος στο χειροκρότημα.

Ήρθε βέβαια και το χειροκρότημα. Θέατρα πολλά, σαν πρωταγωνιστής αλλά και σαν σκηνοθέτης, σαν βοηθός, στα πάντα. Αποκορύφωμα ο Μάραντων, το 1974 στο θέατρο Φιλίππων και όχι μόνο, μέχρι στα βράχια ψηλά να κάθεται ο κόσμος, αλλά και ο Ακρίτας, ο Τελευταίον ο χορόν, ήντα λέει η μάνα μ’ και πόσα άλλα. Θέατρα που παίχτηκαν στην Καβάλα αλλά και στα γύρο χωριά όπως και στη Δράμα, Σέρρες και Θεσσαλονίκη.

Πρωταγωνίστησε και στη μόνη αμιγώς Ποντιακή ταινία το 1976, τη «Θεού πλάσμα εν κι ο φτωχόν». Πάνω στο άλογο καμαρωτός να παριστάνει τον αυστηρό πατέρα που δεν ήθελε να παντρέψει τη μοναχοκόρη με το φτωχό παλικάρι. Η διάσπαση της Λέσχης, όπως και τα Ποντιακά πείσματα, δεν τον άφησαν ποτέ έξω από τη δράση. Μέχρι και στα τελευταία του ονειρευόταν να ξαναπαίξουν τον Ακρίτα.

Μεγάλη χαρά και καμάρι έζησε όταν ο εγγονός του στις πολιτιστικές δράσεις του σχολείου του πρωταγωνίστησε παίζοντας το ” ΦΏΤΑΓΑ ” στο Ποντιακό θέατρο σε παράσταση που έλαβε χώρα στο φουαγέ της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας. Έσπευσε και εκεί να δώσει τις συμβουλές του, να διορθώσει το λόγο και να κάνει το μακιγιάζ στα παιδιά.

Αξιώθηκε να βγει Δημοτικός σύμβουλος με Δήμαρχο Καβάλας, το Δημήτρη Λολίδη το 1978. Βιβλιοφάγος μέχρι τα τελευταία του ήθελε ένα βιβλίο ανά 30 ημέρες και φυσικά δεν πέρασε βιβλίο με θέμα τον Πόντο που να μη πέρασε από τα χέρια του.

Έζησε μια μεγάλη ζωή και στα χρόνια αλλά και σαν στιγμές, πολλές χαρές αλλά και μεγάλοι πόνοι. Μεγάλες φιλίες αλλά και πολύ αδικία. Σκιαζόσουν με το παρουσιαστικό του αλλά όσοι των γνώρισαν καλά, ήξεραν πως πίσω από το αυστηρό του βλέμμα είχαν να κάνουν με έναν απλό και καλό άνθρωπο.

Μια από τις τελευταίες μεγάλες χαρές που τον συγκίνησαν η συνάντηση και η γνωριμία του με τους συνεχιστές της Λέσχης Ποντίων Νομού Καβάλας που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015.

Ήταν παρέα με τους συμπορευτές του όλα αυτά τα χρόνια, τον Αχιλλέα Μεταξά, τον Βαγγέλη Κιρκασιάδη, τον Βασίλη Πετρόπουλο και απέναντι του η νέα γενιά των νεαρών Ποντίων χορευτών της Λέσχης και οι άνθρωποι του – τότε Δ.Σ. Δάκρυα χαράς εγόμασαν τα μάτια τ’. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Καβαλιώτικης γης που τον σκεπάζει.

Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τον γιό του Μπάμπη Αϊτσίδη για την ευγενική παραχώρηση και άδεια της βιογραφίας του καθώς και το φωτογραφικό υλικό από το οικογενειακό αρχείο του αείμνηστου Νίκου Αϊτσίδη.

Μπάμπης Παναγιωτίδης

Προηγούμενο άρθρο

Βουλγαρικό σχολείο Καβάλας: Μία εκδήλωση αγάπης και συνύπαρξης δύο λαών… (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Ευχαριστήριο μήνυμα Μουριάδη προς τους συντελεστές της Λευκής Νύχτας και των εκδηλώσεων "Άδοντες και Ψάλλοντες εν τη καρδία"