Ένα ταξίδι επιστροφής στη Σμύρνη, τόπο καταγωγής της ηρωίδας, ένα ταξίδι όπου πλέκονται το προσωπικό με το συλλογικό, το παρελθόν με το παρόν. Ένα σύγχρονο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα.
Η Πένι (Πενέλοπε) Σάρεϊ, μια Ελληνοβρετανίδα με καταγωγή από τη Σμύρνη, ζει με την οικογένειά της στην Αθήνα. Το 2021, σχεδόν εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, η Πένι πραγματοποιεί το πρώτο της ταξίδι στην προγονική Σμύρνη, ένα ταξίδι επιστροφής στον τόπο καταγωγής της γιαγιάς της, της Σμυρνιάς Πηνελόπη Σάρεϊ. Στο 8ήμερο ταξίδι της, που εξιστορείται μέρα με τη μέρα, με ενθουσιασμό ψάχνει σε κάθε τι νέο να αντλήσει πληροφορίες για το παλιό. Με στόχο του ταξιδιού της τη βαθιά της επιθυμία να ανακαλύψει τι συνέβη τότε, τις μέρες της Καταστροφής και της Φωτιάς, και να κατανοήσει τη μεγάλη κι οδυνηρή απώλεια της οικογένειας που στοίχειωσε όλους τους μετέπειτα Σάρεϊ και μετατόπισε βίαια τη διαδρομή τους επί της γης. Επεμβαίνοντας και στη δική της ζωή, αφού, μοιραία, την άλλαξε. Το ταξίδι αυτό τελικά τη βοήθησε να βάλει σε τάξη το παρελθόν της.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΒΙΒΛΙΟ!
«Η Επιστροφή της Πηνελόπης», το καινούργιο μου μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με υπότιτλο «8 μέρες στη Σμύρνη», ξεκίνησε με ειδική έκδοση που περιλαμβάνει αφιέρωση, ως πρώτο βήμα πριν από την επίσημη κυκλοφορία του στα βιβλιοπωλεία στις 27 του μήνα. Εάν επιθυμείτε να αποκτήσετε κι εσείς την ειδική έκδοση, η οποία θα λήξει στις 27, ο τρόπος είναι είτε μέσω του σάιτ ή του φυσικού καταστήματος του Μεταιχμίου, είτε ζητώντας το στο βιβλιοπωλείο σας.
Επειδή κάποιοι θα με ρωτήσετε, να πω προκαταβολικά πως, κι ας είναι το έκτο μου, τα συναισθήματα παραμένουν ίδια όπως στο «Από δρυ παλιά κι από πέτρα». Ίσως να έχει να κάνει σε αυτό το γεγονός πως το «Η επιστροφή της Πηνελόπης» έχει σχέση με τη Δρυ, αφού η εγγονή εκείνης της Πηνελόπης είναι που επιστρέφει στη Σμύρνη 100 χρόνια μετά (99 για την ακρίβεια). Το νέο μυθιστόρημα έχει ακόμη μια ιδιαιτερότητα, καθώς αυτή τη φορά, πιο άμεσα από κάθε προηγούμενη φορά, βγάζω έξω κάτι βαθιά δικό μου: το ταξίδι αυτό το έκανα πριν από την ηρωίδα μου. Ελπίζω πως το νέο βιβλίο θα έχει καλό δρόμο και κάπου θα συναντήσει και τα αδέλφια του, τα προηγούμενα πέντε μου…Με την παράκληση να μην με κουτσομπολέψουν όταν βρεθούν όλα μαζί, πώς έγραφα, πόσο απαιτητική ήμουν στις διορθώσεις, με τι μανία έψαχνα τα επίθετα μέχρι να ικανοποιηθώ!
Σας ευχαριστώ και εκ μέρους των ηρώων του νέου βιβλίου: της Πένι, του Λόλο, της Νεκτάρ, του Πιέρο, της Νινέτας… Και, για όσους διαβάσατε το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», και εκ μέρους των από παλιά γνώριμών σας Αϊσέ, Φρέντι και Πηνελόπη. Με μαγιάτικους χαιρετισμούς. (ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΕΡ)
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ
Το ταξί έτρεχε σαν βέλος πάνω στον αυτοκινητόδρομο που ενώνει το αεροδρόμιο της Σμύρνης με την πόλη. Από τη θέση μου στο πίσω κάθισμα έριχνα ματιές στο κοντέρ. Ο Τούρκος οδηγός έπαιζε μπαινοβγαίνοντας στο ανώτατο όριο ταχύτητας. Καλά έκανε.
Βιαζόμασταν. Από τον καθρέφτη κι αυτός έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, μελετώντας με. Δεν απέφυγα το βλέμμα του, περίεργη αν θα το δει. Άραγε φαινόμουν πως είμαι μια απόγονος Σμυρνιά που επέστρεψε;
Στέλνοντάς μου ένα χαμόγελο μέσα από τον καθρέφτη, άνοιξε το ραδιόφωνο για να με ευχαριστήσει, εμένα την ξένη, και βρήκε ψάχνοντας έναν σταθμό που έπαιζε τραγούδια σε ευρωπαϊκούς σκοπούς με τουρκικούς στίχους. «Δεν είμαι ξένη» σκεφτόμουν να πω, αν έπρεπε να του απαντήσω, αλλά ήμουν ακόμη πολύ καινούργια στον τόπο μου, μόλις είχα φτάσει, κι είχα αμηχανία για τις επόμενες και μεθεπόμενες κουβέντες μας. Αμίλητη, χαμογέλασα κι εγώ. Έτσι, πρόδωσα τον δισταγμό μου· βρήκε την ευκαιρία και το έσκασε. Ο ταξιτζής εξέλαβε τη σιωπή μου ως ενθαρρυντική απάντηση και, συμφωνώντας με τα χίλια τόσα που δεν ειπώθηκαν, δυνάμωσε τον ήχο.
Έστρεψα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο, στο σκοτάδι που απλωνόταν στο βάθος μακριά και δεν το έφταναν οι λάμπες του δρόμου για να το σπάσουν. Μόνο το άγγιζαν κατά διαστήματα. Σκοτάδι-φως, σκοτάδι-φως. Μαύρο-άσπρο, μαύρο-άσπρο.
Λύπη-χαρά, κακό-καλό. Παρόμοια ακραία κι αντίθετα, με ταχύτατη εναλλαγή επίσης, κινούνταν και τα συναισθήματά μου. Ασχολούμενη με αυτά, είχα ξεχάσει το χαμόγελο που είχε παγώσει στο πρόσωπό μου, έτσι φαίνεται, γιατί ο ταξιτζής ολοένα δυνάμωνε την ένταση στο ραδιόφωνο. Μόνο όταν έφτασε ο ήχος στη διαπασών αντιλήφθηκα ότι κακώς χαμογελούσα.
Σοβαρή, ενδεχομένως και σκυθρωπή, έσφιξα πάνω μου τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα, ξέχειλη από όσα ενθύμια από τη γιαγιάμου, την Πηνελόπη, είχα επιλέξει να πάρω μαζί μου στο ταξίδι.
Τα τυχερά που είχα ξεχωρίσει να τα ξαναφέρω στη Σμύρνη. «Το κοχύλι τι το θέλετε;» είχα ρωτηθεί κατά τον έλεγχο στο αεροδρόμιο. Ο υπάλληλος το είχε βγάλει από την τσάντα μου και το περιεργαζόταν απορώντας. «Ένα συνηθισμένο κοχύλι» σχολίασε «μόνο του μέσα σε μια γυναικεία τσάντα». Μου το επέστρεψε. «Εσείς οι γυναίκες ούτε ξέρετε τι έχετε μέσα στις τσάντες σας!» μονολόγησε απηυδισμένος.
Μα με αυτό το κοχύλι, που είχε σηκώσει από μια παλιά ακτή, ο παππούς μου ο Τζόνι, είχε δείξει στη μέλλουσα γυναίκα του την απόδειξη ότι υπάρχει η τελειότητα στον κόσμο! Της είχε αποδείξει επίσης πόσο ταπεινή, προσιτή και κοινή είναι η τελειότητα.
Το κοχύλι αυτό το συνηθισμένο μεταφερόταν από χώρα σε χώρα στις προσφυγικές περιπλανήσεις τους ως υπενθύμιση, για να μη χαθεί η ελπίδα ότι η ζωή τους μπορούσε να ομορφύνει και πάλι.
Ο ελεγκτής είχε προσπεράσει με αδιαφορία το βιβλίο της Οδύσσειας του προπάππου μου, του παππού μου και κατόπιν του πατέρα μου. Την προσοχή του τράβηξε το χειρόγραφο του ομηρικού λεξικού που βρήκε στον πάτο της τσάντας μου. Έπιασε να το ξεφυλλίζει.
«Γιατί είναι μόνο μέχρι το γράμμα Τ; Δεν έχει άλλο;» με ρώτησε από ενδιαφέρον.
«Γιατί πέθανε αυτός που το έγραφε, ένας θείος μου, και δεν πρόλαβε να το προχωρήσει παραπέρα».
«Κρίμα. Πότε έγινε αυτό;» άνοιξε κουβέντα.«Το 1921». Πρέπει να το είπα τόσο φυσικά, που τον ξάφνιασα.
«Σαν να ήταν χτες!» σχολίασε γελώντας και μου έκανε νόημα να περάσω.
Εγώ όμως πάντα πίστευα και τόλεγα στο νου μου πως θα γυρίσεις, όλους σου σα χάσεις τους συντρόφους. Η τσάντα είχε γίνει βαριά στα γόνατά μου, σαν μεγάλο παιδί. Με το που πάτησα στον τόπο της Σμύρνης, διαπίστωσα με έκπληξη ότι τα πράγματα απέκτησαν διαφορετική βαρύτητα.
Κουβαλούσα ανθρώπους, τους ανθρώπους μου, κι όχι μονάχα τις μνήμες τους, ούτε μόνο τα πολλά λόγια τους, αφηγήσεις χρόνων και καιρών· τα «μην ξεχάσεις και τούτο», «μην ξεχάσεις και τ’ άλλο» τους, με την αγωνία μήπως η απόγονος λησμονήσει.
«Τις παλιές ιστορίες που συνέβησαν εδώ τις θυμάται ο ήλιος. Τις φυλάει στο άρμα του» μου υπέδειξε ήσυχα η Πηνελόπη, της οποίας ήμουν η συνέχεια. Ακουγόταν πιο πάνω από τον δυνατό ήχο των τραγουδιών.
«Σαν κοχύλι είναι το αυτί σου» παραπίσω άκουσα που σχολίασε η θεία μου, η ζωγράφος, με θαυμασμό. «Κάποια φορά πάλι θα το ζωγραφίσω, Πένι» υποσχέθηκε. «Όπως όταν ήσουν μικρή, θυμάσαι;»
Στα περίχωρα της Σμύρνης, μου διάλεξε η μνήμη μια παλιά σκηνή.
«Ποια είναι η πατρίδα μου; Πείτε μου επιτέλους!» ρωτούσα· ήμουν κοριτσάκι κι είχα πάλι επισκεφθεί τη γιαγιά Πηνελόπη και τις θείες μου στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Από την Αγγλία ή από κάποια άλλη από τις χώρες όπου είχε υπηρετήσει ο πατέρας μου ως διπλωμάτης. «Μία είναι η πατρίδα!» επέμενα, κι εκείνες, με την Πηνελόπη πρώτη, γελούσαν με την παιδική μου άγνοια. «Πρέπει να είναι μόνο μία!» φώναζα χτυπώντας το πόδι μου στο πάτωμα νευριασμένη.
«Όταν θα τελειώσει η εποχή των παιχνιδιών» με είχε καθησυχάσει η αδελφή του πατέρα μου, η Ζόι η ζωγράφος, «θα σου δώσω τον χάρτη. Έχει τα σημάδια που θα σου χρειαστούν στο ταξίδι σου. Όλες τις σημειώσεις στο περιθώριο, τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές, γραμμένες με πολλούς γραφικούς χαρακτήρες, σε πολλές γλώσσες».
Και αυτόν τον χάρτη περιείχε η τσάντα μου.
«Μια μέρα κι εσύ θα ανοίξεις το παλιό μπαούλο» είχε συμπληρώσει η γιαγιά. «Μέσα του έχω τακτοποιήσει για σένα θησαυρούς, λάφυρα πολλών μεγάλων ταξιδιών. Πάνω πάνω σού ακούμπησα να βρεις το παλιό κλειδί».
Το βρήκα. Κι ας μην υπάρχει σπίτι να ανοίξει. Ακούμπησα την παλάμη μου στη δερμάτινη τσάντα. Ήταν ζεστή. «Επέστρεψα στη Σμύρνη σας» τους ανακοίνωσα νοερά.
«Τη Σμύρνη σου!» με μάλωσαν όλες μαζί.
«Τη Σμύρνη μου!» συμφώνησα χαμογελώντας και ο ταξιτζής, ερμηνεύοντάς το πάλι λάθος, δυνάμωσε κι άλλο τη μουσική. Εκκωφαντικά.
Info
Συγγραφέας: Νοέλ Μπάξερ
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»
Ημερομηνία Έκδοσης: 27/05/2021
Τιμή: 16,60 ευρώ