Dark Mode Light Mode

Νοέμβρης ’73, προσωπική μαρτυρία

Αγαπητοί σύντροφοι και φίλοι, γεια σας, χαίρετε.

Πρωτοπήγα στην Ιταλία τον Σεπτέμβρη του ’73, στη Φλωρεντία συγκεκριμένα, άγουρο παλικαράκι τότες, πολιτικοποιήθηκα αμέσως μιας και στις σχολές του Πανεπιστημίου επικρατούσε ένα φοβερό για τα δεδομένα μου κλίμα. Μια κατάσταση τόσο μακρινή από τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής επαρχίας απ’ όπου προερχόμουν που με εντυπωσίασε αμέσως, έπεσα με τα μούτρα μες τα κινήματα, κοντά σε αυτούς τους ατίθασους νέους, Έλληνες και Ιταλούς, στους οποίους θέλησα αμέσως να μοιάσω. Μόλις ένα δυο μήνες αργότερα, βρέθηκα στη Βενετία, φιλοξενούμενος γνωστών, όπου και με βρήκαν τα νέα της εξέγερσης και καταστολής του Πολυτεχνείου.

Η ένταση στις σχολές της πανέμορφης πόλης, όπου και τριγυρνούσα με μια κοπελιά που είχα την τύχη να γνωρίσω, και το λέω αυτό γιατί βρίσκονταν  ”στα μέσα και στα έξω” των πραγμάτων, γνώριζε πολύ καλά τις περιπτώσεις όπου ‘δένονταν και ράβονταν’ καταστάσεις, εν ολίγοις βρίσκονταν στην καρδιά των γεγονότων, λέγω λοιπόν πως η ένταση στις σχολές ήταν απερίγραπτη. Θυμάμαι πως γυρνούσαμε μια στις κλειστές συνελεύσεις του ελληνικού συλλόγου φοιτητών – [υπήρχε ο φόβος των ρουφιάνων του καθεστώτος, σπουδαστών, οι οποίοι, σε συνεργασία με το ελληνικό προξενείο, προσπαθούσαν να βγάλουν προς τα έξω ότι κατάφερναν να αρπάξουν, δεξιά κι αριστερά] – και μια σε εκείνες του ιταλικού κινήματος της άκρας αριστεράς. Σίγουρα, μεγάλη η αλληλεγγύη των οργανώσεων προς τους Έλληνες αγωνιζόμενους φοιτητές, έβγαινε προς τα έξω με πολλούς τρόπους, όμως κάποια εκδήλωση, κάτι συγκεκριμένο, δεν θυμάμαι να σας μεταφέρω, για εκείνο το διάστημα, ή αργότερα, με την επιστροφή μου στη Φλωρεντία.

Θυμάμαι πως τα σοβαρά και αληθοφανή νέα τα μαθαίναμε από γιουγκοσλάβικους ραδιοφωνικούς ελεύθερους σταθμούς οι οποίοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με την αντιστεκόμενη Ελλάδα.

Επίσης, και κρατήστε το, υπήρχε ήδη, εκείνο το διάστημα, μια προσπάθεια από κάποια παιδιά, τα πιο αποφασισμένα, να μαζέψουν όπλα, να ‘ναυλώσουν’ καΐκι για νυχτερινή απόβαση κάπου στην Πελοπόννησο λέγανε, περισσότερες πληροφορίες δεν βγήκαν προς τα έξω, ώστε να ξεκινήσουν μια προσπάθεια στησίματος ανταρτοπόλεμου. Δεν έμαθα ποτές τη συνέχεια, εάν δηλαδή αλήθευε το γεγονός, εάν τα κατάφεραν τέλος πάντων, τι απέγινε αυτή η θέληση-προσπάθεια, πείτε το όπως θέλετε. Εκ των πραγμάτων όμως, απ’ ότι ιστορικά φάνηκε, μάλλον έμεινε στις προθέσεις, εάν πράγματι υπήρχαν τέτοιες! Δεν μπορεί, κάτι θα μαθαίναμε…

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρ

Αυτά τα ολίγα, με την ευκαιρία σας στέλνω και ένα κείμενο σχετικό με την Μαρία και τον Γιώργο:

2 Σεπτεμβρίου 1970: η αποτυχημένη απόπειρα του Superclan ενάντια στην πρεσβεία ΗΠΑ στην Αθήνα

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου, Αθήνα: ένα Volkswagen γαλάζιο με σουηδικές πινακίδες, μέσα στο οποίο βρίσκονται ένας νεαρός και μια κοπέλα, μετά από αρκετούς γύρους γύρω από το τετράγωνο όπου έχει την έδρα της η αμερικανική πρεσβεία στην Ελλάδα, παρκάρει μπροστά στο κτίριο, κοντά σε πολλά άλλα αυτοκίνητα. Οι δυο επιβαίνοντες πριν κατέβουν παραμένουν για λίγο στο αμάξι, στη συνέχεια, ακριβώς τη στιγμή που ανοίγουν οι πόρτες, ακούγεται μια δυνατή έκρηξη, και οι φλόγες τυλίγουν το αυτοκίνητο.

Οι νέοι στο εσωτερικό του ταυτοποιούνται από έναν υπάλληλο του ξενοδοχείου στο οποίο φιλοξενήθηκαν: είναι η Maria Angeloni, από το Μιλάνο 31 χρόνων, και ο Γιώργος Τσεκούρης, κύπριος με σουηδικό διαβατήριο, 25 χρόνων.

Πρόσφατα ο Alberto Franceschini αναγνώρισε στην Maria Angeloni και στον Giorgio Tsekouris δυο μέλη του περίφημου Superclan, δομή υπερπαράνομη που οδηγούσε ο Corrado Simioni, με έδρα το Παρίσι και την πρόθεση να συντονίζει τις αντάρτικες οργανώσεις σε διεθνές επίπεδο: ο Σιμιόνι, που είχε σχεδιάσει την επίθεση στην πρεσβεία, έχοντας προβλέψει την παρουσία μιας γυναίκας, είχε αρχικά απευθυνθεί στην Mara Cagol, ζητώντας της να πάρει μέρος και, μετά την δική της άρνηση, είχε βρει τελικά σαν εθελόντρια την MariaAngeloni.

Η φιγούρα του Corrado Simioni, ιδρυτή του Superclan, είναι ιδιαίτερα αντιφατική: ένας από τους κυριότερους ερευνητές του Luigi Pirandello, ξεκινά την πολιτική του δράση στρατευμένος στις γραμμές του νεανικού σοσιαλιστικού Κινήματος με τον Bettino Craxi, από τον οποίον εκδιώκεται για ‘ηθική αναξιότητα’. Το 1969 ιδρύει, μαζί με τον Curcio, το Collettivo Politico Metropolitano, μητροπολιτική πολιτική κολλεκτίβα, στη συνέχεια όμως οι σχέσεις με τον Curcio και τις νεογέννητες Brigate Rosse-Ερυθρές Ταξιαρχίες σιγά σιγά χειροτερεύουν, για εμφανείς πολιτικές διαφορές.

Η ενέργεια στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα σημαδεύει όντως την οριστική ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στο Superclan και τις Brigate Rosse. ο Curcio, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο βιβλίο  ‘με ξεσκέπαστο πρόσωπο’, «A visoaperto» του Mario Sciajola λέει: «όλα ξεκίνησαν από μια διαμάχη εξουσίας στο συνέδριο του Pecorile. Ο Corrado Simioni έφτασε εκεί με την πρόθεση να κατακτήσει μια ηγεμονική θέση στο εσωτερικό της προλεταριακής αριστεράς που αγωνιούσε: αναφέρθηκε σε μια σκληρή ομιλία, και υποστήριξε πως η ομάδα περιφρούρησης έπρεπε να στρατιωτικοποιηθεί ακόμη περισσότερο.

Η προσπάθειά του δεν πέτυχε, όμως επιστρέφοντας στο Μιλάνο δεν το έβαλε κάτω: πρότεινε επιθέσεις αδιανόητες για μια οργάνωση που βρίσκονταν ακόμη μέσα σε ένα πολύ πλατύ κίνημα και, στην πραγματικότητα, ανοικτή στους πάντες. Οι Margherita [Cagol], Franceschini κι εγώ συμφωνήσαμε στην κρίση πως οι ιδέες του ήταν επικίνδυνες και απερίσκεπτες. Αποφασίσαμε έτσι να τον απομονώσουμε μαζί με τους συντρόφους που βρίσκονταν κοντά του, τους Duccio Berio και Vanni Mulinaris: Τους κρατήσαμε έξω από την κουβέντα για την γέννηση των ερυθρών Ταξιαρχιών και δεν τους πληροφορήσαμε για την πρώτη μας ενέργεια, εκείνη εναντίον του αυτοκινήτου του Pellegrini.

Ο Simioni μάζεψε μια ομάδα μιας δεκάδας συντρόφων, ανάμεσα στους οποίους και οι Prospero Gallinari και Francoise Tusher, εγγονός του διάσημου AbbéPierre: απομακρύνθηκαν από το κίνημα υποστηρίζοντας πως πλέον δεν ήταν άλλο από αδέσποτα σκυλιά. Υπήρχαν όμως κοινοί φίλοι που μας κρατούσαν πληροφορημένους για τις συζητήσεις τους και γνωρίζαμε για το σχέδιό τους να δημιουργήσουν μια κλειστή και σίγουρη δομή, υπέρ-παράνομη, που να μπορεί να μπει σε δράση σαν ένοπλη ομάδα σε μια δεύτερη στιγμή: όταν εμείς, αποδιοργανωμένοι, σύμφωνα με τις προβλέψεις τους θα είχαμε όλοι συλληφθεί».

Λόγω ακριβώς αυτών των περιστάσεων η φιγούρα της Maria Angeloni, συντρόφισσας που έπεσε στη διάρκεια μιας επίθεσης, για πολλά χρόνια θα ξεχαστεί ή θα περιέλθει στη σιωπή, για να επιστρέψει και να την ενθυμούμαστε περισσότερο από τριάντα χρόνια αργότερα, όταν ο εγγονός της, Carlo Giuliani, θα σκοτωθεί από έναν καραμπινιέρο στη διάρκεια του G8 στη Genova 2001.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος infoaut

Προηγούμενο άρθρο

Άρχισαν και συνεχίζονται οι πληρωμές της μη επιστρεπτέας προκαταβολής του προγράμματος της Περιφέρειας ΑΜΘ (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

ΕΟΔΥ: 74 νέα κρούσματα στο Ν. Καβάλας