Τα νταηλίκια της Τουρκίας με τις αχαρακτήριστες απειλές που εκτοξεύονται καθημερινά κατά της Ελλάδας από υπεύθυνα κυβερνητικά στελέχη και από τον ίδιο τον Πρόεδρο της χώρας αυτής, ένα στόχο έχουν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη του λαού τους που κατατρέχεται από το φόβο της οικονομικής ένδειας, να του χτίσουν ένα μεγάλο εχθρό για αυτούς που είναι η Ελλάδα που σαν ενεργούμενο από τη Δύση οργανώνεται για να επιτεθεί στην χώρα τους.
Τους ανταποκριτές των Ελληνικών Τηλεοπτικών Σταθμών που μεταδίδουν από την Πόλη τις παραπάνω απειλές, τους παρακολουθούμε καθημερινά στα Κανάλια αυτά και έχουν τη μεγαλύτερη τηλεθέαση. Πράγμα που δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον του δικού μας λαού για τα τεκταινόμενα στην γειτονική μας χώρα και ενσταλάζεται και σ’ εμάς η πληροφορία που θέλουν να περάσουν οι Τούρκοι στη δική μας ψυχολογία και νομίζω ότι σ’ αυτό άθελα τους οι ανταποκριτές αυτοί και τα μέσα που τους φιλοξενούν παίζουν το παιχνίδι τους.
Για τα παραπάνω νομίζω έγκυροι αναλυτές δίνουν απαντήσεις και ερμηνεύουν τις επιδιώξεις της Τουρκίας και η δική μου άποψη είναι περιττή. Εμένα όμως αυτό το νταηλίκι και η προβολή δύναμης της Τουρκίας μου θύμισε ένα πραγματικό περαστικό που συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Συγκεκριμένα πηγαίνοντας στο σπίτι μου στα Πεντακόσια χρησιμοποιούσα την οδό Κολοκοτρώνη.
Σε μια τέτοια λοιπόν διαδρομή προς το σπίτι μου στον παραπάνω δρόμο και λίγο ψηλότερα από το Δημοτικό Σχολείο της Αγίας Βαρβάρας συνάντησα δυο ομάδες παιδιών που προηγούνταν από εμένα. Η μια ήταν μαθητές και η άλλη πρέπει να ήταν εξωσχολικοί και είχαν μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Καθυστέρησα το βήμα μου γιατί τα λόγια που αντάλλασσαν μεταξύ τους ήταν τέτοια που σίγουρα θα κατέληγαν σε καβγά. Από την μεριά των εξωσχολικών υπήρχε ένα παιδί ψηλότερο κατά ένα κεφάλι από τους μαθητές και με υπερβολική σωματική ανάπτυξη που έδειχνε ότι ήταν ο αρχηγός.
Από την μεριά των μαθητών πάλι ένα παιδί με γεμάτο νεύρο και αποφασιστικότητα ήταν σε λεκτική αντιπαράθεση με το «γίγαντα». Δίχως να το καταλάβω, ο μαθητής έδωσε την τσάντα στον διπλανό του και άρχισε να τις ρίχνει στο γίγαντα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι έπρεπε να επέμβω και να τους σταματήσω.
Ο γίγαντας μόλις τράβηξα με πολύ δυσκολία το μικρό από πάνω του λέει για να τον ακούσουν οι δικοί του. «Αχ ρε… είσαι τυχερός, να μην ήταν ο κύριος και θα σου έλεγα…». Εντωμεταξύ, το κατακόκκινο μάτι του έδειχνε ότι το είχε επισκεφθεί βίαια η γροθιά του μικρού και το λίγο αίμα που φάνηκε στο χείλος του έδειξε ότι και εκεί υπήρχε αντίστοιχη επαφή.
Ακούγοντας τώρα τα λόγια του γίγαντα έσκυψα και του είπα στο αυτί, «Αλήθεια θέλεις να τον αφήσω;». Γύρισε με κοίταξε με τον τρόμο να πλανάται στην ματιά του, είδε τον μικρό που τον κοίταζε με σκληρό μάτι έτοιμος να ξαναρχίσει και μου ψιθύρισε παρακλητικά «Όχι κύριε, όχι σε παρακαλώ…».
Αυτό είναι νομίζω ένα παράδειγμα για τα νταηλίκια των Τούρκων και που μπορεί να καταλήξουν σε μια αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Η ιστορία αυτή είναι πραγματική. Την πορεία εκείνου του μαθητή τη ξέρω. Δεν ήταν γόνος οικογένειας με μεγάλη οικονομική δύναμη, αγωνιστής και μαχητής όμως ήταν και στη ζωή.
Έτσι έγινε ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης, ένας καταξιωμένος γιατρός στην πόλη που ζει, ανακατεύθηκε με την πολίτική και έγινε μάλιστα και Δήμαρχος της πόλης του. Για την εξέλιξη του γίγαντα δε γνωρίζω πολλά. Οι πρωταγωνιστές του παραπάνω περιστατικού οι οποίοι σήμερα θα πρέπει να είναι εβδομηντάρηδες, θα πληροφορηθούν «το διαιτητή» εκείνου του αγώνα αν η τύχη θελήσει να διαβάσουν αυτό το κείμενο.
Παναγιώτης Φώτου