της Τασούλας Γεωργιάδου*
Βγήκε στο μπαλκονάκι στο πάνω μέρος της σκάλας και φώναξε τις δυο γειτόνισσες. Δεν συνηθιζόταν το χειμώνα. Συνήθως κρέμαγε μια πλουμιστή μαντήλα στο πόμολο του παραθύρου απ’ τη μέσα μεριά, που έδινε το σύνθημα «ελάτε για καφέ». Πρόβαλε η Άννα στο παράθυρο και η Βασιλική στην μπαλκονόπορτα του πάνω πατώματος.
- Ελάτε, ελάτε που έχω κάτι να σας πω, είπε η Πόλυ γελαστή κουνώντας δυο καρτούλες.
Κάθε μέρα έπιναν έναν καφέ παρέα γύρω στις έντεκα, μόλις τελείωναν το συγύρισμα. Tι τρέχει και έβαλες τις φωνές. Ήταν διακριτικές και απέφευγαν τις φωνές και το κουβεντολόι από τα πορτοπαράθυρα.
- Για δες τε εδώ! Tι έχω, τι έχω; κούνησε τις κάρτες. Τώρα τις έστειλε ο Τάκης με το παιδί του γραφείου που έφερε τα ψώνια. Προσκλήσεις για το μπαλ ντ’ ανφάν της Μεγάλης Λέσχης! Κάθε μέλος δικαιούται δυο προσκλήσεις, ο κ. Νικολόπουλος δεν τις χρειάζεται, τα παιδιά του είναι μεγάλα, δεν ενδιαφέρονται και τις έδωσε στον Τάκη.
Ο Τάκης εργαζόταν στο λογιστήριο της βιομηχανίας του κ. Νικολόπουλου. Ο κ. Νικολόπουλος ήταν τακτικό μέλος της Μεγάλης Λέσχης ως βιομήχανος, όπως και όλοι οι καπνέμποροι, οι εργοστασιάρχες, οι μεγαλοεργολάβοι και γενικώς οι πολλοί εύποροι της πόλης. Η Μεγάλη Λέσχη δεν ήταν προσβάσιμη στα μη μέλη.
-Από τη στιγμή που έχουμε δύο προσκλήσεις μπορούμε να μπούμε δυο μαμάδες με δυο παιδιά ο καθεμιά. Προβληματισμός στην ομάδα.
«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Αν και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία για τους μεγάλους τους εργαζόμενους, τους βιοπαλαιστές, τις γιορτές τις απολαμβάνουν περισσότερο τα παιδία. Τι ωραία τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά με τους μπουναμάδες, τα παιχνίδια, τα γλυκά, το ξενύχτι, τους χορούς. Πάει παρακάτω το Πάσχα με τα σουβλιστά, τα τσουρέκια, τα πυροτεχνήματα της Ανάστασης, την πλουμιστή λαμπάδα της Λαμπρής, τα κόκκινα αυγά και τα καινούρια παπούτσια ν’ αστράφτουν τα λουστρίνια. Καλύτερη απ’ όλες για μένα, όμως, ήταν η Αποκριά. Τι κι’ αν δεν είναι η αργία πολλές μέρες, τι κι αν το σχολείο είναι ανοικτό, τι κι αν δεν έχει δώρα. Έχει τρελό χορό και κουστούμια παραμυθένια. Κάθε χρονιά πηγαίναμε σε αρκετά μπαλ μασκέ στις λέσχες της πόλης. Στη Λέσχη Αξιωματικών μια και ο άντρας της Άννας ήταν ταγματάρχης, στη Λέσχη Δημοσίων Υπαλλήλων λόγω του άντρα της Κούλας, στην Εμπορική Λέσχη που ήταν μέλος ο μπαμπάς μου. Χώρια τους χορούς του Λυκείου Ελληνίδων, του Οδηγισμού, των Προσκόπων, του σχολείου. Συν το πάρτι μεταμφιεσμένων που έδινε η μαμά της Ευγενούλας για τα γενέθλια της τον Φλεβάρη.
Από το Γενάρη είχαν αρχίσει οι μαμάδες το ράψιμο των κουστουμιών. Επιλέξανε τι θα ντύσουν τους γόνους τους. Ξεσήκωσαν τα πατρόν από το Burda. Αγόρασαν τα φανταχτερά υφάσματα από τα ρεταλλάδικα, σατέν, λαμέ, βελούδα, δαντέλες, τούλια, τρέσες, πούλιες, χάντρες. Πήραν φωτιά οι ραπτομηχανές. Πρόβες στ’ ακάθιστα πιτσιρίκια, τρέξιμο για αξεσουάρ, σπαθιά, καπέλα. Μεγάλη ιεροτελεστία. Οι φορεσιές ήταν έτοιμες με το άνοιγμα του τριωδίου. Τρεις βδομάδες ξεφάντωμα!
- Δεν πρέπει να πάνε χαμένες, βέβαια. Θα μπορούσατε να μπείτε κανονικά οι δυο σας με τέσσερα παιδιά. Η Κούλα και γω με τα άλλα δυο παιδιά βλέπουμε…
- Έχεις καμιά ιδέα; Από πού μπορούμε να βρούμε προσκλήσεις;
- Μια ιδέα είναι να πάω στης κυρ’ Αγαθής. Ο άντρας της ο κύριος Νίκος δεν κρατάει τον μπουφέ της Μ. Λέσχης; Θα τον δω απ’ το παράθυρο όταν γυρίζει το μεσημέρι, περνά από το δρομάκι της κουζίνας μου.
Έτσι είχε το νου της η Βασιλική το μεσημέρι και προθυμοποιήθηκε να ξεφορτώσει το καλοκουβαλητή κύριο Νίκο στο σπίτι του τέσσερα σπίτια παραπάνω.
- Προσκλήσεις Βασιλική μου δεν μπορώ να βρω. Τις δίνουν απ’ ευθείας στα μέλη. Αν θέλεις, αν καταδέχεστε, εγώ δεν έχω πρόβλημα να σας μπάσω από την πόρτα των μαγειρείων.
Τέλεια η λύση βρέθηκε! Η Βασιλική γύρισε ν’ ανακοινώσει το σχέδιο κρυφής εισόδου. Θα έμπαιναν γύρω στις τέσσερεις από την κεντρική με τις προσκλήσεις Πόλυ και Άννα με τα τέσσερα παιδιά, θα έπιαναν ένα τραπέζι και θα ερχόταν από το κυλικείο η Βασιλική με την Κούλα με τ’ άλλα δύο.
Έφτασε η Κυριακή. Από το μεσημέρι άρχισε το στόλισμα. Κάθε μαμά έντυσε πρώτα τα παιδιά της. Τα κορίτσια είχαν να κάνουν και κόμμωση.
Η εννιάχρονη Ντίνα ντύθηκε μπαλαρίνα του τσίρκου, με μια ολοκόκκινη κοντή στολή από τούλια με κάθετες τρέσες κεντημένες με πούλιες και χάντρες, σανδάλια σταυρωτά και στα κατάξανθα μακριά μαλλιά μια κορώνα κεντημένη με πέρλες και ασήμια. Ο εξάχρονος Νάσος ήταν ιππότης με μαύρη σατέν φουφούλα, μπέρτα, μπερέ με τεράστιο φτερό, καλτσόν και μακριά σπάθα. Όλα έργα της Άννας.
Η επτάχρονη Φώφη είχε στολή «ουγγαρέζας» με κόκκινη σατέν κεντημένη με τρέσες φούστα, με φουρό, άσπρη μεταξωτή ποδίτσα, μαύρο σατέν κεντημένο με πούλιες γιλέκο, στα μαλλιά λουλουδένιο στεφάνι με πολύχρωμες κορδέλες στους κροτάφους και ντέφι που κουδούνιζε σε κάθε κίνηση, έργο της Πόλυς.
Ο εννιάχρονος Γιαννάκης αυτήν την αποκριά παρουσιαζόταν σαν Καίσαρας. Μαύρη μακριά τιουνίκ κεντημένη με χρυσούς μαιάνδρους, άσπρο καλσόν, κόκκινη σατέν μπέρτα, στεφάνι από επιχρυσωμένες δάφνες και φυσικά ρωμαϊκό ξίφος, έργο της Κούλας.
Ο πεντάχρονος Χάρης καμάρωνε μέσα στη χρυσόμαυρη φορεσιά του «σπανιόλου». Παντελονάκι τύπου γκολφ, κοντό σακάκι, άσπρο σατέν πουκάμισο με δαντέλες φρουφρού στο μπούστο, μπέρτα με κόκκινη φόδρα, παπούτσια με αγκράφες, καπέλο με φαρδύ μπορ και σπαθί σε θήκη. Τέλος εγώ, συμπλήρωνα το ζευγάρι των ανδαλουσιανών. Αιθέρια «σπανιόλα» με τουαλέτα μέχρι το πάτωμα. Φούστα με άπειρα βολάν σε διάφορα χρώματα και τούλια, λαμέ μπούστο, κεντημένο ζωνάρι με χρυσοκλωστές, δαντέλες στα μανίκια, μαύρη δαντέλα ξεκινούσε από το περίτεχνο χτένι του κότσου, όλα τέλεια. Δεν είχα βέβαια σπαθί ή ξίφος, όμως, κρατούσα και δονούσα με πολύ αέρα μια υπέροχη νταντελένια βεντάγια. Ήμουν κατενθουσιασμένη, ήταν η πρώτη φορά που φορούσα μακρύ ρούχο. Τώρα, πόσο ζευγάρι δείχναμε μια εννιάχρονη με έναν πεντάχρονο, τρέχα γύρευε. Η μαμά μου όμως, επέμενε το θέμα των κουστουμιών μας, πάντα ήθελε να μας εμφανίζει ζευγάρι. Άποψη και έργο της Βασιλικής.
Ξεκινήσαμε γύρω στις τρεις οι καρναβαλιστές. Η υποομάδα με τις κανονικές προσκλήσεις ανέβηκε στο ΔΧ του Κεβόρ, ταξί θα λέγαμε σήμερα. Οι της προσκολλήσεως παράνομοι με τον σκαραβαίο του μπαμπά του Γιαννάκη και συζύγου της Κούλας. Ο χορός μπορεί να ξεκινούσε στις τέσσερεις, όμως οι μαμάδες ήθελαν να απαθανατήσουν τα έργα τους. Το σχέδιο προέβλεπε στάση στο στούντιο του «φώτο Άκης». Όχι προχειροδουλειές, φωτογράφηση από καλλιτέχνη, αυτόν ακριβώς που εμπιστευόταν και οι νύφες για την ωραιότερη μέρα της ζωής τους. Σταματήσαμε και κατεβήκαμε απ’ τα’ αυτοκίνητα. Στο στούντιο ο κ. Άκης μας τράβηξε πόζες έναν έναν φωτίζοντάς μας με κάτι φώτα περίεργα που ήταν τοποθετημένα στο μέσα μέρος μιας ομπρέλας. Τα ρύθμιζε αρκετή ώρα. Μας είπε πώς να στηθούμε, πού να κοιτάζουμε, πότε να χαμογελάσουμε. Τράβηξε μετά τα αδελφάκια μαζί και δυο τρεις ομαδικές να μας θυμίζουν στο μέλλον το ντεμπούτο μας στην παιδική αριστροκρατία της Μ. Λέσχης.
Ξανά στ’ αυτοκίνητα με προσοχή μη και τσαλακώσουμε τις φουντωτές φορεσιές. Τώρα πώς να μη τσαλακωθείς στο φολκς βάγκεν που δεν είχε πόρτες για τα πίσω καθίσματα. Έπρεπε να γείρεις το μπροστινό του συνοδηγού και να περάσουμε με το Γιαννάκη και τη μαμά μου πίσω. Τι να κάνεις τέτοια αυτοκίνητα είχε δώσει η υπηρεσία στον γεωπόνο για τις περιοδείες του στην ύπαιθρο. Εδώ οι άλλες οικογένειες δεν είχαμε καν. Δεν βαριέσαι, άσε τη Ντίνα να πηγαίνει με την κούρσα, εγώ είχα συνοδό τον πιο περιζήτητο συμμαθητή μας, τον γοητευτικό Γιαννάκη που όλες ζητούσαμε την εύνοια και την προτίμησή του.
Η μεγάλη ομάδα κατέβηκε από την τεράστια κούρσα μπροστά στην τεράστια δίφυλλη πύλη της λέσχης επί της οδού Κύπρου. Εμείς παρκάραμε στον κατήφορο που χωρίζει τη λέσχη από το Δημαρχείο της πόλης. Ανεβήκαμε από τη σκάλα υπηρεσίας στο πίσω μέρος της λέσχης από κει που γινόταν η τροφοδοσία. Κτυπήσαμε το τζαμάκι της πόρτας του κυλικείου και ήρθε ένας νεαρός σερβιτόρος μιλημένος από τον κύριο Νίκο τον μπουφετζή να μας ανοίξει. Φοβερή συνωμοσία! Είχα την αίσθηση πως γυρίζαμε ταινία με περιπετειώδες σενάριο, όλο μυστικότητα και τόλμη. Από το κυλικείο προχωρήσαμε με τρόπο στο βεστιάριο να αφήσουμε τα πανωφόρια. Δυστυχώς κανείς δεν μας πρόσεξε και δεν είχαμε καθόλου απρόοπτα! Κάτι βρε αδελφέ να μας πιάσουν, να σκαρώσουμε μια ιστορία για χαμένες προσκλήσεις, να δικαιολογηθεί ο κύριος Νίκος πως μας γνωρίζει ως οικογένειες μελών, να ‘χει τέλος πάντων λίγο τζέρτζελο. Πήραν οι μαμάδες κάτι νούμερα για τις θέσεις των παλτών και μπήκαμε θριαμβευτικά στην αίθουσα του χορού. Οι κυρίες Πόλυ και Άννα είχαν ήδη στρογγυλοκαθήσει στα αναπαυτικά καθίσματα γύρω από ένα τραπέζι κοντά στην ορχήστρα και μας περίμεναν. Οι μαμάδες έβγαλαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης για την επιτυχία του σχεδίου και μας άφησαν ελεύθερους.
Τι αίθουσα απέραντη ήταν αυτή. Μακρόστενη, με μια σειρά τεράστια παράθυρα ενσωματωμένα σε φλωρεντιανές αψίδες κατά μήκος της νότιας πλευράς. Βαριές σκούρες κουρτίνες βελούδινες συγκρατιόντουσαν με χρυσά κορδόνια που κατάληγαν σε φούντες και άφηναν να φαίνονται άλλες ανοιχτόχρωμες βουάλ κουρτίνες που άφηναν να περάσει το φως. Κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρεμόντουσαν από το ταβάνι με τις ζωγραφισμένες ροζέτες και τις διακριτικές γιρλάντες. Τοιχογραφίες και πίνακες κοσμούσαν τους τοίχους. Οι πόρτες από μασίφ βερνικωμένη καρυδιά και ένα παρκέ, μα τι παρκέ! Χόρευες αθέλητα περπατώντας πάνω του, λείο, γυαλιστερό να σχηματίζει σχέδια. Στο κέντρο δέσποζε μια τεράστια πήλινη σόμπα από Φαγιάνς ανάγλυφα πλακίδια σε λευκό φόντο. Θεόρατη! Όλα τα παιδιά πόζαραν κατ’ επανάληψη μπροστά της, για να φωτογραφηθούν. Τα πλακίδια δεν κάλυπταν μόνο τη σόμπα, αλλά και τον απαγωγό μέχρι το ταβάνι σχεδόν. Μόνο στο σαράι του Ντολμαμπαξέ είδα ανάλογες. Χαζεύαμε εκστασιασμένα όλα τα παιδιά την παραμυθένια αίθουσα χορού. Στην κάτω άκρη ήταν η ορχήστρα που ακόμη κούρδιζαν τα όργανα.
Συνέχεια έμπαιναν νέες παρέες παιδιών με τις μαμάδες τους και γέμιζαν τα διαθέσιμα τραπέζια. Τι φορεσιές ειδών ειδών! Αμαζόνες με ημίψηλα και μαστίγια, βασίλισσες της νύχτας με φούστες ολοκέντητες μ’ αστέρια και φεγγάρια, μπαλαρίνες με πουέντ και φουντωτά τούλια, μαρκησίες με περούκες, νεράιδες με ραβδάκια και μυτερά καπέλα, ολλανδέζες με σαμπό, παγοδρόμοι με γουνάκια και μποτίνια, χαβανέζες με χορταρένιες φούστες και λουλουδένιες γιρλάντες, γκέισες με άσπρο μακιγιάζ και βελόνες στους περίτεχνους κότσους. Αλλά και τ’ αγόρια με προτίμηση στις στολές που προϋποθέτουν σπαθιά για ξιφομαχίες: αρχαίοι πολεμιστές με περικεφαλαίες, ταυρομάχοι με κόκκινες μπέρτες και χρυσές επωμίδες, τσολιάδες με τσαρούχια, Ζορό μες τα μαύρα και απαραίτητη μάσκα, κοζάκοι με γούνινα καπέλα και ψηλές μπότες, πιερότοι και αρλεκίνοι, Ναπολέοντες σε στυλ αμπίρ και φυσικά πειρατές με κλεισμένο το ένα μάτι και τρίκωχη καπελαδούρα. Τα πιο μικρά παιδάκια ήταν ντυμένα ποντικάκια με ουρίτσες, γατούλες με κόκκινα αυτάκια, κουνελάκια, κίτρινα πουλάκια. Πλησιάζαμε με τη Νίνα να ρωτήσουμε τι κοστούμι φορούν. Απαντούσαν όλοι με αφάνταστο καμάρι.
- Α! να ήρθε και η Δάφνη. Παρέσυρα τη Ντίνα προς το τραπέζι της συμμαθήτριάς μου από τα Γαλλικά. Καταπληκτική φορεσιά αμαζόνας με κολλητό παντελόνι, μωβ σταυροκούμπωτο σακάκι, ημίψηλο με μωβ κορδέλα και καμτσίκι. Το άλογο έλλειπε.
- Τι πρωτότυπη φορεσιά Δάφνη! Καμιά σχέση με τις άλλες αμαζόνες στα ασπρόμαυρα και την τούλινη φούστα.
- Ευχαριστώ πολύ και συ είσαι πολύ όμορφη σπανιόλα.
Γυρίσαμε στο τραπέζι μας μόλις μας έγνεψαν πως ήρθαν οι πάστες και τα’ αναψυκτικά. Η μαμά επιβεβαίωσε πως έτσι είναι τα αυθεντικά κουστούμια της ιππασίας. Όπως και της μικρής της αδελφής που ήταν ντυμένη Κλεοπάτρα.
- Ωραίες είναι, τις πήραν έτοιμες, μάλλον, από το Βon Bon, είπε η Κούλα.
- Μπορεί να τις νοίκιασαν, σχολίασε η Πόλυ. 200 δραχμές τη μέρα τις χρεώνει.
- Ανάγκη που έχουν και οι καπνέμποροι! Θα τις αγόρασαν, συμπλήρωσε η Άννα.
- Αξία έχουν αυτές που φτιάξαμε εμείς, μόνες μας. Και αυτές πρέπει να βραβεύουν στους διαγωνισμούς. Όχι τις αγορασμένες από τους επαγγελματίες, είπε η μαμά.
Δεν είχαμε τελειώσει το γλυκό μας όταν η ορχήστρα, άφησε την απαλή μουσική δωματίου και έδωσε το σύνθημα έναρξης του χορού με… la Bostella. Τ’ αφήσαμε στη μέση και ριχτήκαμε στην πίστα. Χοροπηδούσαμε στο ζωηρό ρυθμό και σε κάποια σημεία καθόμασταν σκαμνάκι και βγάζαμε έναν ινδιάνικο ήχο βάζοντας το χέρι περιοδικά στο στόμα. Οι ρυθμοί εναλλάσσονταν: Bossa Nova, Twist, Rock and Roll, Cha-Cha, Charleston, Hally Gally και φυσικά Jeronymo Yanka του φερέλπιδος Βαγγέλη Παπαθανασίου συνθέτη των FORMINX! Ε εκεί ήταν που τραγουδούσε όλη η πιτσιρικαρία για να υπογραμμίζει πόσο δημοφιλής ήταν ο χορός…
Γιάνκα χορεύει η Άννα Μαρία,
Γιάνκα χορεύει και ο βασιλιάς,
Γιάνκα χορεύει και η Αλεξία
μέσα στις φασκιές…
Υπέροχα, υπέροχα περνούσαμε υπέροχα! Πετούσαμε το κομφετί, τυλιχθήκαμε στις σερπαντίνες, φυσούσαμε τις σφυρίχτρες, γυρίζαμε φασαριόζικες ροκάνες. Αρχίσαμε να ιδρώνουμε και οι μάνες μας έκαναν νοήματα να σταματήσουμε να ξεκουραστούμε. Ο Νάσος με το Χάρη γρήγορα έφυγαν από την πίστα και βρήκαν άλλα αγοράκια στο διάδρομο και έπαιζαν τους ξιφομάχους με τα πλαστικά σπαθιά τους. Σήκωναν και το αριστερό χέρι όπως είχαν δει τον Αλαίν Ντελόν να ξιφομαχεί τη Μαύρη Τουλίπα.
Οι μεγαλύτεροι δεν σταματούσαμε το κούνημα. Το ρεπερτόριο της ορχήστρα άλλαξε, και το γύρισε σε σλόου. Ήταν στο πρόγραμμα, το ζήτησαν οι γονείς που έβλεπαν τους γόνους του με κόμπους ιδρώτα στα μέτωπα και την κόμη μούσκεμα, δεν το ξέρω. Πάντως το πρόβλημα φάνηκε όταν ήμαστε αναγκασμένοι να χορέψουμε ταγκό και βαλς ως … ζευγάρια. Ο Γιαννάκης, υψηλής γοητείας μεν, δεν χωριζόταν στα τρία δε. Και καλά η Φώφη ήταν μικρή, ας χόρευε και με κορίτσι. Εγώ, όμως, δεν το μπορούσα. Χόρευε ο Γιαννάκης ένα βαλς με μένα, ένα ταγκό με τη Ντίνα και πάλι από την αρχή. Δεν με ενδιέφερε και η κουβέντα των μαμάδων για το χορό της Μυγδαλιάς που έδινε άπαξ του έτους η Φιλόπτωχος και κάθε κυρία έραβε καινούρια τουαλέτα για να εμφανιστεί στο κοσμικότερο γεγονός της πόλης. Ούτε ακόμη συγκινήθηκα από το κουτσομπολιό για το περσινό περιστατικό, τότε που έπεσε στο παρκέ η σερβιέτα μιας κυρίας, καθώς στριφογύριζε με φιγούρες του βαλς στην αγκαλιά του Δημάρχου και κείνη συνέχισε απτόητη κάνοντας πως δεν είναι δική της.
Έσφιγγα τα χείλη ρουφώντας την πορτοκαλάδα νευρικά με το καλαμάκι και δεν βολευόμουν στην καρέκλα μου. Τι δουλειά είχε η Ντίνα με τον Γιαννάκη; Αυτήν την αγαπούσε ο συμμαθητής μας ο Δημητράκης. Την είχε ερωτευτεί με το που την πρωτοείδε στη Β΄ τάξη όταν ήρθαν στην πόλη με μετάθεση του μπαμπά της. Εδώ τους είχαμε κάνει στο παιχνίδι και γάμο κάτω από τη βεράντα! Παίξαμε και βαφτίσια της κούκλας της με μένα νονά, τώρα που δεν ήταν μαζί μας ο Δημήτρης, γιατί να μοιραζόμαστε τον Γιαννάκη. Ε! γιατί;
- Μην μου κατσουφιάζεις χρυσό μου, επενέβη η κ. Κούλα. Τώρα θα σου φέρω τον καλύτερο καβαλιέρο.
Σε λίγο επέστρεψε φέρνοντας μαζί της ένα συνομήλικό μου αγόρι ντυμένο ταυρομάχο.
-Αντρέα μου, εσύ ως ταυρομάχος πρέπει να χορέψεις με την τόσο όμορφη σπανιόλα μας!
Με περιεργάστηκε για λίγα λεπτά.
- Δεν ξέρω όλους τους χορούς, μου δικαιολογήθηκε.
Τέλος πάντων! Ας χορέψουμε ένα ταγκό. Πράγματι δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα. Με τσαλαπάτησε, μπερδεύτηκε στο μακρύ μου φόρεμα. Ντιπ άτσαλος ο καβαλιέρος. Πού θα πάει θα τελειώσει και θα χορέψω τον επόμενο με τον Γιαννάκη. Εσύ είσαι που το λες. Αφού είδε η Ντίνα πως είχα ταίρι, πού ν’ αφήσει τον Γιαννάκη. Α! Εδώ σηκώνει καυγά.
- Νίνα τώρα να χορέψεις εσύ με τον Αντρέα, της είπα διεκδικώντας τον Γιαννάκη.
Αλλάξαμε για λίγο, μέχρι που ο Αντρέας μας άφησε δυσαρεστημένος για να γυρίσει στους φίλους του. «Δεν θα γνωρίσω και όλα τα κορίτσια σήμερα» είπε της Ντίνας που έμεινε έκπληκτη από την πρωτόγνωρη απόρριψη.
Ευτυχώς η ορχήστρα το γύρισε σε παραδοσιακούς συρτούς και έληξε, προς το παρόν, το πρόβλημα. Ευθυμήσαμε όλοι και συνεχίσαμε. Εν τω μεταξύ γύρισαν και τ’ αγόρια απ’ τη ξιφομαχία, μια και ο Χάρης απορροφημένος από το παιχνίδι, δεν πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα και του έφυγαν τα τσίσια του. Γύρισε και καρφώθηκε στην καρέκλα του μέχρι που φύγαμε, ακούγοντας την κατσάδα της μαμάς.
Ακολούθησαν άλλα ενσταντανέ της βραδιάς. Διαγωνισμός κουστουμιού, διαγωνισμός χορού και λαχειοφόρος αγορά. Στο διαγωνισμό κουστουμιών η επιτροπή βράβευσε την μπαλαρίνα του Τσίρκου, δηλαδή την πανέμορφη Ντίνα, ως μοναδικό, πρωτότυπο και καλοραμμένο κουστούμι και κέρδισε όλη τη σειρά της εγκυκλοπαίδειας «Θησαυρός Γνώσεων». Στο διαγωνισμό χορού ως πιο χαριτωμένο ζευγάρι επικράτησαν η ουγγαρέζα Φώφη με τον ιππότη Νάσο, και πήραν από ένα view master. Ο Γιαννάκης κέρδισε τον πρώτο λαχνό της λαχειοφόρου και απέκτησε μια κινηματογραφική μηχανή προβολής. Δυστυχώς δεν ήταν η μέρα των παιδιών της δικής μας οικογένειας. Ο μεν Χάρης κατουρήθηκε πάνω του και πέρασε τη μισή βραδιά ως βρεμένη γάτα, εγώ ξέμεινα από καβαλιέρο στους μισούς χορούς και δεν διακρίθηκα πουθενά.
Στην αποχώρησε τα πράγματα έγιναν χειρότερα μια και ο Χάρης έπρεπε να γυρίσει με τη μαμά και το φολκς βάγκεν, ενώ εγώ με την άλλη ομάδα του ταξί. Πάει και η ευκαιρία να μείνω με το Γιαννάκη…
Την επομένη εξακολουθούσα να είμαι συννεφιασμένη. Η χαριστική βολή ήρθε το μεσημέρι όταν ο μπαμπάς γυρίζοντας για το γεύμα έφερε γελαστός και περήφανος την τοπική εφημερίδα.
- Ο Χάρης μας είναι στη μεγαλύτερη φωτογραφία, για δέστε εδώ!
Κάτι σαν τανάλια έσφιξε το στομάχι μου, η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο, το πρόσωπο μου φλογίστηκε, σαν ν’ ανέβασα πυρετό. Πλησίασα στο τραπέζι όπου άπλωσε τη εφημερίδα ανοικτή στην κεντρική σελίδα, το σαλόνι. Μια ολόκληρη επιφάνεια τόσο επί τόσο με εικόνες από το μπαλ ντ’ ανφαν της Μ. Λέσχης. Στην κεντρική φωτογραφία ο Χάρης, χαμογελαστός σπανιόλος με το σπαθί στο χέρι, καμαρώνει με φόντο την περίτεχνη άσπρη σόμπα! Η πιο καλλιτεχνική ασπρόμαυρη πόζα! Ψάχνω εναγωνίως τις άλλες φωτογραφίες. Πουθενά εγώ! Δεν είναι δυνατόν. Δηλαδή, μόνο εγώ είμαι η χαμένη; Τέτοια απογοήτευση δεν είχα ξαναπάρει.
- Είδες Χαρούλη; Σε τίμησε ο Βασιλάκης, κόμπασε ο μπαμπάς.
- Ο κ. Βασιλάκης τις έβαλε;
- Ε, βέβαια! είναι ο ρεπόρτερ της «Πρωινής».
- Να με πας να τον ρωτήσω, εμένα γιατί δεν μ’ έβαλε; Τσίριξα. Τρόμαξαν οι δικοί μου. Πού να καταλάβουν το δράμα μου!
Παρακολουθούσαν μια ανεξήγητη υστερία. «kıskanıyor…» μουρμούρισε τούρκικα η γιαγιά στην ενδοσυνεννόηση των ενηλίκων της οικογένειας Τι να κάνει ο μπαμπάς, με πήρε μαζί του κατεβαίνοντας το απόγευμα. Πήγαμε στα γραφεία της εφημερίδας. Ήταν γνωστός του ο φωτογράφος και τον καλούσαν και στο σπίτι για οικογενειακές φωτογραφήσεις.
- Μη παραπονιέσαι μου είπε. Δεν μπορώ να βάζω όλα τα παιδιά, θα μου έκαναν και παράπονα ότι κάνω διακρίσεις και ευνοώ τους γνωστούς μου. Σου υπόσχομαι, όμως, πως θα τραβήξω την καλύτερη φωτογραφία με σένα στην παρέλαση. Και θα σε βάλω στο πρωτοσέλιδο να σε βλέπουν όλοι, όπως τους διάσημους στα εξώφυλλα που κρέμονται στα περίπτερα.
Κούνησα με απογοήτευση το κεφάλι μου πάνω κάτω κι ας το πήρε ως αγένεια. Ποια παρέλαση καλέ, ακόμη ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού. Παρέλαση θα κάναμε από την Πέμπτη τάξη. Δηλαδή … βράσε ρύζι.
* Η Τασούλα Γεωργιάδου είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών. Αφού παίδεψε επί τριανταπέντε χρόνια μαθητές και καθηγητές με τη Χημεία και τη Διδακτική της, με τις ΤΠΕ και την Προστασία Μνημείων, προσπαθεί να καταπιαστεί και με τον πεζό λόγο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα/αφηγήσεις/ χρονογραφήματα σε λογοτεχνικά έντυπα κ
αι ιστοτόπους ποικίλης ύλης.