Dark Mode Light Mode

Νύχτα μισού αιώνα

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


“Εξήντα και κάτι” του είπε πως είναι στα χρόνια της. Έτσι του είπε. Η αλήθεια βέβαια – που τη γνωρίζω πολύ καλά εγώ -, είναι πως αυτό το “κάτι”, ήταν λίγο λιγότερο από μια δεκαετία, αλλά πάντως, “εξήντα και κάτι” μπορεί να πει κάποιος πως ήταν. Όλοι μας λίγο πολύ το κάνουμε αυτό, το ας πούμε τέχνασμα, και σε αυτό το “κάτι”, δίνουμε τις δικές μας διαστάσεις. Κάθε φορά όπως μας βολεύει. Και “κάτι”, παρά “κάτι” . Βάσει λοιπόν αυτής της λογικής είπε η Γιάννα στο μπακούρι, τον φίλο μου τον Τάσο, το “εξήντα και κάτι”. Και αυτό το “κάτι” όμως ξαναλέω πως το ήξερα επακριβώς εγώ, καθότι όταν εγώ πήγαινα στη πρώτη γυμνασίου, αυτή τελείωνε το λύκειο, και τώρα που εγώ είμαι στα μέσα τής δεκαετίας των εξήντα, αυτή στα πόσα είναι;

Κακίες!

Μια άλλη αλήθεια είναι, πως όταν κάπως τυχαία συναντηθήκαμε, τυχαία λέω, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι που λένε, ότι πράγματι δεν φαινόταν τα χρόνια της καθόλου, και θα γινόταν και αναμφιβόλως πιστευτή, αν ισχυριζόταν ακόμα και το εξήντα παρά κάτι.

Γκόμενα με τα όλα της στα νιάτα της ήταν, και τώρα γυναίκα την είδα, μεστωμένη ζουμερή, με τα θέλγητρά της ακόμα σε λιμπιστική κατάσταση. Στα εβδομήντα παρά κάτι. Και ζωντοχήρα, δίχως παιδιά. Ήταν βέβαια και λίγο φτιαγμένη όπως έδειχνε εξωτερικά, αλλά τόσο, όσο. Τώρα…. πώς ήταν εσωτερικώς, εννοώ μέσα από το κομψό της φόρεμα, το κορμί της, μου ήταν άγνωστο. Αλλά πάντως, σάμπως και μια υποψία να είχα. Όμως η ομορφιά τής γυναίκας, της γυναίκας με το μήλο στο χέρι και το φίδι παραδίπλα, δεν χάνεται κι ας μεγαλώνει και γερνά. Επιπλέον στην περίπτωση της Γιάννας, αν η ψυχή της το έλεγε, το κορμί της το παραέλεγε, μιλούσε, το ζητούσε. Τούτου δε η διακρίβωση εγένετο αναπάντεχα, ενδελεχώς και επισταμένως, εκείνη την αργοπορημένη νύχτα που ήρθε απ’τα παλιά, στο τώρα.

Καλοζωισμένη, ντυμένη πάντα με κομψά και ακριβά ρούχα από μικρή ήταν. Και σα δε φορούσε την σχολική ποδιά, γυναίκα έμοιαζε. Και με μεγάλη ακίνητη περιουσία που δεν κρύβονταν, καθώς ο τόπος όπου ζούσαμε, ήταν μία μικρή πολιτεία. Και… από ότι κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, μετρητά πολλά στην Ιονική τράπεζα είχε ο πατέρας της στο λογαριασμό του, μιας και καπνέμπορας μεγάλος ήταν. Και αυτό τσεκαρισμένο καλά, και αλήθεια ήταν γιατί ο διευθυντής της τράπεζας ήταν θείος τού Περικλή. Νύφη περιζήτητη και οι μορφονιοί αραδιασμένοι, ωσάν της Πηνελόπης οι μνηστήρες τη γυρόφερναν.

“Ξέρεις ρε μαλάκα τί χρήμα έχει ο πατέρας, της γκόμενας; Ο μπάρμπας μου, μου το είπε. Ξέρεις;”

“Και σένα τι σε κόφτει ρε μαλάκα, πέντε χρόνια μας ρίχνει.”

Είναι βέβαια αλήθεια ότι και εμένα παρόλο που ήμουν καχεκτικός κι αδύνατος, παιδί ακόμα, μου γυάλιζε. Δεν με νοιάζαν εμένα όμως τα λεφτά, μα μονάχα εκείνο που πάθαινα σαν τη κοιτούσα και ονειρευόμουν. Παιδικά ονείρατα, φρούδες ελπίδες. Εμένα ούτε καν η Κική δεν μου έδινε σημασία που είχε μια μύτη πλακουτσωτή σαν γελαδίσια και μάτια σαν κουμπότρυπες, η Γιάννα θα με κοιτούσε. Η αλήθεια βέβαια – κι αυτή η ιστορία όλο αλήθειες γεμάτη είναι -, ήταν πως ήμουν ομορφούλης και μια φορά που ήρθε επίσκεψη στο σπίτι μας, στην αδελφή μου:

“Τί γλυκούλης που είναι ο αδερφός σου”, της είπε η Γιάννα, και με τα Θεϊκά της δάχτυλα, μου τσίμπησε το μάγουλο και μου χάιδεψε τα σκαντζοχοιρίσια μαλλιά μου. Άντρας μέχρι εκεί πάνω ξεπετάχτηκα στα ξαφνικά εγώ, και ένιωσα ανατριχίλες και παράξενες εσωτερικές μα και εξωτερικές εντάσεις, αλλά με προσγείωσε ο Περικλής όταν του είπα τα καθέκαστα.

“Άντε βρε μαλάκα, εσύ ακόμα κατουριέσαι τις νύχτες πάνω σου, θες να γκομενιάσεις κι όλας.”

Είναι βέβαια αλήθεια – άλλη μια αλήθεια – πως της Γιάννας της άρεσαν τα πιτσιρίκια – γι αυτό και μια ελπίδα την είχα – και όλοι ξέραμε πως τα είχε με τον Διονύση που ήταν δεκαέξι, αλλά είχε πρόωρη ανάπτυξη κι ήταν τσαχπίνης κι ομορφόπαιδο. Ήταν βέβαια και του Δημάρχου ο γιος. Μεγαλεία από τότε αποζητούσε η Γιάννα. Την είχαμε δει μια φορά που παίζαμε με τα κατρακέλια μας, εκείνα τα βαρελίσια τσέρκια, λέω, στον πλάτανο στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί στον πλάτανο την είδαμε ακουμπισμένη, και πάνω της ο Διονύσης. Κρυφτήκαμε πίσω από το πεζούλι, και τον είδαμε να τη φιλά και να χώνει το χέρι του κάτω από το φουστάνι της και να πασπατεύει τα μεριά της. Ύστερα, έφυγαν τρεχάλα και με γέλια πιο μακριά, και κρύφτηκαν ανάμεσα στις φτέρες. Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε κι ούτε θέλαμε. Μας κυρίεψε η ζήλεια. Με πόνεσε πολύ εμένα και γι αυτό, μια φορά που ξαναήρθε σπίτι μας η Γιάννα λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές, εγώ ούτε που της μίλησα και έφυγα θυμωμένος. Εκείνη με κοίταξε παραξενεμένη, μα εμένα μου φάνηκε πως ερωτικά τα μάτια της με είδαν. Δεν τόλμησα όμως αυτή τη φορά να πω το γεγονός αυτό στον φίλο μου τον Περικλή.

Τελείωσε η Γιάννα το σχολείο κι έφυγε για να πάει φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Τον Σεπτέμβριο γίνονταν τότε οι εξετάσεις. Την χάσαμε, πάει ο έρωτάς μας. Δεν πέρασε στο Πανεπιστήμιο και μετά το καλοκαίρι, έφυγαν, μετακόμισαν οικογενειακώς στη πόλη. Πάει η Γιάννα. Πάει το όνειρό μας. Μείναμε και γω και ο Περικλής με το όνειρο. Ένα όνειρο απατηλό που τραγουδούσε ακριβώς εκείνη τη χρονιά ο Σταμάτης Κόκοτας.

Αργότερα έμαθα πως σταμάτησε τα ερωτικά παιχνίδια της με τα πιτσιρίκια – όχι όμως για πολύ – παντρεύτηκε έναν χρυσοχόο κατά πολύ μεγαλύτερο της, εκείνος τη έντυσε στα χρυσά, και μετά από δύο δεκαετίες και κάτι, μπήκε και ο ίδιος σε κάσα χρυσή και μην τον ξαναείδατε. Ύστερα η Γιάννα, αφού κράτησε τους τύπους και του έκανε τα σαράντα σαν καλή χριστιανή, στις σαράντα και μία ημέρες επάνω, ξεκίνησε πάλι και συνέχισε το αγαπημένο της χόμπι που το είχε διακόψει για λίγο λόγω του γεγονότος. Ξέβγαζε όποιο μικρό ξεπεταγόταν απ’το αυγό κι έβγαζε γένια. Από τότε και μετά δεν έμαθα νέα της.

Πάνω από πενήντα χρόνια θα πέρασαν που είχα να τη δω, αλλά δεν την είχα ξεχάσει ποτέ, και να, να ο φίλος μου ο Τάσος καθώς πίναμε ένα καλοκαιρινό απόγευμα τις μπύρες μας στον “Μύλου Μώλος”, να μου μιλά για μια Γιάννα γύρω στα εξήντα και κάτι που γνώρισε και τη γουστάριζε πολύ. Έκανε άλμα χρονικό το μυαλό μου. “Ρε, ρε μήπως είναι του καπνέμπορα Βασίλη Σ. η κόρη;” τον ρωτώ.

“Ναι, έτσι μου είπε, καπνέμπορας ήταν ο συγχωρεμένος ο πατέρας της. Τη γνωρίζεις;”

Ξύπνησαν θηρία μέσα μου κι άξαφνα, νάτο το ξεχασμένο ερημονήσι μέσα στη θάλασσα της λήθης μου να το χτυπούν ηδονικά αφρισμένα κύματα. Τί σου είναι ο άνθρωπος και το ανθρώπινο μυαλό.

Στο κουτούκι της παρέας τα πίνουμε, εγώ, ο Τάσος και η “εξήντα και κάτι”, Γιάννα.

“Να σου συστήσω ένα φίλο μου”, είπε ο Τάσος όταν – τάχατες τυχαία – λίγη ώρα πριν συναντηθήκαμε στην παραλία με τα ψαροκάικα, μια βδομάδα μετά την μπυροκατάνυξη. Προσυνεννοημένη ήταν η συνάντησή μας με τον Τάσο, για να μου τη γνωρίσει τάχατες, και να δώσω ή όχι τη συγκατάθεσή μου. Εκείνη με κοίταξε ερευνητικά, είπαμε δυο τρεις κουβέντες αναγνωριστικές, έτρεξε ο νους της πίσω και μου χαμογέλασε. Ύστερα με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά.

“Μεγαλώσαμε”, μου είπε.

Τα έχασα.

“Πάντα όμορφη”, τόλμησα να απαντήσω με συστολή εφήβου εγώ. Πλακώσαμε τα τσίπουρα κι ύστερα το γυρίσαμε στο κρασί. Από την αρχή φαίνονταν το πράμα, αλλά μετά και τα δύο τρία πρώτα ποτηράκια κοκκινέλι, ο Τάσος δεν υπήρχε πια. Χάθηκε από το σκηνικό. Ήμουν εγώ κι εκείνη εκεί. Μόνοι μας. Σε χρόνο δίχως χρόνο. Και εκείνο το βράδυ, το απατηλό ναυαγισμένο όνειρο, έγινε αληθινό, άνοιξε πανιά και με ταξίδεψε σαν νιόβγαλτο σκαρί σε θάλασσες που είχα από καιρό ξεχάσει. Μπορεί να ήταν εξήντα και κάτι, ή, η αλήθεια βέβαια είναι εβδομήντα παρά κάτι, αλλά εγώ εκείνο το βράδυ, εκείνη τη μεγάλη μισού αιώνα και “κάτι” αργοπορημένη νύχτα, είχα στο κρεβάτι δίπλα μου την Γιάννα στα δεκαοχτώ της…

Και ήμουν εγώ, δεκατριών και έλιωνα…

Από εκείνη τη νύχτα όπως ήταν φυσικό , έχασα τον καλύτερό μου φίλο….

Παίρνω όλες τις τελευταίες μέρες τον Τάσο στο τηλέφωνο:

Ο τηλεφωνικός αριθμός που καλείτε είναι κατειλημμένος….

Που θα πάει όμως θα του περάσει!

Καλοκαίρι του 2019

Προηγούμενο άρθρο

Α2: Σπουδαία νίκη για το ΓΣΕ στο Παγκράτι - Πάλεψε για 20' η Energean Kavala BC

Επόμενο άρθρο

Επαναλειτουργεί από τη Δευτέρα 10 Μαΐου ο Σκακιστικός Όμιλος