Dark Mode Light Mode
Το «Ερέχθειο» της οδού Βενιζέλου στην Καβάλα…
Ο Αχιλλέας της Ευδοκίας: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Ο Αχιλλέας της Ευδοκίας: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Η γειτονιά μου -τα Πεντακόσια- ήταν καθαρά μια προσφυγική συνοικία.

Τα σπίτια που χτίστηκαν σ’ αυτήν, ήταν πέτρινες πολυκατοικίες των τεσσάρων διαμερισμάτων που υποδέχθηκαν μεταξύ 1924-1930 προσφυγικές οικογένειες. Τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών αυτών αποτελούνταν από δύο δωμάτια κουζίνα και αποχωρητήριο και κατοικήθηκαν αρχικά από δύο οικογένειες στο κάθε διαμέρισμα με κοινή την κουζίνα και το αποχωρητήριο.

Στην πολυκατοικία με αριθμό 6 της οδού Δεληγιάννη, το κάτω διαμέρισμα χορηγήθηκε σε δύο οικογένειες μια μονοπρόσωπη τη θεία Παρθένα και σ’ ένα άτεκνο ζευγάρι την Ευδοκία και τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας  ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου που δυσκολεύτηκε να συμβιώσει μ’ όλους τους άλλους ξεσπιτωμένους, που η κακή τους μοίρα τους έριξε στον ίδιο τόπο μ’ αυτόν.

Δεν ταυτίστηκε μ’ εκείνους, όπως έγινε με τους άλλους πρόσφυγες των Πεντακοσίων, στην πλειονότητά τους Μικρασιάτες και αυτοί, που δημιούργησαν ένα ωραίο συνονθύλευμα και έδεσαν όμορφα έθιμα και παραδόσεις και δημιούργησαν κάτι καινούργιο πιο όμορφο, τη γειτονιά τους.

Για μας τους πιτσιρικάδες εκείνης της γειτονιάς, ο Αχιλλέας ήταν ο πιο κακός άνθρωπος του πλανήτη… Ο λόγος;! Δε μας άφηνε να παίξουμε μπάλα στη γειτονιά μας. Οι κουρελόμπαλες μας στην αρχή που έπεφταν στα χέρια του κατακομματιάζονταν μπροστά στα μάτια μας με σαδιστικό τρόπο.

Τις κύστες από γουρούνι, τις φούσκες που λέγαμε και προμηθευόμασταν από τα γειτονικά μας Σφαγεία και χρησιμοποιούσαμε σε μια εποχή για μπάλα, δεν τις έπιανε με τα χέρια του, τις σιχαίνονταν, αυτές προσπαθούσε να τις σκάσει πατώντας τες.

Ο πόλεμος που παραλίγο θα ξεσπούσε στη γειτονιά ήταν στην περίπτωση εκείνη που είχαμε αγοράσει μια κανονική ποδοσφαιρική μπάλα από τον Μανδαλάκη, βάζοντας ρεφενέ ότι μαζέψαμε από τα κάλαντα της χρονιάς εκείνης.

Με την μπάλα εκείνη δεν παίζαμε ποδόσφαιρο στο στενό δρόμο της Δεληγιάννη αλλά στην όαση, το σημερινό χώρο μέσα στο δασάκι των Πεντακοσίων. Όποτε το επιχειρήσαμε, ρίξαμε -δυστυχώς- τζαμαρίες κάτω  και μας κυνηγούσαν.

Στην περίπτωση εκείνης της ημέρας είχαμε κλείσει να παίξουμε έναν αγώνα με την ομάδα από το Σούγιολου και περιμένοντας να μαζευτούμε όλοι για να πάμε στο Καρά Ορμάν, όπου είχε τότε άπλετο χώρο για να παίξουμε.

Αλλάζαμε μπαλιές και μια ξέφυγε, πήγαινε προς το χώρο του Αχιλλέα. Βγήκε, την άρπαξε θριαμβευτικά, έβγαλε ένα σουγιά που είχε στην τσέπη του και ετοιμάστηκε να την πετσοκόψει. Τρέξαμε όλοι επάνω του, τον παρακαλέσαμε με κλάματα να μη μας τη χαλάσει.

Ήταν ανένδοτος. Το κλάμα μας και οι φωνές μας ξεσήκωσαν τη γειτονιά. Βγήκαν και οι μεγάλοι στα παράθυρά που υπερασπίζονταν το δίκαιό μας αλλά από μακριά, από τα παράθυρά τους, δεν ήθελαν να μπλέξουν με τον Αχιλλέα.

Ήταν ανένδοτος και εριστικός: προσπάθησε να σφάξει την μπάλα σαν καρπούζι αλλά αυτή γλιστρούσε, του ξέφευγε! Έβαλε κάτω την μπάλα να την μαχαιρώσει γιατί, όπως την κρατούσε στην μασχάλη του, γλιστρούσε και του ξέφευγε.

Εκείνη τη στιγμή ο Κώστας Μαύρος όρμησε, κλώτσησε την μπάλα και την πήραμε. Η μπάλα ήρθε στα δικά μας χέρια αλλά ο Κώστας έμεινε στα χέρια του Αχιλλέα! Ο Αχιλλέας κατακόκκινος από το κακό του σήκωνε ψηλά με το ένα χέρι τον Κώστα και στο άλλο χέρι κράδαινε το μαχαίρι γεμάτος οργή.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έρχονταν από τη δουλειά ο Γιώργης, ο πατέρας του Κώστα, ήταν λιμενεργάτης θηριωδών διαστάσεων και άγριας εμφάνισης. Ο Κώστας, όπως ήταν κρεμασμένος από το χέρι του Αχιλλέα, χτυπούσε χέρια και πόδια για να γλυτώσει τη «σφαγή».

Σε μια τέτοια στροφή είδε τον πατέρα του να πλησιάζει. Σταμάτησε κάθε προσπάθεια, έμεινε ακίνητος και όπως ήταν απέναντι από το πρόσωπο του Αχιλλέα του είπε σφυρικτά, «Άντε τώρα μπάρμπα Αχιλλέα να μετρηθείς με τον Καραγεώργη».

Τότε συνειδητοποίησε ο Αχιλλέας την παρουσία του άλλου. Άφησε τον Κώστα να πέσει απότομα κάτω, γύρισε και η ματιά του συνάντησε το άγριο βλέμμα του Γιώργη, είπε μόνο τρομοκρατημένος, «Να παίζανε!»  Τάχυνε το βήμα του και κλείστηκε στη φωλιά του, ακολουθούμενος από γέλια και πειράγματα των γειτόνων. Από τότε η στάση του άλλαξε απέναντί μας αλλά και εμείς μεγαλώσαμε πια και άλλος ήταν ο στίβος του αγώνα για τη ζωή μας που μας είχε τραβήξει.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Το «Ερέχθειο» της οδού Βενιζέλου στην Καβάλα…