Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Να σ’ αγναντεύω θάλασσα”
Λες και ήταν καρφωμένος στην ακροθαλασσιά, ήταν. Δεν σάλευε καθόλου. Μονάχα μερικές ξαφνικές ανεμοσυρμές ξεσήκωναν τα μακριά άσπρα του μαλλιά προς τον ουρανό. Σαν ικεσία. Κι αυτός ακούνητος. Για ώρα πολύ αγνάντευε πέεεερα μακριά το γαλανό της θάλασσας. Σκηνή από ταινία του Αγγελόπουλου. Και έφτιαχνε ιστορίες στο μυαλό του. Όχι όμως ότι τις έφτιαχνε….όχι. Δεν τις έφτιαχνε. Έτσι αργότερα εκείνο το απόβραδο μου είπε. Καμωμένες ήταν μου είπε από καιρούς παλιούς και άλλες από χρόνια τωρινά κι αυτός απλώς τις ανέσερνε από τα βάθη τού νου του και τις αναθυμιούνταν. Από τα βάθη του νου του, τα βαριοσκεπασμένα. Σάμπως όμως κι αλλιώς δεν γίνονταν, έτσι να γίνει έπρεπε και είχε θάψει μέσα του βαθιά όλα αυτά που έζησε. Να τα ξεχάσει έπρεπε και έτσι ήθελε. Και λέει όλα, γιατί δεν γίνονταν να θαφτούν μοναχά οι λύπες και οι στεναχώριες, μα και όλες οι χαρές του μαζί. Έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί, πιασμένες χεράκι χεράκι όλες οι χαρές του με όλες του τις λύπες ήταν. Σαν αδέλφια. Και έτσι, σαν έφερνε στον νου του μια χαρά, αυτή, κουβαλούσε μαζί της και το αδελφάκι της. Και τον πλήγωνε πολύ αυτό. Και πόνο την ψυχή του γέμιζε. Και γι αυτό, όλα της ζωής του, τα είχε θάψει. Βαθιά τα είχε θάψει.
Μα σαν άρχισαν τα χρόνια να περνούν και γύρω του να αλλάζουν όλα και να φεύγουν, να χάνονται όλοι τους, όλοι τους να χάνονται και αστερόσκονη να “γένονται”, όπως έλεγε ο πατέρας του, άλλαξε.
Τον πλησίασα και του μίλησα.
Άργησε να γυρίσει. Κι όταν γύρισε και με είδε δεν μου μίλησε και ξαναέστρεψε τα μάτια του στη θάλασσα.
Λίγο αργότερα στο ξεχασμένο από τα χρόνια παραθαλάσσιο ταβερνάκι που κάθησα να πιω το τσιπουράκι μου, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου δίχως να με ρωτήσει.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, κατέβασε μια γουλιά και με κοίταξε βαθιά ερευνητικά στα μάτια. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στη δύση που άρχισε σιγά σιγά να ροδίζει και να βάφει ο ήλιος με άλικο τη θάλασσα χρώμα και μου μίλησε.
Πολλά μου είπε.
Μου μιλούσε….μου μιλούσε…. έλεγε έλεγε και χαμογελούσε. Δεν διέκρινα καθόλου λύπη στο χαμόγελό του. Ούτε όμως χαρά. Δεν ρώτησα τίποτα και μου τα είπε όλα.
“Ναι παλικάρι μου άλλαξα. Ήταν λάθος μου. Τίποτα από τη ζωή μας δεν πρέπει να ξεχνούμε. Είναι η ζωή μας. Αυτά είναι η ζωή μας και αν τα θάβουμε μέσα μας, τότε δεν έχουμε ζήσει.”
Τον είχα δει πολλές φορές, τον ήξερα. Έτσι νόμιζα. Νόμιζα ότι τον ήξερα. Καθόλου δεν τον ήξερα, ώσπου….. ώσπου μου μίλησε.
“Άλλαξα παλικάρι μου”, μου είπε.
“Γι αυτό και σου μιλώ κι όλα της ζήσης μου σου λέω.”
Εκείνο το απόβραδο τον έμαθα. Γνώρισα την ψυχή του.
Γνώρισα τον άνθρωπο….
“Τίποτα από αυτά που σου είπα δεν θα γράψεις.”
Με παρακάλεσε και ήταν η παράκλησή του διαταγή…..
Ραψάνη
Μάιος 2019