Η συνάντησή μας με τον Αλέκο ήταν εντελώς τυχαία.
Έγινε στην μέση του δρόμου στην κυριολεξία. Στον πεζόδρομο της Ομονοίας κοντά στο καφεκοπτείο του Ανανιάδη.Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο και για να αποφύγω την σύγκρουση έκανα ένα βήμα δεξιά και βρήκα το δικό του αριστερό βήμα που έκανε για τον ίδιο λόγο.
Σήκωσα το πρόσωπο και η όψη που συνάντησε το βλέμμα μου κάτι μου θύμισε από τα παλιά. Ο άλλος μόλις με είδε, φωτίστηκε το πρόσωπο του, με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε στο απέναντι πεζοδρόμιο λέγοντας «Έλα βρε Παναγιώτη, σε βρίσκω μετά από τόσα χρόνια!».
Αυτός με γνώρισε με την πρώτη ματιά. Για να καταλάβω εγώ με ποιόν συναντήθηκα έπρεπε να περάσει ακόμη ένα λεπτό. Τα ψήγματα της μνήμης μου και το γαλαζοπράσινό βλέμμα του μου έδωσαν την βεβαιότητα ότι μπροστά μου είχα έναν φίλο από τα παλιά.
Ήταν ο Αλέκος που του είχαμε δώσει το προσωνύμιο ο Αλέκος ο ταμίας. Το προσωνύμιο αυτό το πήρε δικαιωματικά γιατί αναλάμβανε να εξοφλεί τις οφειλές μας στις διάφορες εξόδους μας. Έπαιρνε την απόδειξη από τον Σερβιτόρο, έκανε την κατανομή της οφειλής του καθενός μας, τον πληρώναμε και εξοφλούσε.
Την συνήθεια του αυτή την δικαιολογούσαμε γιατί ήταν ο μόνος της παρέας που σπούδαζε οικονομικά, ήταν φοιτητής της Βιομηχανικής. Στα καλά μας όμως χρόνια, όταν πια η ζωή μας πήρε τον δρόμο της, ο Αλέκος εξακολουθούσε την παλιά του συνήθεια.
Σε κάποιους, νέους κυρίως στην συντροφιά μας, αυτό τους φάνηκε περίεργο και το έψαξαν. Το αποτέλεσμα της έρευνάς τους έδειξε ότι τον Αλέκο τον είχαμε πληρώσει πολλές φορές τους καφέδες και τα γεύματά του για τον κόπο του εκείνο.
Οι άλλοι οι παλιοί του έκοψαν την καλημέρα, εγώ δεν το έκανα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος που μεγαλώσαμε μαζί, που ήξερε πολύ καλά την οικονομική μας κατάσταση τότε στα δύσκολα να έκανε τέτοια ατιμία.
Πολύ περισσότερο δεν το πίστεψα, γιατί ο Αλέκος ήταν ένας καλά αμειβόμενος υπάλληλος μιας ιδιωτικής Τράπεζας και τα οικονομικά του ήταν τα καλύτερα από όλους μας. Το καλό για αυτόν ήταν ότι πήρε μετάθεση για την Θεσσαλονίκη και δεν ένοιωσε την απομόνωση.
Εγώ επικοινωνούσα μαζί του τις γιορτάσιμες ημέρες, κυρίως σε κοινωνικές επετείους για «Χρονιά Πολλά». Σε μια τέτοια επικοινωνία μας έμαθα ότι έφυγε από την Τράπεζα και είχε ανοίξει γραφείο και ασχολούνταν με χρηματιστηριακές εργασίες και πήγαινε πολύ καλά.
Με προσκάλεσε μάλιστα με την πρώτη ευκαιρία να τον επισκεφτώ. Η ευκαιρία αυτή ήρθε μετά από αρκετό χρόνο. Ήμουν στην Θεσσαλονίκη, είχα τελειώσει τις δουλειές που με έφεραν εκεί και το μάτι μου έπεσε σε μια φωτεινή επιγραφή που διαφήμιζε τις δουλειές του Αλέκου.
Κάλεσα το τηλέφωνο που έβλεπα, με απάντησαν και ζήτησα τον Αλέκο. Ξαφνιάστηκε. Θα έρθεις οπωσδήποτε να σε δω μου είπε. Εγώ δεν πήγα, ήρθε όμως και με πήρε εκείνος. Με οδήγησέ σε μια νεότευκτη οικοδομή στην Παραλιακή Λεωφόρο, στον τρίτο όροφο της οποίας ήταν το γραφείο του.
Ένα πολυτελέστατο γραφείο που η ευμάρεια και ο πλούτος είχαν βρει τον χώρο τους. Το ιδιαίτερο γραφείο του που αποτραβηχτήκαμε, ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Εκεί καθίσαμε και μιλήσαμε για τα δικά μας τα παλιά και τα καινούργια.
Σε μια στιγμή σταμάτησε να μιλά, με κοίταξε, κόμπιασε και συνέχισε: Για πες μωρέ Παναγιώτη. Τι έγινε και μου κόψανε οι άλλοι την καλημέρα. Ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα. Είναι δυνατόν να μη ξέρει, σκέφτηκα.
Δεν γνώριζα αν με τεστάρει και αποφάσισα να του τα πω όλα. Να του πω δηλαδή όλη την αλήθεια για να μάθω τέλος πάντων και τις δικές του αλήθειες. Με άκουγε ήρεμα και μέχρι το τέλος δίχως να με διακόψει σε κανένα σημείο ακόμη όταν του είπα τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους τον είχαν στολίσει οι πρώην φίλοι του.
Για λίγα λεπτά δε μίλησε. Κάρφωσε την ματιά στο κενό, γύρισε με είδε και μου είπε με αλλαγμένη φωνή και μεγάλη σοβαρότητα: «Αυτός ο κόσμος ανήκει στου ισχυρούς οι άλλοι πρέπει να παραμερίσουν για να περάσουν για το καλό το δικό τους και της ανθρωπότητας.
Κανείς από σας δεν έλεγξε ότι τις διαιρέσεις των λογαριασμών τις έκανα με το επτά ενώ είμασταν οκτώ. Περίμενα την ημέρα που κάποιος θα το εντόπιζε και σε βεβαιώ ότι η ημέρα εκείνη θα ήταν για μένα η ευτυχέστερη..
Αυτό για μένα ήταν ένα μάθημα ζωής, το πιστεύω μου και το ακολουθώ με θρησκευτική ευλάβεια. Στην αρχή είχα κάποιους ηθικούς ενδοιασμούς άλλα μετά σκεφτικά, άσε τους στην μοίρα τους ίσως και ξυπνήσουν από την αποχαύνωση που τους κερνάνε με την πολιτική και το ποδόσφαιρο και την παρωχημένη ηθική που μας μεγάλωσαν για να μας εξουσιάζουν.
Η μεγάλη μου χαρά από τότε ήταν να βρίσκω διεξόδους σε όλα τα εμπόδια που συναντούσα βγάζοντας έξω την ηθική και περπατώντας στα όρια του Νόμου». Έκανα μεγάλη περιουσία και εξακολουθώ να την αυγατίζω.
Απέκτησα δύναμη που δεν είχα φαντασθεί. Αγόρασα αναγνώριση και καταξίωση. Μου προσφέρθηκαν τα πάντα από τους πάντες όταν ένοιωσαν την δύναμή μου. Ακούγοντάς τον αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Είχα μια τάση για εμετό.
Του ζήτησα την τουαλέτα. Δεν περίμενα ποτέ τέτοια κατάντια από άνθρωπο που γνώρισε την ανέχεια και την φτώχεια. Δεν είχα κανένα λόγο να μείνω πια εκεί. Φεύγοντας του είπα «Καλά δεν φοβάσαι ούτε τον Θεό;».
Η Απάντησή του αναμενόμενη. Και αυτόν τον αγόρασα, είμαι μεγάλος χορηγός της εκκλησίας και με μνημονεύουν συχνά. Ο Παράδεισός είναι εξασφαλισμένος. Εκεί λοιπόν στο πεζοδρόμιο του Ανανιάδη είχα μπροστά τον Αλέκο όχι όμως τον παλιό μου φίλο αλλά κάποιον που δεν ήθελα να έχω καμία σχέση.
Απάλλαξα το μπράτσο μου από το χέρι του, τον κοίταξα με ένταση στα μάτια και του είπα «Κάνετε λάθος κύριε δεν υπάρχει εκείνος ο Παναγιώτης». Τον άφησα ζεματισμένο με τα χέρια στο πλάι να με βλέπει να απομακρύνομαι.
Παναγιώτης Φώτου