Η συνάντηση μου με τον Αλέξανδρο ήταν συνέπεια μιας απρόσμενης βλάβης του αυτοκινήτου μου που με άφησε στον δρόμο.
Το συνεργείο του ήταν κοντά στο σταματημένο μου όχημα. Πήγα και ζήτησα την βοήθειά τους. Ο Μάστορας, ένας τριαντάρης νεαρός με χαμογελαστό πρόσωπο ανέλαβε την επιδιόρθωση αφού πρώτα μου έφερε ένα κάθισμα για να καθίσω και στην άρνηση μου του καφέ που μου προσέφερε, επέμενε να πάρω ένα αναψυκτικό.
Το ψυγείο του ήταν γεμάτο από τέτοια. Τον ευχαρίστησα και του είπα ότι με ξαφνιάζει η φιλική του θέση απέναντί μου. Μου είπε με πολύ σεβασμό, «Θείο είμαι ο Αλέξανδρος από τον Συνοικισμό των Ποντίων του Ζυγού και δεν σε ξεχνώ.
Μικρό παιδί ήμουν και ερχόσουν και μας μοίραζες κεράσια. Εμένα ιδιαίτερα με γέμιζες τις φούχτες παραπάνω από τους άλλους. Πώς να σε ξεχάσω;» Αυτό γίνονταν όταν οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν ξεσπιτωμένοι και τους έβαλαν στα παραπήγματα του συνοικισμού που ίδρυσαν στην πλαγιά ενός λόφου απέναντι από το κτήμα που έχω στην περιοχή.
Όταν ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί, πήγαινα συχνά. Σκοπός μου ήταν να βρω έναν χαμένο θείο μου, τον Κώστα. Όταν οι Τούρκοι έκαψαν τα κτήματα και σκότωσαν τα περισσότερα μέλη της οικογένειας της μητέρας μου διασκορπίζοντας τους υπόλοιπους, αυτή, οκτώ χρονών τότε, έμεινε με τον Κωστάκη πέντε χρονών.
Γυρνούσαν τα δυο παιδιά, ρακένδυτα στην Οινόη και ζούσαν από την επαιτεία και από τα σκουπίδια των άλλων. Κάποιοι μακρινοί συγγενείς που έφευγαν για την Ρωσία, της πήραν τον Κώστα μαζί για να τον σώσουν. Με τον καημό του Κωστάκη έφυγε η μητέρα μου.
Αυτόν έψαχνα εκεί πέρα. Δεν ξέρεις, καμιά φορά η μοίρα του ανθρώπου του φέρετε πονόψυχα. Δυστυχώς τον χαμένο μου θείο δεν συνάντησα εκεί. Συνάντησα όμως τον Αλέξανδρο και μέσα από αυτόν την οικογένεια του.
Το παιδάκι αυτό κάθονταν πιο μακριά από τα άλλα παιδιά που με πλησίαζαν απλώνοντας τα χεράκια τους για να πάρουν το μερίδιο τους. Είχε για όλα. Στον Αλέξανδρο πήγα εγώ κοντά. Τον ρώτησα αν θέλει κεράσια και γιατί δεν πλησιάζει για να του δώσω.
Άρχισε να μου μιλά σε μια άλλη γλώσσα μια όμορφη μουσική γλώσσα που δεν είχα ξανακούσει. Οι λέξεις της γλώσσας αυτής γνωστές μεν σε εμένα αλλά με τέτοια μουσικότητα όμως που δεν είχα ακούσει ξανά να μου μιλούν Ποντιακά.
Μου έλεγε σ αυτήν την όμορφη γλώσσα το παράπονο του ότι δεν μιλάει τα Ελληνικά που μιλούσαν τα αλλά παιδιά και για τον λόγο αυτό δεν πλησιάζει, ντρέπεται. Του είπα με μεγάλη συγκίνηση «Παιδί μου Ελληνικά είναι τα δικά σου, εμείς κορακίζουμε».
Του έδωσα όσα κεράσια είχα και ζήτησα να δω την οικογένεια του. Συναντήθηκα με την οικογένεια του που μιλούσαν αυτή την ωραία γλώσσα. Η οικογένεια του Αλέξανδρου κατάγονταν από κάποια χωριά του ορεινού Καυκάσου απομονωμένα.
Έμεναν εκεί από αιώνες. Ευτυχώς στην Σταλινική περίοδο δεν τους μετακίνησαν από τα μέρη τους όπως έκαναν με τους άλλους Πόντιους Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το 1947. Παρέμειναν εκεί με την γλώσσα τους που δεν είχε πολλές ξένες επιρροές και τα έθιμά τους.
Η διαφορά μου εξήγησαν είναι ότι αυτοί τηρούν στο ακέραιο αυτά που εμείς έχουμε ξεχάσει. Τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα στον λόγο τους έχουν τον αντίστοιχο χρόνο. Οι δίφθογγοι προφέρονται με την αρχική τους έννοια και τα ψιλά και τα δασιά με την δική τους φωνή.
Αυτά μου είπαν που για μένα δεν ήταν γνωστά και έξω από τα γνωστικά μου ενδιαφέροντα. Εγώ είχα την χαρά να απολαμβάνω την συζήτηση μαζί τους και την μέθεξη στα ακούσματα του παρελθόντος που με συγκινούσαν.
Όσον καιρό έμεναν στον Συνοικισμό τους επισκεπτόμουν και απολάμβανα την συζήτηση μαζί τους. Κάποτε έφυγαν και τους έχασα. Είναι κρίμα που οι διάφοροι Ποντιακοί Σύλλογοι έχουν επικεντρώσει περισσότερο τις δραστηριότητές τους στην εκμάθηση των χορών που και αυτοί είναι σπουδαίοι και όχι στην διάδοση της γλώσσας.
Η γλώσσα σιγά σιγά χάνεται με τους τελευταίους επιζώντες εκείνης της μεγάλης καταστροφής και είναι κρίμα , είναι ένας θησαυρός που δυστυχώς θα χαθεί για πάντα.
Παναγιώτης Φώτου