Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Και τότε ένιωσε την ουσία της ύπαρξής του να χύνεται, και την ψυχή του να μένει άδεια”
Το σπίτι από πέτρα και άχυρο ήταν το καταφύγιο και των δυο μέχρι το τέλος. Είχαν ζήσει εκεί τα τελευταία έξι πιο ευτυχισμένα χρόνια τους, αλλά μόνον τότε, όταν πια κάθε λεπτό της μέρας και της νύχτας ήταν πολύτιμο, το εκτίμησαν πλήρως. Το είχαν αγοράσει όταν ήταν ήδη αρκετά ταλαιπωρημένο και ανέβαλαν επ’ αόριστον τις αναγκαίες επισκευές. Έπρεπε να αλλάξουν τα φουσκωμένα παντζούρια, να ανακαινίσουν τα μπάνια με τα ροζ πλακάκια και τους σκουριασμένους σωλήνες, να φτιάξουν τις πόρτες που δεν έκλειναν κι εκείνες που δεν μπορούσαν να ανοίξουν. Έπρεπε να ξεφορτωθούν τα μισοσαπισμένα άχυρα της στέγης όπου φώλιαζαν ποντίκια, να καθαρίσουν τους ιστούς αράχνης, τη μούχλα, τον σκόρο και τις σκονισμένες μοκέτες. Εκείνοι δεν καταλάβαιναν τίποτα απ’ όλα αυτά. Το σπίτι τους τύλιξε σαν μια αγκαλιά και τους προστάτευε από τους μάταιους περισπασμούς κι από την περιέργεια ή τη συμπόνια των άλλων. Ο γιος τους, τους επισκέπτονταν κάθε τόσο, κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και τροφές για τα σκυλιά τη γάτα και τον παπαγάλο. Και μια γειτόνισσα πήγαινε συχνά σιωπηλή να τους αφήσει κανένα φαγητό στη βεράντα και να τους ρωτήσει αν χρειάζονταν τίποτα. Έμενε πάντα για πολύ λίγο, γιατί καταλάβαινε πως το πιο πολύτιμο που είχαν οι δυο τους, ήταν ο χρόνος που τους απέμεινε να είναι μαζί, ο χρόνος να αποχαιρετιστούν.
Και ήρθε μια μέρα που….καθισμένοι όπως ήταν πλάι πλάι στον ψάθινο καναπέ της βεράντας, με τη γάτα πάνω τους, τα σκυλιά στα πόδια και με τη θέα των χρυσαφένιων λόφων και του γαλανού απογευματινού ουρανού να απλώνεται μπροστά τους, εκείνη, ζήτησε από τον άντρα της να της επιτρέψει να φύγει.
“Μη με πας στο νοσοκομείο για κανένα λόγο, θέλω να πεθάνω στο κρεβάτι μας κρατώντας σου το χέρι”.
Εκείνος παρόλες τις προσπάθειές του καιρό τώρα, νικημένος τελικά, αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αδυναμία του. Δεν μπορούσε να τη σώσει και δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς εκείνη. Καταλάβαινε τώρα έντρομος, πως ο μισός αιώνας που είχαν ζήσει μαζί είχε περάσει καλπάζοντας. Που είχαν πάει άραγε οι μέρες και τα χρόνια; Η ζωή του χωρίς εκείνη θα ήταν, σαν το τεράστιο άδειο δωμάτιο χωρίς πόρτες και παράθυρα που έβλεπε στους εφιάλτες του. Μέσα σε μια στιγμή είχε αδειάσει από όλον τον ενθουσιασμό του και την ενεργητικότητα που τον κατείχε, τότε που πίστευε πως ήταν άτρωτος στο χρόνο. Η γυναίκα που είχε δίπλα του επίσης είχε γεράσει μέσα σε λίγα λεπτά. Λίγες στιγμές πιο πριν, ήταν ακόμα όπως την έβλεπε πάντα κι όπως τη θυμόταν. Μια εικοσιδυάχρονη νεαρή με ένα νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά της, εκείνη που τον είχε παντρευτεί δίχως να είναι ερωτευμένη μαζί του και που τον είχε αγαπήσει περισσότερο από οποιονδήποτε και οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, η συντρόφισσά του. Μαζί της είχε ζήσει ό,τι άξιζε τον κόπο να ζήσει κανείς. Μπροστά στην εγγύτητα του θανάτου, η ένταση της αγάπης του για εκείνη έγινε αφόρητη. Σαν κάψιμο από φωτιά. Ήθελε να την πιάσει και να την ταρακουνήσει, να της φωνάξει πως δεν έπρεπε να φύγει, ότι είχαν ακόμα χρόνια μπροστά τους να αγαπηθούν όσο ποτέ άλλοτε, να τα ζήσουν μαζί δίχως να χωριστούν ούτε για μια μέρα.
“Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ μη φύγεις, μη με αφήσεις”.
Τίποτα από αυτά όμως δεν έκανε και τίποτα δεν της είπε, γιατί, θα έπρεπε να είναι τυφλός για να μη βλέπει πως ο Θάνατος ήταν κιόλας στον κήπο του και περίμενε τη γυναίκα του με την υπομονή φαντάσματος.
Φυσούσε ένα κρύο αεράκι και την τύλιξε με δυο κουβέρτες που την σκέπαζαν ως τη μύτη. Από αυτόν τον όγκο ξεπρόβαλε μονάχα ένα σκελετωμένο χέρι που έσφιγγε το δικό του με περισσότερη δύναμη από ότι θα πίστευε κανείς πως ήταν δυνατόν.
“Δεν φοβάμαι να πεθάνω. Είμαι ικανοποιημένη”, του είπε.”Θέλω να μάθω τι γίνεται μετά. Ούτε κι εσύ πρέπει να φοβάσαι, γιατί θα είμαι πάντα μαζί σου σε αυτή τη ζωή και στις επόμενες. Είναι το κάρμα μας”.
Εκείνος έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί με απελπισμένα αναφιλητά. Τον άφησε να κλάψει μέχρι να μην έχει πια άλλα δάκρυα και να αποδεχθεί επιτέλους αυτό που η ίδια είχε πάρει απόφαση εδώ και καιρό.
“Δεν θα σε αφήσω άλλο να υποφέρεις”, ήταν το μόνο που μπόρεσε να της πει, κι εκείνη κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του όπως έκανε κάθε βράδυ, και αφέθηκε να τη νανουρίζει και να τη χαϊδεύει μέχρι που αποκοιμήθηκε. Είχε νυχτώσει πια. Έδιωξε τη γάτα, την πήρε στην αγκαλιά του προσεκτικά για μην τη ξυπνήσει και την πήγε στο κρεβάτι.
Ήταν ελαφριά σαν πούπουλο.
Τα σκυλιά τους ακολούθησαν… …
Φθινόπωρο του 2020
*Απόσπασμα από το “Μακρύ πέταλο από θάλασσα”, της Isabel Allende Llona.