«Περιμένω να μου τελειώσεις το κείμενο που αφήσαμε στη μέση»
Δημοσιεύθηκε στην σαββατιάτικη «Εφημερίδα των Συντακτών» το κείμενο – αποχαιρετισμός που απηύθυνε ο Θοδωρής Γκόνης στη διάρκεια της πολιτικής κηδείας του Μάνου Ελευθερίου. Η «Πρωινή» το αναδημοσιεύει αυτούσιο:
Μάνο δεν είσαι εντάξει, βιάστηκες, είχαμε πει το χειμώνα αυτό να αρχίζαμε επιτέλους εκείνη τη μεγάλη περιοδεία στην επαρχία, χρόνια την ονειρευόσουν και την οργάνωνες.
Στην επαρχία, ηθοποιός του μουσικού θέατρου, της επιθεωρήσεως αυτό θα ήθελα να κάνω μου έλεγες. Χειμώνα στην επαρχία, από εκεί να ξεκινήσουμε, εσύ που ξέρεις τι πάει να πει χειμώνας στην επαρχία. Και βέβαια ξέρω, Μάνο, τη σπούδασα στους στίχους σου πάνω απ΄ όλα, στα ποιήματα των ποιητών που αγαπήσαμε, στα δικά σου τα ποιήματα. Μας την έσκασες όμως και πως να κλείσει τώρα η διανομή, πού να βρεθεί ο άνθρωπος να σε αντικαταστήσει, δεν υπάρχουν τέτοιες αναπνοές, ούτε και που τους επιτρέπεται να υπάρξουν κι αν μπορώ να πω και κάτι αρμυρό αυτή την δύσκολη στιγμή του πένθους, αυτή θα ήταν η αληθινή του σημασία, το πραγματικό του λυτρωτικό βάρος αν είχαμε τη δύναμη να το φέρουμε εις πέρας, να το περάσουμε από τα σαράντα κύματα, από εκεί που το πέρασες εσύ μετρώντας τα ένα προς ένα με το αίμα σου, με τα τραγούδια σου. Έχει σημασία το πως φοράνε οι ζωντανοί το πένθος στο αριστερό τους μπράτσο.
Φτωχός ανάμεσα σε φτωχούς έζησες σαν πλούσιος, γενναιόδωρος, ασκητικός, απλός και μεγαλοπρεπής, χωρίς κανένα ίχνος επίδειξης και κομπασμού, σε έναν τόπο που το έχει συνήθειο να κατεβάζει παρά να ανεβάζει, να καθαιρεί παρά να ανυψώνει, εσύ στάθηκες απέναντι και γύρισες την πλάτη σου στους φόβους σου με μια τέτοια αρχοντιά που δεν υποψιαζόταν κανείς μας.
Όταν έμπαινες κάπου, οπουδήποτε, με τον ήρεμό σου τρόπο τον έκανες αμέσως δικό σου, εσύ είσαι που μας έμαθες ότι και οι λιγότερο αστραφτεροί άνθρωποι δεν είναι χωρίς λάμψεις, απεναντίας.
Τι ωραία που διάβαζες τους ποιητές που αγαπούσες, πώς φτερούγιζαν οι λέξεις γύρω σου, τους γνώριζες σχεδόν όλους από στήθους, σε έθρεφε η χαρά τους, γι’ αυτό και πάντα το φαγητό σου ελάχιστο.
Γνώριζες με τι να χορταίνεις και τι να πεινάς.
Και ακόμα- διάβαζες υπέροχα και τα δικά σου κείμενα, τα δικά σου ποιήματα -πράγμα δύσκολο και όχι συνηθισμένο.
Θα ήθελα, σε παρακαλώ, να μου επιτρέψεις να σε αποχαιρετήσω διαβάζοντας ένα ποίημα του Τέλλου Άγρα που τόσο αγαπούσες και συγχώρα με αν δεν στο διαβάσω καλά.
«Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί όλο δείλια κι όλο ανορεξιά ∙ τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή αγαπούσε, και τη μοναξιά.
Αγαπούσε οι άλλοι ν’ αγαπούν, τα όργανα αγαπούσε, από μακρυά, και τα μάτια που θαμποκοπούν μια κρυφή, βαθειά παρηγοριά.
Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ, κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά και μακρυά, στο τζάμι, στην αχλύ, χόρευαν, κομμένα τα μισά.
Μες στου κόσμου την οχλαγωγή, τι ν’ απόγινε τ’ ωχρό παιδί, δίχως μοναξιά και συλλογή, όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;»
Μάνο γεια και χαρά σου. Θα περιμένω το πρωινό τηλεφώνημα της Κυριακής να μου τελειώσεις το κείμενο που αφήσαμε στη μέση.