Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Ο πατέρας του Βασίλης, από την Ανατολική Θράκη, πέθανε νωρίς κι άφησε την κυρα – Στέλλα χήρα με πέντε παιδιά, την Κυριακούλα, τον Παναγιώτη που έφαγε τα νιάτα του στα καπνομάγαζα, τον Χαράλαμπο που ήταν ιππέας και σκοτώθηκε στο στρατό και τους δύο μικρούς, που ήταν πολύ αγαπημένα αδέλφια και από μικροί είχαν πιάσει δουλειά στα σφαγεία. Το Δημόσιο είχε κατακυρώσει μια σύνταξη στη χήρα και χαροκαμένη μάνα για το θάνατο του Χαράλαμπου, αλλά εκείνη δεν τη δέχτηκε: «Το αίμα του παιδιού μου; Με τίποτα!»
Ο Νικόλας εξελισσόταν σ’ έναν ξανθό γίγαντα, με κόκκινα πυρωμένα μάγουλα, δεν ήθελε πολύ να του κολλήσουν το παρατσούκλι. Λίγοι τον ήξεραν ως Νίκο Πυρωνά. Οι πιο πολλοί τον ήξεραν σαν «Κόκκινο». Του άρεσε του ίδιου το παρωνύμιο, εξάλλου το χρώμα το κόκκινο ήταν το αγαπημένο του. Γι’ αυτό και κόκκινη ήταν η βέσπα του, κόκκινο και το τρίκυκλο αμάξι του αργότερα, το «Τρόγιαν» το εγγλέζικο ή γαλλιστί «Τροζάν», που άνοιγε από μπροστά και ήταν το μοναδικό στην περιοχή, σήμα κατατεθέν του «Κόκκινου» του γίγαντα.
Τον αδελφό του το μικρότερο κατά ένα χρόνο, το Οδυσσέα, τον αγαπούσε και τον προστάτευε και στα σφαγεία και έξω. Λίγο πιο πάνω ήταν το σπίτι τους, έβγαινε η κυρα – Στέλλα στην αυλή και τους περίμενε. Της έφερναν συκώτια, μολέζες και γλυκάδια που της άρεσαν, άρεσαν και στη γειτονιά. Φτωχοί πρόσφυγες, εκτεταμένες οικογένειες που χρειάζονταν την αλληλοστήριξη και την αλληλοσυμπαράσταση.
Είχε πολλές αγάπες ο Νικόλας ο «Κόκκινος». Η μία μεγάλη αγάπη του ήταν η μάνα του. Έπειτα τ’ αδέλφια του. Κατόπιν η μπάλα. Γράφτηκε στη «Νεάπολη». Στο γήπεδο βράχος θεόρατος, άρχοντας της άμυνας. Αντίπαλος δεν περνούσε. Γι’ αυτό και οι αντίπαλοι επιθετικοί απέφευγαν την κατά μέτωπο επίθεση, αποφεύγοντας τον αγέρωχο κυματοθραύστη. Έτσι προσπαθούσαν να πλαγιοκοπήσουν την άμυνα της Νεάπολης και αργότερα της ΑΕΚ Καβάλας, όταν ο «Κόκκινος» Πυρωνάς πήρε μετεγγραφή στη δεύτερη, μετά τον Ηρακλή, δημοφιλέστερη ομάδα της πόλης.
Στη συνέχεια ήρθε μια άλλη αγάπη του, ο έρωτας της ζωής του, η κατά πέντε χρόνια μικρότερή του Μαρία, κόρη του κυρ – Βασίλη από την Ίμβρο και της κυρα – Κατίνας από τ’ Αϊβαλί. Είχε πάει από την Ίμβρο ο Βασίλης Κάλφας στις Κυδωνιές, γνώρισε το Κατινάκι κι έσμιξαν. Έμεναν σ’ ένα σπίτι πάνω από τον Άγιο Γεώργιο του Αϊβαλιού, που αργότερα θα το έβρισκε η εγγονή τους η Στέλλα. Έκαναν τέσσερα παιδιά, το Μιλτιάδη, το Στέλιο, το Σταύρο και τη μικρή Μαρία, που γεννήθηκε στην Καβάλα και μεγάλωσε στα όπα όπα, μέσα στην άγρυπνη φροντίδα των γονιών και των αδελφών της.
Ζούσαν στο Βουναλάκι, στα όρια των Πεντακοσίων και της Αγίας Βαρβάρας, πάνω από το γαλακτοπωλείο του «Τζίμη». Θυμόταν τότε, επί Βουλγαρίας, όταν χάθηκε ο Μιλτιάδης με μια οκά ηλιόσπορα και η απελπισμένη μάνα τους έπιασε μια τσιγγάνα, της τράταρε έναν καφέ, να της πει το φλυτζάνι. «Στο δρόμο είναι και θα ‘ρθει», της είπε η τσιγγάνα. Το βράδυ η Ριρή άρχισε να γαβγίζει. Χτύπησε η πόρτα και όλοι για μια στιγμή μαρμάρωσαν. Τέσσερα χρόνια χαμένος ο Μιλτιάδης στεκόταν χαμογελαστός στην ανοιχτή πόρτα.
Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, ο «Κόκκινος» τριγυρνούσε στο Βουναλάκι. Από κεντρικός οπισθοφύλακας έγινε κεντρικός κυνηγός και το ’52, του Δεκέμβρη στις εννιά, έλαβε χώρα ο γάμος στην Αγία Βαρβάρα. Τις Κυριακές έπαιρνε τη Μαρία, το «βεσπάκι, το κορίτσι μου κι εγώ», και έτρεχε στα γήπεδα για να διακριθεί και για να της δείξει πόσο απροσπέλαστος είναι. Την αγάπη του για το ποδόσφαιρο τη μετέδωσε και στον ανηψιό του, το Λευτέρη Ελευθεριάδη, που θα έπαιζε μπάλα κι αυτός πρώτα στη Νεάπολη και μετά στην ΑΕΚ Καβάλας.
Κατόπιν ακολούθησαν οι άλλες αγάπες του, τα πανέμορφα παιδιά του, η Στελλίτσα και ο Βασιλάκης. Τον αγαπούσαν κι αυτά υπερβολικά. Τον έβλεπαν πάντα γελαστό, ιδανικό πατέρα, δοτικό και γαλαντόμο, εξυπηρετικό και πρόθυμο να βοηθήσει τον καθένα, χουβαρντά και κιμπάρη και τα παιδιά του ολοένα και του έμοιαζαν όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Είχε φιλίες πολλές και στην πόλη και στα γύρω χωριά. Εξάλλου είχε πολλούς συνεργάτες στον Αμυγδαλεώνα, στη Γραβούνα και στο Αγίασμα, αφού ασχολιόταν και με το ζωεμπόριο.
Μεγάλωσε η Στελλίτσα και ο Πίτσας την επέλεξε για ύψος, μήκος και ακόντιο. Τρελάθηκε ο Νικόλας. Ήτανε πρώτα – πρώτα φίλαθλος και λάτρης του στίβου. Της αγόρασε ένα ακόντιο δικό της, για να μπορεί να προπονείται και μόνη της πίσω απ’ το Εθνικό Στάδιο, εκεί όπου ο πατέρας της διέθετε στάβλους για τα γελάδια. Πήγαινε πάντα και στις προπονήσεις και στους αγώνες, να καμαρώνει την όμορφη κορούλα του και να δακρύζει όταν έπαιρνε μετάλλια. Και όταν πλέον η Στελλίτσα είχε συνδεθεί με το Νίκο Παπανικολάου, η γειτόνισσά της, η Άννα Βερούλη, απευθυνόμενη στον τελευταίο, του έλεγε: «Άντε, Νικόλα, παντρέψου την, να πάρω κι εγώ κανένα μετάλλιο!»
Οι τελευταίες αγάπες του «Κόκκινου» ήταν οι εγγονές του, που κυριολεκτικά τις λάτρευε. Κι αυτές, παιδιά του Δημοτικού, θαύμαζαν τον τεράστιο παππού τους, που όταν γελούσε τρανταζόταν η γειτονιά. Μια μέρα με πολύ κρύο, στις δώδεκα του Δεκέμβρη του 1989, του Αγίου Σπυρίδωνος, τον πρόδωσε η μεγάλη καρδιά του. Η συντρόφισσά του εξακολουθεί να ξεχνά τον πόνο της στο πλέξιμο…