Έχω ένα φιλαράκι τον Χρηστάκη. Δεν έχει πάει ακόμη στο σχολείο. Η μαμά του τον βάζει και παίζει στο κεφαλόσκαλο της Πολυκατοικίας μας για ασφάλεια.
Γνωριστήκαμε ένα μεσημέρι που γυρνούσα από την βόλτα μου και αυτός έπαιζε στην συνηθισμένη του θέση. Παραξενεύτηκα γιατί τον άκουσα να απευθύνεται σε ένα άλλο πρόσωπο ,ένα παιδί που δεν υπήρχε.
Τον ρώτησα σε ποιόν μιλά και μου απάντησε στον Νικολάκη. Είχε πλάσει με την φαντασία του τον Νικολάκη και είχε τις κουβέντες μαζί του. Μου είπε τα προτερήματα του φίλου του και για ποιο λόγο τον αγαπά.
Μου σύστησε μετά όλα τα παιχνίδια που είχε μπροστά του. Το καθένα είχε το δικό του όνομα και έκανε το έργο που η φαντασία του ήθελε να δημιουργήσει. Μετά άρχισε τα γιατί με εμένα. Γιατί έχω λίγα μαλλιά στο κεφάλι μου σαν το μωρό τους;
Γιατί περπατώ αργά και όχι σαν τον πατέρα του; Γιατί, γιατί, ένα σωρό γιατί. Έκατσα εκεί στην σκάλα και του τα εξήγησα όλα. Σε κάθε απάντησή μου, γεννιόνταν από τον Χρηστάκη καμιά δεκαριά ακόμη γιατί.
Έμεινα εκεί δίπλα στον Χρηστάκη καμιά ώρα. Διδάχθηκα περισσότερα από αυτά που είπα από μια άδολη ψυχούλα ανοιχτή σαν βιβλίο με κενές σελίδες. Η μητέρα του με ευχαρίστησε για την υπομονή μου.
Το δικό μου ευχαριστώ όμως ήταν μεγαλύτερο γιατί μια τέτοια συντροφιά είναι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όταν έρθεις σ’ επαφή μαζί της ξαναγεννιέσαι. Χθες το μεσημέρι μόλις με είδε να εμφανίζομαι στην είσοδο.
Με φώναξε με λαχτάρα να πάω γρήγορα κοντά του. Όταν έφτασα είδα δίπλα του ότι είχε επάνω στο καπελάκι του ένα ψόφιο γατάκι. Φαίνεται το ζώο το χτύπησε κάποιο αυτοκίνητο και ο Χρηστάκης το περιμάζεψε και το έβαλε εκεί επάνω στο καπελάκι του.
—- Κρίμα το καημένο ψόφησε, θα το χτύπησε αυτοκίνητο του είπα. —- Όχι κύριε Παναγιώτη δεν πέθανε. Τα μικρά γατάκια δεν πεθαίνουν, μόνο οι μεγάλες γάτες. Όπως τα μικρά παιδάκια δεν τα αφήνει ο Θεούλης να πεθάνουν.
Αυτά που αγαπάει πολύ τα παίρνει κοντά του και τα κάνει Αγγελάκια λέει η μαμά μου. Είδε φαίνεται την απορία στο πρόσωπο μου και συνέχισε με ένταση και θυμωμένα, — Δεν πεθαίνουν τα μικρά παιδιά και τα μικρά γατάκια, δεν το ξέρεις;
Θύμωσε γιατί δεν πίστεψα την δική του αλήθεια. Τώρα τι να του πω, έμπλεξα. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι πρέπει να το πετάξουμε ή να το θάψουμε το γατάκι γιατί έτσι που είναι μπορεί να σου κάνει κακό και να αρρωστήσει.
Με το άκουσμα των παραπάνω σούφρωσε τα χειλάκια του και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Έκανα νόημα στην μητέρα του που παρακολουθούσε από μακριά δίχως να γνωρίζει τι γίνεται, να πλησιάσει.
Μόλις είδε το σκοτωμένο γατί έβγαλε μια κραυγή αποτροπιασμού και ο Χρηστάκης άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τον χάιδεψα στο κεφαλάκι και του είπα, — Χρήστο μη κλαις, θα το πάρω εγώ το γατάκι και θα του δώσω ένα φάρμακό που έχω, το έφερα από την Αμερική.
Με αυτό το φάρμακο θα μπορεί να γίνει καλά το γατάκι. Τι ξέρεις όμως εκεί ψηλά που ο Θεός έχει τα αγγελάκια του μπορεί να κάνει και το γατάκι αγγελάκι για να παίζουν τα παιδάκια μαζί του εκεί επάνω.
Σταμάτησε να κλαίει, έκανε τα χεράκια του δυο μικρές γροθιές και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. Κοίταξε μια εμένα και μετά το ψόφιο γατάκι και ακολουθήσει την μαμά του με τα τελευταία του σπαράγματα να βγαίνουν σα βαθιές αναπνοές.
Σε όλη την διαδρομή μέχρι να κλείσει η πόρτα τους , το κεφαλάκι του ήταν γυρισμένο σ εμένα και στο γατάκι . Έτσι τον ήθελε τον Θεό του ο Χρήστος να μην αφήνει να πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια.
Οι μεγάλοι πρέπει να φεύγουν όταν έρθει η ώρα τους όχι τα παιδάκια και οι νέοι άνθρωποι. Και εγώ θα ήθελα έναν τέτοιο Θεό Χρηστάκη αλλά που να τον βρούμε αγόρι μου.
Παναγιώτης Φώτου