Με τον Χρηστάκη χαθήκαμε! Λίγο οι καλοκαιρινές διακοπές λίγο οι καινούργιες παρέες του, λίγο η απασχόλησή του στην επιχείρηση του πατέρα του το καλοκαίρι, χαθήκαμε κυριολεκτικά και μένουμε να φαντασθεί κανείς στην ίδια πολυκατοικία.
Στη διάρκεια της σχολικής περιόδου πέρση συναντιόμασταν συχνά. Αιτία κάποια απορία του στα μαθήματά του, κυρίως θετικής κατεύθυνσης, είτε πάλι μια ασυμφωνία σε κάποιο θέμα με συμμαθητές ή κάποιον καθηγητή του.
Σ’ εμένα προσέρχονταν να το συζητήσουμε το θέμα και να βρούμε, όπως νόμιζε, το σωστό, το οποίο υπερασπίζονταν μετά με πάθος. Είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη του και προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ακριβής και αλάνθαστος με φόβο, μην τον απογοητεύσω.
Είναι αλήθεια ότι η εμπιστοσύνη ενός ανθρώπου κερδίζεται δύσκολα αλλά μπορεί να χαθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν αυτό που του πρότεινες είναι αίολο. Σήμερα γυρνώντας το μεσημέρι τον είδα να κάθεται στο κεφαλόσκαλο της κυρίας εισόδου της πολυκατοικίας μας και να τυραννά το κινητό του με τα ακροδάχτυλα του.
Μόλις με είδε να ανοίγω την πόρτα και να μπαίνω μέσα στην πολυκατοικία έτρεξε να με βοηθήσει και να με απαλλάξει από το βάρος της πλαστικής σακούλας που κουβαλούσα. Του εξέφρασα τη χαρά μου που τον είδα μετά από τόσο καιρό.
Η απάντησή του με ξάφνιασε. «Χάλια πέρασα κύριε Παναγιώτη όλα χάλια! Έχασα το καλοκαίρι και μαζί και τη Λούση. Δεν μου πάει τίποτε καλά δεν μπορώ να ακουμπήσω πουθενά όλα γκρεμίζονται!». Τώρα ο Χρηστάκης τους πύργους που έκτισε η φαντασία του στα δεκαπέντε του χρόνια τους είδε να πέφτουν, να γκρεμίζονται!
Η αντιμετώπισή του ήθελε μεγάλη προσοχή και με τρόμαξε. «Τι είναι αυτά που μου λες βρε Χρήστο μου τώρα! Εσύ τώρα βάζεις τα πρώτα τούβλα και οικοδομείς μια ωραία ζωή. Δεν γκρεμίζεται τίποτε, μη φοβάσαι».
Επειδή όμως δεν ήμουν έτοιμος να τον βοηθήσω εκείνη τη στιγμή στη μαύρη απογοήτευση που τον είχε καταλάβει και η υπόθεσή του ήθελε μεγάλη προσοχή και ευθύνη προσπαθούσα να βρω τρόπο να αναβάλω την συζήτησή μας για αργότερα για να προετοιμαστώ κατάλληλα.
Φοβόμουν μήπως κάνω κακό στην ψυχούλα του παιδιού αυτού. Ήξερα από προσωπική εμπειρία ότι η απογοήτευση πονάει καμιά φορά. Κακά τα ψέματα. Την ευκαιρία μου την έδωσε η μητέρα του που εκείνη τη στιγμή φάνηκε να’ ρχεται κοντά μας.
«Τι λέτε εσείς εδώ έτσι συνωμοτικά; Γεια σας κύριε Παναγιώτη χαθήκαμε όλο το καλοκαίρι διακοπές εσείς και μπάνια, δουλειές εμείς και ξενύχτια… Μ’ αυτά τα κοινότυπα συνεχίστηκε η κουβέντα μας για λίγο και αφού στράφηκε στον Χρήστο…
Έστρωσα το τραπέζι και σε περιμένουμε». Βρήκα και εγώ την ευκαιρία που περίμενα και απαγκιστρώθηκα από τον Χρηστάκη, ζητώντας του να μου υποσχεθεί ότι θα έρθει το απόγευμα να τα συζητήσουμε τα προβλήματα που τον βασάνιζαν, όπως παλιά.
Μου το υποσχέθηκε και νωρίς το απόγευμα μου χτύπησε την πόρτα. Χάρηκα που τον είδα μπροστά μου, δεν το περίμενα! Καθίσαμε στο μπαλκόνι μόνοι μας με θέα το λιμάνι και η πρώτη κουβέντα που του έκανα ήταν για το φετινό, υπερβολικά θερμό, καλοκαίρι.
«Ξέρεις κύριε Παναγιώτη, ότι έκανα μόνο σαράντα μπάνια φέτος και αυτά στα κλεφτά και αντικοινωνικά, στα βράχια της Παναγίας σε ακατάλληλες ώρες σχεδόν μόνος μου. Για τον λόγο αυτό και η Λούση με έφτυσε (με άφησε) γιατί με παρακαλούσε να πάμε στη θάλασσα και εγώ στη δουλειά.
Πήγαιναν στη θάλασσα με τον κολλητό μου τον Σάκη και τα έφτιαξαν. Έτσι τους έχασα και τους δύο μαζί. Ζωή είναι αυτή τώρα!». «Πώς τους βλέπεις τώρα βρε Χρήστο;». «Πώς τους βλέπω! Νοιώθω ότι με ρίξανε και οι δύο αλλά να σου πω και κάτι κύριε Παναγιώτη, τους δικαιολογώ κι’ όλας!».
Καλό σημάδι σκέφτηκα δεν έχει φωλιάσει μέσα του το μίσος. «Έχεις επαφές μαζί τους, τους μιλάς;». «Πώς να τους μιλήσω, εύκολο είναι και κερατάς και βλάκας». Η τελευταία του λέξη ήταν άλλη που δεν την συνήθιζέ στο παρελθόν.
Η επιχείρηση του πατέρα του είναι στον τομέα του τουρισμού και εκεί απασχολήθηκε το καλοκαίρι που το είδε σαν κάτεργο. «Φέτος όμως θα πρέπει να είχατε πολύ δουλειά Χρήστο στο μαγαζί, θα πρέπει να είδες πολύ ξένο κόσμο».
«Ναι, είναι αλήθεια αυτό, είχαμε πολλούς ξένους στο μαγαζί και έκανα εξάσκηση στα αγγλικά μου. Τα μιλώ τώρα τέλεια, δεν κομπιάζω όπως παλιά». Από το πρόσωπο του μου φάνηκε ότι έφυγε η μαυρίλα που το είχε σκεπάσει προηγούμενα και συνέχισε τώρα με χαμόγελο «Μιλώ τώρα καλύτερα τα Αγγλικά και γνώρισα και δυο ξένες, δυο κορίτσια μια από την Αγγλία και η άλλη από τη Ρουμανία, ανταλλάξαμε και τηλέφωνα!».
«Στεναχωρήθηκες για τη Λούση αλλά και εσύ την έκανες την βρωμοδουλίτσα σου φίλε!». Γέλασε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης, με κοίταξε συνωμοτικά και συνέχισε «με τη Ρουμάνα κάναμε παρέα όσο ήταν στην Καβάλα, έμεναν σ’ ένα Airbnb για δέκα μέρες.
Μαζί κάναμε τα μπάνια στην Παναγία αυτές τις ημέρες που ήταν στην Καβάλα. Πήγαμε και σε μια συναυλία που έγινε στο Φάληρο περάσαμε ζάχαρη!». «Βρε Χρήστο εσύ πέρασες θαυμάσια αυτό το καλοκαίρι όπως μου τα λες.
Εσύ πέρασες ωραία φέτος γιατί κλαίγεσαι: Πρώτα έβγαλες την υποχρέωση που όφειλες απέναντι στου γονείς σου. Ύστερα τελειοποίησες τα αγγλικά σου και τα μιλάς τέλεια. Είχες δικά σου χρήματα στην τσέπη από τη δουλειά σου και διασκέδασες καλύτερα από όλους.
Γνώρισες όμορφα κορίτσια από το εξωτερικό και έκανες παρέα μαζί τους. Τι άλλο θέλεις βρε Χρήστο!». «Ναι αλλά τώρα! Τώρα που είμαι δίχως τον κολλητό μου και τη δικιά μου; Τώρα τι κάνουμε». «Τώρα τα ξαναβρίσκεις με τον Σάκη και τη Λούση, αποδέχεσαι τη μεταβολή και είστε όπως παλιά».
Τον είδα σκεπτικό, με δισταγμό με ρώτησε δίχως να με κοιτάζει στα μάτια όπως συνήθιζε, «Λες κύριε Παναγιώτη αυτό να κάνω; Ντρέπομαι όμως, μου είναι δύσκολο», «Αυτό θα κάνεις Χρηστάκη γιατί αυτό είναι το σωστό».
Εκεί έμεινε η συζήτησή μας για το θέμα αυτό, είπαμε και άλλα για θέματα που τον ενδιέφεραν. Στο τέλος σηκώθηκε για να φύγει και τον είδα χαμογελαστό και ωραίο γεμάτο ζωή και αυτοπεποίθηση και τον χάρηκα.
Παναγιώτης Φώτου