Ο John Tarrant συμμετέχει παράνομα σε έναν επίσημο αγώνα χωρίς τον αριθμό διαγωνιζομένων
ο John Tarrant έμπαινε στην κούρσα κρυφά. Και κέρδιζε, λέει ο ο Gianluca Cicinelli για τον Diogene. Έτρεχε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, κάθε βήμα ήταν μια κλωτσιά στην εξουσία, που έδινε ένας ελεύθερος άνθρωπος και ενάντια στo ρεύμα, ο οποίος δεν άρεσε στο σύστημα. Τώρα φαντάσου ότι υπήρξες επαγγελματίας πυγμάχος για μερικούς μήνες όταν ήσουν 18 ετών. Και κέρδισες 17 λίρες το 1950. Λόγω των κερδών σου αυτών, είσαι δε ένας από τους ισχυρότερους βρετανούς δρομείς μεγάλων αποστάσεων όλων των εποχών, αποκλείεσαι ισόβια από όλους τους αγώνες στίβου. Συνεχίζεις όμως να τρέχεις. Για το τρέξιμο, για σένα, για έναν πιο πολιτισμένο κόσμο, γιατί καταλαβαίνεις αμέσως ότι οι κανόνες αυτού του κόσμου είναι λάθος και αυτοί του στίβου θα ήταν επίσης το μικρότερο κακό.
Πέθανε ακριβώς πριν από 48 χρόνια – 18 ιανουαρίου 1975 – ο Tarrant, «The Ghost runner, ο δρομέας Φάντασμα», όπως το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι θαυμαστές για να τροφοδοτήσουν τον μύθο του: πέθανε σε ηλικία 42 ετών από καρκίνο στο στομάχι. Μια μικρή περίφημη αγγλική δόξα, η οποία μόλις το 2019 κέρδισε τελικά ένα επίσημο βραβείο. Ένα άγαλμα που στήθηκε προς τιμήν του στην πόλη Hereford όπου ολοκλήρωσε τις μέρες του, το οποίο θέλησαν οι αθλητές που ο αδερφός του Tarrant, ένας άλλος εξαιρετικός αποστασάς, ο οποίος είχε προπονήσει δωρεάν εκατοντάδες αθλητές σε όλη του τη ζωή, γιατί το καλό αίμα δεν λέει ψέματα [1],.
Όταν ζούσε, για τον Tarrant ένα άγαλμα ήταν μόνο ένα σημείο αναφοράς μεταξύ της μιας διαδρομής και της άλλης να ολοκληρώσει τρέχοντας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Isle of Man, 39 μίλια, νικητής από το 1965 έως το 1967. Λονδίνο-Μπράιτον, 52 μίλια, νικητής το 1967, σε 5 ώρες 41 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα. Maindy Stadium, 40 μίλια το 66 νικητής με παγκόσμιο ρεκόρ 4 ώρες 3 λεπτά 28 δευτερόλεπτα. Walton στον Τάμεση, 100 μίλια, νίκη και παγκόσμιο ρεκόρ στην απόσταση σε 12 ώρες 31 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα. Εκατοντάδες κούρσες κερδισμένες, όταν ο Tarrant έμπαινε στον αγώνα, θα μπορούσατε να στοχεύσετε μόνο στη δεύτερη θέση.
Και τώρα ήρθε η ώρα να δούμε πώς ο Tarrant μπήκε στο «παιχνίδι», γιατί αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος. Για παράδειγμα τη δευτέρα του Πάσχα του 1957 στο Σέφιλντ, όπου πρόκειται να ξεκινήσει ο ημιμαραθώνιος. Οι αγωνοδίκεςτον περιμένουν. Ξέρουν ότι θα προσπαθήσει και μάλιστα έχουν μια φωτογραφία για να βεβαιωθούν ότι θα τον αναγνωρίσουν. Τον περιμένει όμως και το πλήθος. Και όταν τον βλέπει, τον κρύβει, μεταμφιεσμένο από ένα μεγάλο παλτό και ένα φαρδύ καπέλο. Δημιουργούν φασαρία, κάνουν θόρυβο, φτιάχνουν αντιπερισπασμό, γίνεται ένας ψεύτικος καβγάς και όταν ο αφέτης είναι έτοιμος να δώσει την εκκίνηση, δύο φτερά του πλήθους ανοίγουν ξαφνικά και με τον πυροβολισμό ο John Tarrant, ορμάει σαν μια μυστικιστική οπτασία στην κούρσα και απογειώνεται, με τους άλλους αθλητές να κοιτάζονται έκπληκτοι.
Το πλήθος, ο λαός, οι καταπιεσμένοι: αυτό ήταν το «κοινό» του αποστασά φάντασμα. Working class, εργατική τάξη, μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, κλεισμένος με τον αδερφό του στο Παιδικό Σπίτι Lamorbey στο Κεντ από το 1940 έως το 1947 επειδή ο πατέρας του ήταν στον πόλεμο και η μητέρα του ήταν πολύ άρρωστη. Τρέχοντας, για να ξεφύγει από εκείνο το χάλι, χωρίς να ξεχνά για μια ζωή όσους υποφέρουν και υφίστανται αδικίες. Για τα προς το ζην εργάστηκε ως βοηθός υδραυλικός, λατομέας και επιστάτης στη στρατιωτική βάση του Χέρεφορντ. Συχνά αρνούνταν δουλειές για να έχει περισσότερο χρόνο για προπόνηση.
Η καλύτερη κούρσα του Tarrant, αν και δεν κέρδισε εκείνη τη φορά, ήταν η Comrades Marathon της Νότιας Αφρικής το 1968, που συνέδεε το Durban και το Pietermaritzburg, τον παλαιότερο υπερμαραθώνιο στον κόσμο, 55 μίλια στην επαρχία KwaZulu-Natal. Νότια Αφρική, απαρτχάιντ, ρατσισμός. Οι μαύροι απαγορεύεται να συμμετέχουν σε επίσημους αγώνες, αλλά είναι εκεί ο Tarrant, ο λευκός στον οποίο για άλλους λόγους απαγορεύεται επίσης να συμμετέχει. Και τότε τα φαντάσματα ενώνονται. Φάντασμα με τα φαντάσματα, τους ωθεί να κάνουν σαν κι αυτόν, μπαίνουν όλοι στον αγώνα μετά την εκκίνηση και δίνουν στον κόσμο ένα μάθημα αντιρατσισμού και αθλητισμού, ούτε η ρατσιστική κυβέρνηση κατάφερε να τους σταματήσει. Θα τον τρέξει τρεις φορές αυτόν τον αγώνα.
Μέχρι τις 6 σεπτεμβρίου 1970, που τρέχει έναν ακόμη πιο σημαντικό, τον μαραθώνιο Gold Top Marathon, 50 μίλια προς το Durban, που επισήμως προοριζόταν μόνο για μαύρους αθλητές. Και εκεί στη μέση, στο γκρουπ, υπάρχει μόνο ένα λευκό σημείο, στο οποίο όλοι οι ανταγωνιστές κοιτούν με σεβασμό αδελφοσύνης: τον John Tarrant. Άσχημο, μια κακογραφία που τρικλίζει με τον τυπικό κοφτό και γρήγορο βηματισμό, μια γκριμάτσα αιώνιας ταλαιπωρίας στο πρόσωπό του. Αλλά είναι λευκός, στέκεται εκεί και αψηφά τους ρατσιστές. Κερδίζει αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το ζήτημα είναι ότι δεν μιλάμε πλέον για φαντάσματα, είναι comrades, σύντροφοι, για τους οποίους κάθε δρασκελιά είναι μια κλωτσιά στον πισινό της ρατσιστικής νοτιοαφρικανικής κυβέρνησης. Μόλις γκρεμιστεί ο τοίχος, συμβαίνει το 1971 να συμμετέχουν δύο λευκοί στον Gold Top Marathon και στη συνέχεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα επόμενα χρόνια. Ο Tarrant θα αποφασίσει να πάει να ζήσει στη Νότια Αφρική για πολλά χρόνια.
Ο Tarrant δεν στάθηκε τυχερός στη ζωή του και υπέφερε πολύ. Υπέστη επίσης την προσβολή της επανένταξης στους επίσημους αγώνες μετά από μια ισχυρή εκστρατεία τύπου, αλλά μόνο για εσωτερικούς αγώνες, και έτσι δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης του 1960 για τους οποίους προετοιμαζόταν μια ζωή. Μπορείτε να φανταστείτε τον John Tarrant, το φάντασμα, να συναγωνίζεται τον Abebe Bikila, που τρέχει ξυπόλητος, για το ποιος θα περάσει πρώτος κάτω από την Αψίδα του Κωνσταντίνου; Νούμερα στα χρώματα, τα χρώματα του κόσμου που η βλακεία της εξουσίας βλέπει μόνο σε άσπρο και μαύρο. «Μετά από τέτοια παιδική ηλικία, φυσικά, είσαι θυμωμένος και επαναστάτης», εξήγησε κάποτε ο αδερφός του Vic, ο οποίος ήταν και προπονητής του, σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που παραχώρησε.
Στις 23 οκτωβρίου 1971 ο τελευταίος του αγώνας, το αριστούργημα, για όλους το μεγαλύτερο κατόρθωμα του, ήδη βαριά άρρωστος. Ήταν 39 ετών και με άλλους 11 δρομείς έτρεξε το Radox 100 Mile στο Λονδίνο: ναι ναι, ακριβώς 100 μίλια, πάνω από 160 χιλιόμετρα. Ήταν πολύ άσχημα. Είχε έντονη αιμορραγία τις προηγούμενες εβδομάδες και ξυπνούσε φτύνοντας αίμα. Στο μίλι 60 σταματά για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν μπορεί πια να συνεχίσει, πιστεύουν όλοι. Όλοι εκτός από αυτόν. Που ζητά από το σώμα του να ζήσει το τελευταίο έπος μιας ζωής όπου μόνο εσύ πιστεύεις στον εαυτό σου για να ξεπεράσεις τις δυσκολίες. Επανεκκινεί και τερματίζει δεύτερος. Τα χείλη του είναι μπλε, σάλια στάζουν από το στόμα του, περνά τη γραμμή του τερματισμού και καταρρέει στην άσφαλτο. Κανείς δεν θα τον ξαναδεί δημοσίως, φάντασμα και εκτός νόμου μέχρι τις τελευταίες του μέρες.
Λοιπόν, ίσως αύριο το πρωί, όταν θα βάλεις τα ακουστικά για να χτυπηθείς κατά της κυτταρίτιδας, σκέψου για λίγο τον Τζον Τάραντ. Μην το κάνεις όμως σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, γιατί θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να σας σταθεί δίπλα και να σας ποσπεράσει ξαφνικά στο δρόμο. Γιατί αν νομίζεις ότι κάποιος τέτοιος μπορεί να πεθάνει, δεν έχεις καταλάβει τίποτα γι’ αυτήν την ιστορία.
(*) η “bottega” ευχαριστεί τον diogeneonline.info όχι μόνο γιατί μας χάρισε αυτή την ιστορία για τους «ξεχασμένους» μας, αλλά κυρίως γιατί τώρα μπορούμε όλοι να έχουμε έναν ακόμη σύντροφο στο τρέξιμο, στο περπάτημα και ίσως μικρών βημάτων -και χειρονομιών- που βελτιώνουν λίγο τον κόσμο.
[1] buon sangue non mente, το καλό αίμα δεν λέει ψέματα: Ορισμένα χαρακτηριστικά μεταβιβάζονται από τη μητέρα/πατέρα στον παιδί. Για το λόγο αυτό, τα παιδιά δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκλίνουν πολύ από τους γονείς τους γιατί είναι αυτοί οι τελευταίοι που κατέχουν κεντρικό ρόλο στην εκπαίδευσή τους. Η παροιμία μπορεί να αναφέρεται τόσο σε θετικές όσο και σε αρνητικές ιδιαιτερότητες.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος