Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Πόση απόσταση άραγε χωρίζει το τότε, από το τώρα;”
Τα χρόνια της νιότης του πέρασαν, γέρο δεν μπορείς να τον πεις, και μεσήλικα δεν τον λες. Για τον κύριο Γιώργο, λέω. Της κάτω γειτονιάς. Σε εκείνη τη κρίσιμη δεκαετία βρίσκεται, σ’ αυτή που αν χωρίσουμε τον προσδόκιμο χρόνο τής ζωής μας σε πενταετίες, τέρμινα χρονικά ας πούμε, θα πρέπει να διανύει το δέκατο έκτο έως και το δέκατο έβδομο τέρμινό του, μπορεί και κάνα δυο καλοκαίρια παραπάνω, που πα να πει, ογδονταπέντε, ογδονταεπτά, κάπου εκεί.
Πάντως γέρο δεν τον λες με τίποτα κι ας περπατά αργά σέρνοντας ελαφριά το αριστερό του πόδι, ένεκα της ρευματοειδούς αρθρίτιδάς του. Παραδόξως το δεξί του το πατάει γερά, παρόλο που θα προτιμούσε το αντίστροφο, καθότι οι καταβολές του όπως μου είχε πει κάποιο πρωινό που συναντηθήκαμε, είναι αριστερές.
“Σα να με τσιμπάνε μέλισσες στα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού είναι, νεαρέ μου”. Άκου, εγώ νεαρός!
Τον συναντώ πολλές φορές στον δρόμο της “ΜΟΜΑ”. Περιπατητές πρωινοί κι οι δυο, με μένα να κουβαλώ στις πλάτες μου δυο περίπου λιγότερα από τα παραπάνω τέρμινα.
Το πρόσωπό του αχάραγο, στιλπνό πάντα χαμογελαστό θαρρείς. Έτσι φαίνεται, μα είναι αλήθεια πως έτσι είναι, ούτε που το άγγιξε ο χρόνος σαν πως τις αρθρώσεις του ας πούμε. Η καλημέρα του βγάζει ψυχή εικοσάχρονου, δυνατή, καθαρή που σε αναγκάζει να αντικαλημερήσεις παρομοίως. Πάντα αλλάζω δυο τρεις κουβέντες μαζί του, νομίζω πως μιλώ σε μικρότερο μου και πολύ χαίρομαι γι αυτό. Έχει ψυχή ο Γιώργος.
Η μέρα μίκρυνε. Δεκατρείς του Αυγούστου. Δύο μέρες πριν τη Παναγιά. Έξι το πρωί και δεν χάραξε η μέρα. Άρχισε να παίρνει η νύχτα και να παραδίδεται η μέρα. Κύκλος. Έχει δροσιά. Κάπου εκεί που έγινε η κατολίσθηση και έκλεισε ο δρόμος για τα οχήματα συναντηθήκαμε σήμερα. Εγώ πήγαινα, εκείνος γυρνούσε.
“Άργησες”, μου είπε, “Θα κατέβεις;”
Κούνησα το κεφάλι μου.
“Εεεε… βεβαίως”.
Λίγο μετά έκανα μεταβολή κι εγώ. Τον είδα από μακριά να προχωρά. Τα χέρια του δεμένα πίσω. Έτσι προχωρούσε πάντα. Δεν έσερνε το πόδι του και πολύ σήμερα. Θα ήταν στις καλές του, δεν θα τον έπιασε ο πόνος ο πολύς ως φαίνεται. Στητός, ευθυτενής, η ελάχιστη καμπουρίτσα του ούτε που διακρίνονταν. Λεβεντιά ο Γιώργος.
Δεν τον προσπέρασα παρόλο που είχα πιο γρήγορο βηματισμό. Γυρνούσε πίσω το κεφάλι και με κοιτούσε. Χαιρόταν που τα κατάφερνε. Τάχυνε τον βηματισμό του και έλυσε τα χέρια του για να κρατά καλύτερη ισορροπία. Έμεινα πίσω. Επί τούτου.
Απόλαυσα στην αυλή μου το πρωινό μου καφεδάκι και στις επτάμισι πήρα τον κατήφορο. Και…καθώς ο ήλιος άρχισε να ψηλώνει και να παίζει κρυφτούλι με δυο τρεις ξεχασμένους κατάλευκους σωρείτες, ίδια ανάλαφρα μπαμπάκια, νάμαστε στην ακτή. Στη Καλαμίτσα. Στη μεριά των ψάθινων καπέλων.
Βλέπω τον κύριο Γιώργο να περπατά στα ρηχά. Ίσα με τη μέση του το νερό, ασάλευτη η θάλασσα. Τα χέρια όπως στη στεριά έτσι κι εδώ δεμένα πίσω και ήταν κάπως σκυμμένος. Κοιτούσε στο βυθό τής θάλασσας σαν κάτι να ψάχνει.
Μια απορία χαράσσεται στο πρόσωπό μου….
“Ένας γλάρος τού πήρε τα γυαλιά τής θαλάσσης και καθώς πετούσε του έπεσαν κάπου εκεί, αυτά ψάχνει”, μου λύνει την απορία η κυρία Λίτσα, ένα μέλος της μεγάλης παρέας των κυριών με τα ψάθινα καπέλα. Καμμία σχέση με την έκφραση: στόμα έχει και μιλιά δεν έχει. Στόμα απύλωτο η κυρία Λίτσα. “Άλλο και τούτο με τους γλάρους τελευταία, κλέφτες κι αυτοί…όπως και οι άλλοι”, συνεχίζει και με κοιτά με νόημα. Δεν ρώτησα ποιοί άλλοι. Κατάλαβα τί εννοούσε.
Λίγο μετά βλέπω τον κύριο Γιώργο να ανασύρει τα γυαλιά από τον βυθό. Με χαιρετά, τα φορά, και ξεχύνεται στη θάλασσα.
Στο κεφάλι τζόκεϊ αθλητικό, το πρόσωπό στιλπνό, αχάραγο από τα χρόνια, γεμάτος νιάτα, δεν σέρνει το αριστερό του πόδι μέσα στο νερό, δεν έχει πια καμπουρίτσα, τα χέρια του διαδοχικά πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο χτυπούν δυνατά το νερό…. αφρίζει πίσω του η θάλασσα….
Τα χρόνια της νιότης του πέρασαν, γέρο δεν μπορείς να τον πεις, μα ούτε και μεσήλικα. Για τον κύριο Γιώργο λέω…..μα…. μα δεν είναι ο κύριος Γιώργος…. είναι ο έφηβος ο Γιώργος….
Ο Γιώργος της κάτω γειτονιάς….
Σαν τότε…..σαν παλιά…..
Ακτή Καλαμίτσας
13 Αυγούστου 2021