Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Μπορεί να μην είναι ο πλάτανος του Ιπποκράτη, ούτε εκείνος ο πλάτανος κάτω από τον οποίο ο Δίας πήρε ως σύζυγο την Ήρα που μετέπειτα απεδείχθη άκρως ζηλόφθονος, και που την Θεϊκή ζωή του δύσκολη ευθύς μετά το μυστήριο την εκατάντησε, κι ας εκουμαντάριζε ολάκερο τον Ντουνιά και το Πανθεϊκό στερέωμα ο Θεός των Θεών, ο Ζευς, την Ήρα όμως όχι, καθότι γυνή, σπέρμα του διαβόλου όφεως, αλλά…. είπα πολλά…. τόσα πολλά είπα που ξέχασα που να καταλήξω θέλω…. αλλά να….να θυμήθηκα… ναι, για τον πλάτανο μιλώ και λέω πως ετούτος εδώ ο πλάτανος, μπορεί και το ξαναλέω, ξακουστός εκ παλαιόθεν και εκ των αρχαιοτάτων χρόνων να μην είναι, μα μεγάλος πανέμορφος και Θεϊκός, είναι. Θεριεμένος πλάτανος είναι, που ισκιώνει πέρα ως πέρα, τούτο, της σημερινής απογευματινής μου εξόρμησης ταβερνίδιο, καθώς και ολάκερη την έμπροσθέν του αυλή. Και στέκει χρόνια πολλά εκεί, βαρδιάτοράς του, φύλακας πιστός, πέντε βήματα πιο κει από το μικρό γεφύρι, που κάτωθέν του τρέχει γάργαρο δροσερό νερό. Εκ των σπλάχνων του Παγγαίου αναβλύζει το νεαρόν τούτο ύδωρ, και επιμένω εγώ να λέω, παρεμπιπτόντως το λέω αυτό, πώς, των αρχαίων Θεών θερινή κατοικία ήταν τούτο το πανέμορφο βουνό τού Ορφέα. Και είμαι σίγουρος, πως εδώ, κάτω από έναν πλάτανο, τον αρχαίο πρόγονο αυτού του πλάτανου τσούγκριζαν τους κύλικές τους ο Δίας με τον Διόνυσο.
Τέτοιος πλάτανος λοιπόν Θεϊκός είναι, και πολύ τόνε γουστάρω. Και εδώ αυτός θα βρίσκεται, για πολλά εισέτι χρόνια μετά την αναχώρησή μου και τη μετάβασή μου σε άλλου είδους παραδείσια δέντρα. Δεκαόροφος και βάλε ο πλάτανος, και η σκιά που ρίχνει στο τσίγκινο τραπεζάκι μου, μαζί με το Παγγαιορείτικο νερό που κατεβαίνει την κατηφοριά και θορυβεί δίπλα μου δηλώνοντας την δροσερή παρουσία του, και ακόμα, μαζί με την ανεπαίσθητον, πλην όμως ολίγον πέραν, τής, ας πούμε δροσερής πνοής τού ανέμου, με ανάγκασε να ρίξω στην πλάτη μου το καλοκαιρινό μου πανωφόρι.
Το τσιπουράκι μου σιγά σιγά και ευλαβικά κατέρχεται δροσίζοντας τον φάρυγγα μου, συνοδευόμενο με μελιτζάνες και κολοκυθάκια τηγανητά, μια καυτερή πιπεριά, ντομάτα κατακόκκινη ζουμερή τού κήπου, και ίσα ίσα για τις πρωτεΐνες μου όλα τα παραπάνω συνοδεύονται με σουτζουκάκια σμυρνέικα. Συνταγή της κυρά Σωσούς.
Παρέκει, σε άλλο, μα κοντινό τραπέζι ο μπάρμπα Ευαγγέλης όπως μετ’ολίγον μου συστήθηκε και άρχισε να μου μιλά. Βλάχος με βαθιά των παππούδων του καταγωγή εκ του χωρίου Λαμπόβου που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Παλιότερα ποιός ξέρει που ανήκε το Λάμποβο. Όλοι τότε, στον πρώτο και ύστερα στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο και μετά και στον πρώτο παγκόσμιο, όλοι, ξαναλέω, τα διεκδικούσαν όλα. Εδάφη, κάμπους και βουνά και λίμνες. Και τα ποτάμια με τα γεφύρια τους δικά τους τά’θελαν. Τις θάλασσες με τις ακτές τους και όλα τα νησιά. Και τον ουρανό με τα αστέρια του ακόμα. Και τους ανθρώπους ήθελαν, δικούς τους άλλους να τους κάμουν, κι άλλους στην προσφυγιά δίχως λύπηση να στείλουν. Κι όσους δεν υπάκουγαν, άγρια σφαγή. Ανθρώπινες ψυχές που από αιώνες κατοικούσαν σε τούτα δω τα μέρη. Νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά.
Αίμα πολύ.
Όλοι τα θέλαν όλα. Όλοι, από Ανατολή μεριά και Δύση. Και από Βορρά, πολύ Βορρά, λέω, ακόμα.
Τί ήθελαν όλοι αυτοί, εδώ; Εδώ σε αυτά τα μέρη;
Και εμείς;….
Τότε, στους πολέμους;…..
Στην ταραγμένη και μισάνθρωπη εκείνη εποχή;….
Τι κάναμε εμείς;
Υπομείναμε!
Θάνατος, σφαγή και αίμα πολύ.
Αχ ρε Ελλαδίτσα με τους προστάτες σου!
Τέλος πάντων, παρεξέκλινα της συγγραφικής μου πορείας και πάλι και απ’ αυτά που θέλω να σας πω. Άλλα, να σας εξιστορήσω θέλω.
Πιάσαμε το λοιπόν την κουβέντα με τον μπάρμπα Ευαγγέλη στην αρχή εκ του μακρόθεν, μα ύστερα από λίγο:
“Έλα”, μου λέει ο Ευαγγέλης.
Ευάγγελο εγώ τον είπα κάποια στιγμή, όχι εκείνος είπε.
“Ευαγγέλης”, έτσι με βάφτισαν.
Με προσκάλεσε στο τραπέζι του και πήγα. Άλλο που δεν ήθελα. Κι άρχισε να μιλά και να μου λέει. Κομματιάζει σιγά σιγά την ψυχή του. Για καλό την κομματιάζει όμως. Λόγια γλυκά την κάνει και μου μιλά.
Εκ Λαμπόβου η βαθιά καταγωγή τού μπάρμπα Ευαγγέλη – και σάμπως, λέει, ξέρει κανείς την παλαιότερη καταγωγή του; – που αυτό το χωριό, οι παππούδες των παππούδων του το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν μαζί με τα ζωντανά τους στη Νέβεσκα (σημερινό Νυμφαίο), εκδιωχθέντες βίαια, μετά από συνεχείς σαρωτικές στο χωριό τους επιδρομές των Αλβανών.
Δεν τό ‘θελε η μοίρα τους όμως να ησυχάσουν εκεί, και λίγα χρόνια αργότερα, πήραν τους δρόμους πάλι. Αιτία ο Αλή Πασάς, οι φόροι που επέβαλε όταν η Νέβεσκα περιήλθε στην κυριαρχία του, καθώς επίσης και η επανάσταση του Εικοσιένα.
“Μπερδεμένα πράγματα μου λες μπάρμπα Ευαγγέλη. Θα το ψάξω λίγο.”
“Από πάππου προς πάππου έφτασαν σε μένα, κι αυτά που άκουσα και ξέρω, αυτά σου λέω παλικάρι μου.”
Κι ύστερα αμέσως:
“Τον Ζάππα τον ξέρεις;” με ρωτά.
Κάτι μου λέει εμένα το όνομα αυτό, μα δεν είμαι και πολύ σίγουρος.
“Ποιον Ζάππα;” τον ρωτώ.
“Στο Ζάππειο μια μέρα, περι-πα-τού-σα, κι αντά-μω-σα μια νέα ξανθο-μα-λού-σα….” άρχισε να μου τραγουδά.
Κατάλαβα.
“Για εκείνον, που εθνικό μας ευεργέτη τον λέμε, λες;”
“Αααααγιάσου….”
“Που το πας μπάρμπα Ευαγγέλη;”
“Ζάππα Ευαγγέλη. Ευαγγέλη και κείνονα τον έλεγαν και από το Λάμποβο και κείνος ήταν. Μπορεί και νά ‘ταν του σογιού μου. Βλάχος κι αυτός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος και εθνικός ευεργέτης. Πολέμησε στο Σούλι, στο Μεσολόγγι, στη Γραβιά…. Μετά λέει πήγε στη Ρουμανία όπου έγινε γαιοκτήμονας και πλούτισε.
Εμείς, οι παππούδες των παππούδων μου, λέω, μετά τη Νέβεσκα που πήραν τους δρόμους πάλι, βρεθήκαμε στη Τζουμαγιά. Την ξέρεις την Τζουμαγιά;”
“Ναι, την Ηράκλεια Σερρών δεν λες;”
Δεν μου απάντησε.
“Πονά η μέση μου και τα ποδάρια μου, παλικάρι μου και το πρωί ούτε να σκωθώαπ’το κρεβάτι μπορώ, μα κι ούτε θέλω, και να πεθάνω θέλω. Πόνος πολύς. Αρθρίτιδα είπε εκείνος, εκείνος ο….ο πώς τον λένε…ο….ο ρεματολόγος, νάθεμάτονε και κείνονα και τους προγόνους μου που μου την έσυραν και σε μένα την αρρώστια τούτη. Κληρονομική λέει αρρώστια, την βλαχιά μου μέσα. Να δεις πως την είπε την αρρώστια….να δεις….ααααααυτοάνοσος οστεοαρθρίτιδα λέει….νάθεμάτονε κι αυτόν και την αρρώστια. Καλά πού’ναι και τούτο δω παλικάρι μου το άσπρο γιατρικό…..”
Σηκώνει το ποτήρι του.
“Άντε γειά μας.”
“Δεν σε έδωσε φάρμακα;” τον ρωτώ.
Πάλι δεν μου απαντά.
Βγάζει την τραγιάσκα, ξύνει λίγο το φαλακρό του κεφάλι και παίζει τα τσακίρικά του μάτια δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Κάτι σαν να ψάχνει δεξιά αριστερά, τη γη που πατά κοιτά, στον ουρανό τα στρέφει.
Παρακαλά; Ρωτά;
“Βράσε όρυζα!”, μου λέει.
Άντε πάλι, από το ένα στο άλλο με πάει.
“Ξέρεις από βγήκε αυτή η φράση;”
Δεν του απαντώ. Αντίποινα.
“Στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο που λες παλικάρι μου, ένα ελληνικό τάγμα, είχε προχωρήσει μέσα στη σημερινή Αλβανία. Είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του. Οι στρατιώτες όμως, πολεμούσαν θαρραλέα και προχωρούσαν.
Δεν είχαν όμως προμήθειες παρά μονάχα μερικά σακιά ρύζι. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, λαπά σκέτο. Δίχως αλάτι και βούτυρο κι ούτε μια σταγόνα λάδι. Κάποτε όμως που μπήκαν σ’ ένα χωριό, έπεσαν στα κοτέτσια του και δεν άφησαν κότα για κότα. Γύρισαν αμέσως στα τάγμα τους κι ετοιμάστηκαν να τις σφάξουν και να τις μαγειρέψουν. Μάγειρας τού τάγματος ήταν τότε ένας λίγο αλαφρύς φαντάρος, ο Μανώλης Αναπλιώτης. Καθώς όλοι ετοιμάζονταν για το μεγάλο φαγοπότι πέρασε απέκει ο ταγματάρχης τους, ονόματι Αγγελάκης. Μόλις έμαθε τα καθέκαστα και είδε τους φαντάρους με τους σουγιάδες και τις κότες στα χέρια, έγινε έξω φρενών και διέταξε να επιστρέψουν αμέσως τις κότες στα σπίτια τους.
“Και τι θα φάμε κύριε ταγματάρχη;”… ρώτησαν τότε οι φαντάροι χολωμένοι.
“Μανώλη….εεε Μανώλη….”
“Μάλιστα κύριε Ταγματάρχη.”
“Βράσε όρυζα, Μανώλη!!!!”
“Μάλιστα”, απάντησα και εγώ, “ωραία ιστορία.”
“Ξέρεις γιατί στην είπα αυτή την ιστορία;”
“Αν δε μου πεις!” του απαντώ.
“Ξέρεις πως το λέγανε το χωριό απ’όπου κλέψανε τις κότες οι φαντάροι και τελικά έφαγαν πάλι λαπά;”
“Και που να ξέρω!” του απαντώ βαριεστημένα εγώ.
Εγώ, άλλα ήθελα να μου πει, αλλά να μάθω ήθελα, για την βλαχιά να μάθω ήθελα και πως βρέθηκε από την Τζουμαγιά σε τούτο το Παγγγαιοχώρι, – έχω εγώ τους λόγους μου που θέλω να τα μάθω όλα αυτά – κι αυτός για κότες, ρύζια λαπάδες, αρθρίτιδες και για ξανθομαλλούσες κοπελιές μου λέει.
“Άκου το λοιπόν: Το χωριό το λέγανε Λάμποβο και το, Βράσε όρυζα, το είπα στον ρεματολόγο, τον αναθεματισμένο, όταν με είπε να μάθω να ζω με τους πόνους μου. Ζωή είναι αυτή, ε;… ζωή είναι αυτή;….. Καλά που είναι και τούτο…… Άντε γεια μας.”
Μου χαμογέλασε, του χαμογέλασα, τσουγκρίσαμε τους κύλικές μας, δροσίστηκαν τα μέσα μας και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, τον ρωτώ:
“Θα μου πεις τώρα πώς βρέθηκες εδώ, σε αυτό το Παγγγαιοχώρι μετά από την Τζουμαγιά;”
Τη γνωστή του στάση αυτός. Καμμιά απόκριση.
Δεν του μιλώ κι εγώ, και ούτε τον κοιτώ.
Θα πέρασαν έτσι ίσως δύο τρία αμίλητα λεπτά.
“Άλλη φορά….μια άλλη φορά θα σε πω.”
“Μου το υπόσχεσαι;” του λέω με μια κρυφή αγωνία.
Κάτι μου είπε, στα βλάχικα ήταν νομίζω. Δεν κατάλαβα….
Το κατάλαβε ότι δεν κατάλαβα και…..
“Έχεις γαλανά μάτια”, μου είπε και συμπλήρωσε:
“Σαν τα δικά μου.”
Κι ύστερα από λίγο, τόσο λίγο, όσο που πρόλαβα να δω να σχίζει το μικρό ουράνιο ξέφωτο που έχασκε ανάμεσα στις φυλλωσιές του δέντρου ένα πουλί, είπε:
“Στο υπόσχομαι.”
…………..
Αύγουστος, ο δροσερός 2019