Το καλοκαίρι που μας πέρασε, τα μπάνια μας στην θάλασσα με την γυναίκα μου τα κάναμε στην Καλαμίτσα.
Μισό τσιγάρο δρόμος από το σπίτι μου. Πιάναμε την σκιά σε κάποιον από τους φοίνικες, που προσπαθούν να επιβιώσουν εκεί, ανοίγαμε τα αναδιπλούμενα καρεκλάκια μας και απλώναμε πετσέτες και ομπρέλες για τα περεταίρω.
Οι ομπρέλες κάτω στην αμμουδιά συνήθως ήταν πιασμένες από Βούλγαρους. Εκείνη την ημέρα μόλις καθίσαμε για να πάρουμε τις αναπνοές μας, φάνηκε στο βάθος να αυλακώνει την ήρεμη θάλασσα κατευθυνόμενη προς το λιμάνι, μια υπερπολυτελής θαλαμηγός.
Πέρασε αρκετά κοντά από την ακτή και είχαμε αρκετή εικόνα να θαυμάσουμε τόσο το σκαρί όσο και τους ανθρώπους που ήταν επάνω. Το σκάφος αστραποβολούσε λουσμένο από της ακτίνες του Αυγουστιάτικου ήλιου ενώ λυγερόκορμα κορμιά περιφέρονταν στα καταστρώματα του πλοίου.
Το ραδιοφωνάκι που κουβαλά πάντα μαζί της η Γυναίκα μου ανέφερε εκείνη την στιγμή την άφιξή της θαλαμηγού και τον κτήτορα του σκάφους ο οποίος ήταν κάποιος Άραβας προύχοντας. Μελαγχόλησα που η δική μου τύχη με καταδίκασε να περνώ το καλοκαίρι μου σ’ αυτήν την φτωχική γωνία ενώ ο άλλος γυρνά όλο τον κόσμο με τα ουρί του και πλήθος να τον εξυπηρετούν.
Πήρα φουρκισμένος τα ψαροπέδιλά μου άρπαξα και το γυαλί και βούτηξα. Συνήθως ανοίγομαι εκεί που σταλιάζουν οι γλάροι. Αυτοί στην αρχή διαμαρτύρονταν, με έμαθαν όμως γρήγορα και με δέχτηκαν στην συντροφιά τους.
Είπα να τους πω τον πόνο μου αλλά ήξερα ότι για αυτούς θα ήταν ανθρώπινα τα λόγια μου αφού τα δικά τους είναι κορακίστικα για μένα. Απομακρύνθηκα προς το Lucy. Η θάλασσα γαλήνια. Η ζέστη υπερβολική, για να βρω δροσιά κατέβαινα κάνα δυο μέτρα κάτω στο βυθό.
Σε μια τέτοια κατάδυση βλέπω ένα αλογάκι της Παναγίας. Έτσι λέγαμε παιδιά τους ιππόκαμπους. Το πήρα με προσοχή και το ανέβασα στην επιφάνεια. Δεν είχε ζωή, το κράτησα. Αφέθηκα στην αγκαλιά της θάλασσας όπως το βρέφος στον κόρφο της μάνας του.
Όλα τα δυσάρεστα συναισθήματα που κουβαλούσα μπαίνοντας στην θάλασσα εξαφανίστηκαν. Ξύπνησε μέσα μου ο δεκάχρονος Πεντακοσιανός και ήμουν στο στοιχείο μου. Το ρεύμα του νερού πήγαινε Ανατολικά, οι ελαφρές χεριές μου με έφεραν γρήγορα στα βράχια του Ξενοδοχείου.
Εκεί παλιά έβγαζα στρείδια, τώρα δεν βρήκα τίποτε. Γυμνοί βράχοι γεμάτοι αχινούς, αφιλόξενοι. Έψαξα για φούσκες, δεν βρήκα. Στην ρίζα ενός βράχου είδα μια μπουρού, βούτηξα την πήρα. Ήταν άδεια. Είπα να περάσω απέναντι στο νησάκι όπως έκανα παλιά, φοβήθηκα, τα Κρισκράφτ και τα διάφορα πλεούμενα περνούσαν μέσα από το στενό με δαιμονισμένη ταχύτητα.
Μου γυάλισαν στο βυθό δυο μεγάλοι αχιβάδες βούτηξα τους πήρα, ήταν άδειοι. Δεν πειράζει τους έβαλα στον σάκο και αυτούς. Γύρισα δυτικά, η θάλασσα λάδι και υπερβολικά ζεστή. Την δροσιά την εύρισκα στα δυο μέτρα κάτω στον βυθό.
Ένα σύννεφο από αθερίνα ήρθε και έκατσε από κάτω από την σκιά μου, ξαφνιάστηκα. Η αιτία ήταν ένα κοπάδι από κολιούς που τις κυνηγούσε, έπεσε μετά από λίγο επάνω του. Άφησα την φύση να κάνει την δουλειά της και προχώρησα.
Στο ύψος του φοίνικα που ήταν τα καθίσματα μας είδα μόνο το καπέλο της γυναίκας μου να σκιάζει το ταλαιπωρημένο έντυπο με τα σταυρόλεξα. Η γυναίκα μου θα είχε πέσει να δροσιστεί. Ας είναι, εγώ κολύμπησα στα Δυτικά.
Είδα στον βράχο που παλιά κάναμε βουτιές με τα παιδιά κόσμο. Λαχτάρισα, η ψυχή μου ζητούσε να ξανανιώσει το αίσθημα να αφήνεσαι στο κενό για λίγο και να καταλήγεις μετά στην αγκαλιά της θάλασσας με παφλασμό.
Πλησίασα. Στον βράχο ήταν δεκαπεντάρηδες, ολόδροσα αγόρια και κορίτσια που συναγωνίζονταν ποιος θα κάνει την καλύτερη βουτιά. Θα ανέβαινα και εγώ. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας νεαρός να λέει: «Παππού απομακρύνσου μη σε χτυπήσουμε».
Έψαξα γύρω μου να βρω τον παππού, δεν τον είδα πουθενά. Ο συνωστισμός στον βράχο μεγάλος, σκέφτηκα ότι ήταν χαμένος χρόνος. Γλίστρησα επάνω στο νερό για να πάω στην δυτική άκρη του κόλπου. Με την στροφή της κεφαλής μου το μάτι μου πέφτει σε δύο κάτασπρα θαλασσινά κυδώνια.
Κατεβαίνω κάτω. Τα κυδώνια ήταν σε μια χταποδότρυπα και το χταπόδι ετοιμάζονταν να τα απολαύσει. Με είδε το μαλάκιο, φοβήθηκε τον άνθρωπο, τραβήχτηκε στο βάθος της τρύπας του. Τα άρπαξα τα κυδώνια, του τα έκλεψα και ανέβηκα επάνω.
Την ημέρα εκείνη το χταπόδι δούλεψε για μένα. Στους βράχους της δυτικής ακτής του κόλπου άλλοτε εύρισκα μύδια, τώρα δεν υπάρχει ούτε σπόρος τους. Δεν ξέρω αν η κλιματική αλλαγή ή δραστηριότητες του ανθρώπου εξαφάνισε αυτό το θαυμάσιο θαλασσινό που στην ακτές της Καβάλας ήταν σε υπερεπάρκεια και έσωσε στην κατοχή ανθρώπους και δεν πέθαναν από την πείνα.
Η δική μου παρουσία εκεί είχε σαν σκοπό να γεμίσω τον σάκο μου με φούσκες. Εκεί που άλλοτε τις εύρισκα σε αφθονία σήμερα είχε λίγες και μικρές. Πήγα ακόμη δυτικότερα και τις βρήκα. Έβγαλα τέσσερεις μεγάλες, για σήμερα φτάνει.
Γύρισα στο βράχο, στην μύτη προς την Καλαμίτσα, βγήκα έξω, το φορτίο μου πολύ, χρειαζόμουν τις αναπνοές μου για την επιστροφή. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Έκαιγαν οι πλάκες τα πέλματά μου, τσουρούφλιζε όλο μου το κορμί ο ήλιος από ψηλά, βούτηξα, δροσίστηκα.
Άρχισα το ταξίδι της επιστροφής με συντροφιά τώρα το δροσερό μπάτη που έρχονταν από μέσα και φτάσαμε μαζί μέχρι την ρίζα του φοίνικα. Η γυναίκα μου εκεί με περίμενε. Μόλις έφτασα στην ακρογιαλιά ήρθε να με ξεφορτώσει από το βάρος μου και να με μαλώσει που χάνομαι από το οπτικό της πεδίο τόσες ώρες.
Μου θυμίζει την συγχωρεμένη τη Μανούλα μου. Εκείνη με περίμενε με την παντόφλα στο χέρι που δεν ξεκολλώ από την θάλασσά και πάλι στο όνειρο της είχε δει ότι με πήγαν πνιγμένο. Εγώ τότε άδειαζα το καλαθάκι μου που ήταν γεμάτο θάλασσα στα πόδια της με μύδια, στρείδια, χταπόδια και όλα τα δώρα της θάλασσας που είχα μαζέψει από το πρωί, για να μαλακώσω το χέρι που κρατούσε την παντόφλα.
Η απάντηση στα δώρα μου «Τι να τα κάνω αυτά βρέ, τι να τα κάνω; Την αγωνία μου μέχρι να σε δω την μετράς;». Τι να έλεγα εγώ, ήταν Μάνα. Η γυναίκα μου καλόκαρδη και υπομονετική, με ανέχεται αυτά στα εξήντα τέσσερα χρόνια που ήμαστε μαζί, με ξέρει.
Έδιωξα το αλάτι που είχε μαζευτεί στα ματοτσίνορά μου και μου έτσουζαν τα μάτια. Έχει ένα λάστιχο εκεί συνδεδεμένο στο δίκτυο της ΔΕΥΑΚ που τρέχει νερό και εξυπηρετείται ο κόσμος. Κάθισα κάτω από τον φοίνικα να στεγνώσω για να ντυθώ και να φύγουμε.
Μας περίμεναν στο σπίτι τα γεμιστά που έφτιαξε η γυναικά μου με λαχανικά που μάζεψα πρωί με τη δροσιά από το κήπο, αφού αντάλλαξα καμιά εικοσαριά καλημέρες με γνωστούς και φίλους. Για την ρακή που μου έχουν στείλει με πολύ αγάπη από την Κρήτη ο μεζές απίθανος, μελίπαστες σαρδέλες, οι φούσκες και οι αχιβάδες.
Αυτά ήρθαν στην σκέψη μου εκείνη την ώρα. Το βλέμμα μου ταξίδεψε στο πέλαγος. Να τη πάλι η θαλαμηγός στο βάθος. Φαίνεται ότι είχε ρίξει άγκυρα εκεί και έβλεπες δραστηριότητα γύρω της. Πιθανόν προτίμησαν να κάνουν το μπάνιο τους στην θάλασσα και όχι στην πισίνα του σκάφους τους.
Κοίταξα την γυναίκα μου που ετοιμάζονταν για την επιστροφή μας στο σπίτι, είδα την πραμάτεια μου μέσα στο σάκο, ήρθε στο ρουθούνι μου η μυρωδιά του ιωδίου από τις φούσκες, είδα και τους απέναντι να τσαλαβουτάν μέσα σε δέκα τετραγωνικά θάλασσα περιστοιχισμένοι από σεκιουριτάδες, είδα και τον ευτυχέστερο άνθρωπο του κόσμου. Ήμουν εγώ και δεν το ήξερα.