Ψες το απόγευμα πληροφορήθηκα τον θάνατο του αγαπημένου και κολλητού φίλου των πρώτων χρόνων της εγκατάστασής μου στην Καβάλα Αλέξη Μουτσοκάπα. Ήμουν τακτικός επισκέπτης του πατρικού του σπιτιού, -η μητέρα του ήταν εξαιρετική μαγείρισσα-, και ανέπτυξα φιλικές σχέσεις με φίλους και συγγενείς της οικογένειάς του. Υπήρξα ακόμη συγκάτοικος και φίλος της αδελφής του Νέλλης στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Τα μασκέ πάρτυ που διοργανώναμε στο σπίτι που νοίκιαζα στην Καβάλα, στο ισόγειο του τριώροφου σπιτιού της αείμνηστης καθηγήτριας Αγγλικών Ιωάννας Δημητρακούδη, άφησαν εποχή. Στον ενδιάμεσο όροφο έμενε η οικογένεια του αδελφού μου, με την οποία, όπως και με πολλούς φίλους μου, ο Αλέξης ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι βόλτες μας στην πόλη ήταν σχεδόν καθημερινές, τόσο που προκάλεσαν ερωτηματικά σε μερικούς Καβαλιώτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς έκαναν τόση στενή παρέα δυο ευπαρουσίαστοι υψηλοί κύριοι (ο Αλέξης ήταν εξαιρετικά ωραίος). Πάλι καλά που ήμασταν εραστές του γυναικείου φύλου και γλυτώσαμε περαιτέρω ταμπέλες. Το διασκεδάσαμε πάντως, αφού ο Αλέξης είχε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ.
Χθες, κατά τη μία το μεσημέρι, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας που κάνω με την ευκαιρία του εγκλεισμού μας στο σπίτι, να συγκεντρώσω κείμενα που έχω γράψει κατά το παρελθόν και να τα συνδυάσω με κείμενα που γράφω τώρα, διάβαζα ένα κείμενο για τις ιστορίες πίσω απ’ τα τραγούδιά μου που σχετίζονται με την Καβάλα, το οποίο, κατά προτροπή του Γιάννη Τσίγκα, είχα γράψει και είχε δημοσιεύσει στο ΠεριΩδικό της πόλης, του οποίου ήταν εκδότης. Πιο συγκεκριμένα, διαβάζοντας την ιστορία πίσω απ’ το τραγούδι μου Ρωμυλία, θυμήθηκα τον Αλέξη, κατά σύμπτωση την ώρα που, όπως με πληροφόρησε ο σύζυγος της αδελφής του Βασίλης Ασημένιος, ο Αλέξης μάς άφηνε για πάντα:
«-Εμπνευσμένο από ένα ταξίδι του πατέρα μου στην πατρίδα του, τον Στενήμαχο, στη Ρωμυλία, το τραγούδι είναι αφιερωμένο στον ίδιο και σ’ ένα Καβαλιώτη φίλο μου, τον χημικό Αλέξη Μουτσοκάπα, που από χρόνια ζει στον Καναδά, του οποίου η μητέρα είχε γεννηθεί στη γειτονική στον Στενήμαχο Φιλιππούπολη, όπου ζουν θείοι και ξαδέλφια μου (οι πρόγονοί μας είχαν καταφύγει εκεί, μια περιοχή με σχεδόν αμιγή ελληνικό πληθυσμό, από τα Τρίκαλα, γύρω στο 1855). Η κοινή καταγωγή των γονιών μας ήταν αιτία που ανέπτυξα με τον Αλέξη μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ φιλίας και συγγένειας. Αντίστοιχα αισθήματα διατηρώ και για τον εξέχοντα συνάδελφο στη μουσική Διονύση Σαββόπουλο, του οποίου η μάνα επίσης είχε γεννηθεί στη Φιλιππούπολη, και περισσότερο γι’ αυτό τον αποκαλώ πατριώτη όταν τον συναντώ, και λιγότερο επειδή και οι δυο έχουμε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Στη Φιλιππούπολη έζησα πριν από μερικά χρόνια μια συγκλονιστική εμπειρία, όταν τραγούδησα σ’ ένα επιβλητικό θέατρο με την «Ελλήνων Ορχήστρα», που είχε δημιουργήσει ο Στέλιος Ελληνιάδης για μια απίστευτη περιοδεία σε τόπους όπου άνθισε και ακόμη επιβιώνει ο Ελληνισμός, από τη Μαριούπολη και την Οδησσό στο Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, τη Σόφια και τη Φιλιππούπολη. Στην πρώτη σειρά του θεάτρου με παρακολουθούσαν να χαιρετώ την αθάνατη Ρωμυλία, περήφανοι για μένα και συγκινημένοι που τους είχαμε τιμήσει, καμιά δεκαπενταριά συγγενείς μου, από τους οποίους ελάχιστους γνώριζα, και ανάμεσα τους ο 98χρονος πρώτος ξάδελφος και κολλητός του πατέρα μου Θεμιστοκλής στα παιδικά τους χρόνια, στον οποίο, ο βούλγαρος γαμπρός του, απευθυνόταν πάντα με σκυμμένο κεφάλι, χωρίς να τολμά ποτέ να τον αντικρύσει στα μάτια. Το δεύτερο μέρος του τραγουδιού είναι εμπνευσμένο από το αγαπημένο βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ. «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», εκδόσεις Θεμέλιο, που περιοδικά ξαναδιαβάζω, ιδίως από το σημείο όπου ο συγγραφέας απευθύνεται στον καταβεβλημένο από τύψεις δυο χιλιάδων χρόνων Πόντιο Πιλάτο, λέγοντάς του: «είσαι ελεύθερος», μέχρι το τέλος».
Λίγο μετά την εγκατάσταση του στον Καναδά, μου διηγήθηκε τηλεφωνικά το παρακάτω παράδοξο, που μαρτυρεί όμως και τη δύναμη της μουσικής: μπαίνοντας σε ένα απομακρυσμένο καφέ-μπαρ στον Βόρειο Καναδά, άκουσε απ’ τα ηχεία το αφιερωμένο σ’ αυτόν τραγούδι μου Ρωμυλία.
Αργύρης Μπακιρτζής