Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Το όνομά του: Ρεζίς Ντεμπραί (RégisDebray). Με εξαίρεση την Γαλλία και μερικούς διανοουμένους ανά τον κόσμο, ποιός τον θυμάται σήμερα; Άς υπενθυμίσω ότι ήταν και είναι,μέχριτις μέρες μας,ένας από τους πιο γνωστούς φιλόσοφους της χώρας του και της εποχής μας. Το δοκίμιό του. «Επανάσταση μέσα στην επανάσταση», παταγώδες για τις ιδέες του, διαβάστηκε από όλους τους πρεσβεύοντες τις πολυποθούμενες εκείνη την εποχή πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές. Έμπιστος του Φιντέλ Κάστρο στα χρόνια 60, στρατιωτικώς συστρατευθείς το 1967 με τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα εναντίον του βολιβιανού καθεστώτος του Μπαριέντος, υποστηρικτής στις αρχές των ετών 70 του αλησμόνητου Χιλιανού προέδρου Σαλβατόρε Αλλιέντε, αργότερα, στα χρόνια του 80, διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου Μιττεράν, αλλά διαφωνών με την πολιτική του τελευταίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, σήμερα μελετητής των θρησκευτικών πεποιθήσεων των κοινωνιών, οι προκαλούσες ευρύτερο ενδιαφέρον γνώσεις και γνώμες του, συζητιούνται από το σκεπτόμενο κοινό. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην σχολιάσει την δημιουργηθείσα λόγω θανατηφόρου ιού κοινωνική κρίση .
Σε μια συνέντευξη στην «Εφημερίδα της Κυριακής» (JDD, 03/05/2020), αφού οριοθέτησε τις ιδιαίτερες ειδικότητες τριών επαγγελμάτων, τονίζει: «ο επιστήμων αναφέρει τα γεγονότα, ο πολιτικός εκείνο που πρέπει να γίνει, ο φιλόσοφος ψάχνει αυτό που είναι, που δεν είναι ποτέ εκείνο που πιστεύουμε, και γι’ αυτό σοκάρει και ενοχλεί. Ο φιλόσοφος πρέπει να μην είναι δημοφιλής για να είναι ένας καλός φιλόσοφος και ένας πολιτικός μη αγαπητός από τον κόσμο είναι κακός πολιτικός». Είναι άραγε μια διακριτική πλην έμμεση πρώτη βολήεναντίον του Μακρόν του οποίου η κοινωνική πολιτική και εκείνη της υγείας συνεργεί στην συνεχή πτώση,σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, της δημοτικότητός του;
Εν συνεχεία, ο Γάλλος διανοούμενος διαπιστώνει ότι το σμαρτόφωνο και το ιντερνέτ δημοκρατικοποίησαν το δικαίωμα γνώμης των πολιτών. Ο θανατηφόρος ιός μας κάνει να ομιλούμε πολύ, ελευθερώνει την ομιλία. Δεν ξέρουμε που να στρέψουμε την προσοχή μας με τον επικρατούντα περί του ιού καταιγισμό λόγου. Ο καθείς δίδει την διερμηνεία των γεγονότων. Επικοινωνιακοί και πολιτικοί άνδρες μας μπερδεύουν με τις παρλαπίπες τους. Δεύτερη βολή: «Οσoλιγότερα πράττουν, τόσο περισσότερο φλυαρούν. Θα όφειλαν να δυσπιστούν. «Οταν οι λαοί παύουν να εκτιμούν, παύουν και να υπακούουν”, απεφάνθη ο Ριβαρόλ (Rivarol, συγγραφεύς του 18ου αιώνος ακαταπόνητος υπερασπιστής της γαλλικής γλώσσας σ.σ.). Στην παρατήρηση της δημοσιογράφου ότι είναι αυστηρός με τους πολιτικούς, διευκρινίζει: «δεν σημαδεύουμε τον πιανίστα όταν δεν υπάρχει προκαταρκτικήπαρτιτούρα, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αυτοσχεδιάζει την τελευταία στιγμή κάθε μέρα». Προσθέτει: η «νεοπαγής» πολιτική (εντόνως προπαγανδισθείσα προεκλογικώς από τον Μακρόν, σ.σ.) επιτάσσει στο να προσποιείται ο πολιτικός άνδρας ότι κάνει κάτι, δεν ξέρουμε όμως ακριβώς περί τίνος πρόκειται, ούτε το γιατί, ούτε και το πότε θα γίνει.
Στην ερώτηση εάν η τωρινή επιδημία αποκαλύπτει καταχωνιασμένους αρχαϊσμούς των κοινωνιών μας, ο Ντεμπραί λέγει ότι αρρώστια και θάνατος θέτουν τέρμα στις απάτες, οι βασιλείς μένουν γυμνοί. «Σε μια κοινωνία νέο-εφευρεθεισών επιχειρήσεων (start-up), η έλλειψη τόσο απλών αντικειμένων όσο οι μάσκες σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά… Μπορεί κανείς να ονειρεύεται, πλην όμως είμαστε εμείς που ονειρευτήκαμε πιστεύοντας ότι υπήρχε ένα στρατηγικό και προστατευτικό κράτος».
Τρίτη βολή: «Κάθε μεγάλη κρίση, ένας λιμός αφαιρεί την κρούστα των ευπρεπών ψευδών»…
Πώς να μην συμφωνήσει κανείς;…