Η τηλεφωνική κλήση έγινε σε ώρα ακατάλληλη και δεν απαντήθηκε. Ήταν ένα από τα τηλεφωνήματα εκείνα που γίνονται το μεσημέρι, μεταξύ δύο και πέντε, που καλούν όλοι για να σου προβάλλουν την πραμάτεια τους, να αλλάξεις δηλαδή πάροχο τηλεφωνικής υπηρεσίας ή ηλεκτρικού ρεύματος.
Είναι η ώρα εκείνη, μετά το μεσημεριανό σου γεύμα, που η ραστώνη της στιγμής σε οδηγεί σε μια αναπαυτική πολυθρόνα ή στο κρεβάτι σου για τη μεσημεριανή σιέστα που την έχεις ανάγκη.
Τέτοια ώρα διάλεξε να με καλέσει ο Φώτης από την Κάσο. Στην πρώτη κλήση δεν απάντησα ούτε και στην τρίτη. Επειδή όμως συνέχιζε, στο τέταρτο και πιο ενοχλητικό χτύπο του κουδουνιού άρπαξα το ακουστικό με θυμό έτοιμος να φερθώ ανάλογα στον ενοχλητικό συνομιλητή μου που θα βρίσκονταν στο άλλο άκρο της γραμμής.
Μόλις έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου άκουσα αμέσως τον καλούντα μου να μου λέει με ταχύ λόγο, δίχως να περιμένει το δικό μου «παρακαλώ λέγετε». «Καλησπέρα σας, είστε ο κύριος Παναγιώτης Φώτου, σας τηλεφωνώ από την Κάσο, είμαι ο Φώτης».
Στο αυτί μου το Κάσο έφτασε σα Θάσο και σκάλιζα μέσα στα απόθετα της μνήμης μου να βρω αυτόν τον Φώτη τον Θασίτη, που μεσημεριάτικα και σε ακατάλληλη ώρα με κάλεσε για να μου πει τα σπουδαία του.
Όταν δεν μπόρεσα να εντοπίσω αυτόν τον Φώτη στον τόπο που άκουσα, ζήτησα από τον συνομιλητή μου περισσότερες πληροφορίες για αυτόν. Διαπίστωσα το λάθος μου ως προς τον τόπο της καταγωγής του και έμαθα ότι απέναντί μου είχα έναν παλιό μου αγαπητό γνώριμο από τα νεανικά μου χρόνια, ιδιαίτερα από τη θητεία μου στον στρατό.
Ο Φώτης ήταν ένα παλικάρι από την Κάσο, που ήταν ο Λοχίας στη διμοιρία μου και με βοήθησε πολύ στο έργο μου. Στον Φώτη οφείλω ένα μεγάλο ποσοστό από τις πολύ καλές σημειώσεις που είχα από τους διοικητές μου.
Θα περιγράψω ένα γεγονός που δείχνει τη λεβεντιά του Φώτη που με είχε σημαδέψει και του χρωστώ ευγνωμοσύνη. Το τάγμα μας είχε πάει στον Στρυμόνα για να εκπαιδευτούμε στη διάβαση ποταμού.
Στις δέκα μέρες που παραμείναμε στις όχθες του Στρυμόνα περάσαμε αρκετές φορές το ποτάμι δίχως πρόβλημα. Την προτελευταία ημέρα θα κάναμε νυχτερινή διάβαση και τα πράγματα θα ήταν νομίζαμε δίχως προβλήματα μετά την εμπειρία μας από τις προηγούμενε διαβάσεις.
Δεν είχαμε πάρει όμως υπόψη τις βροχές που έπεσαν το τελευταίο διήμερο τόσο στην περιοχή που στρατοπεδεύσαμε όσο και στη Βουλγαρία που ήταν οι πηγές του ποταμού.
Το πολυβόλο της Διμοιρίας είχε χρεωθεί σ’ έναν Χιώτη ναυτικό, τον Χατζηδάκη, που είχε την ειδικότητα του πολυβολητή και σ’ αυτόν χρεώθηκε το όπλο όπως υποχρέωνε ο σχετικός κανονισμός.
Στην πράξη όμως και στις ασκήσεις που κάναμε κατά τις μετακινήσεις και μέχρι να στηθεί το όπλο, ο Φώτης κρατούσε το πολυβόλο και εγώ την εφεδρική κάνη και τον τρίποδα.
Ο Χατζηδάκης όταν στήνονταν το πολυβόλο έκανε τις βολές. Για έναν παράξενο λόγο ο ναυτικός ήταν τέλειος σκοπευτής και μπορούσε να περάσει τη βολίδα του από τρύπα βελόνας στα εκατό μέτρα που λέει ο λόγος.
Την αφέγγαρη βραδιά που θα έπρεπε να κάνουμε τη διάβαση παρατηρήσαμε μια αυξημένη ροή του νερού, όχι όμως ανησυχητική που εξακρίβωσα από μια προσωρινή δοκιμή που έκανε ο Φώτης.
Μπήκαμε στο ποτάμι σε φάλαγγα κατά άνδρα, πρώτος ο Λοχίας με το Μπράουνινγκ στον ώμο ακολουθούσαν οι άλλοι με ενδιάμεσους τους Δεκανείς και τελευταίος εγώ έχοντας μπροστά μου τον Χιώτη.
Εκεί κοντά στο μέσον της διαδρομής βλέπω τον Χατζηδάκη να παραπατά και να βυθίζεται στο νερό και να χάνετε. Έψαξα να τον δω αλλά το σκοτάδι πολύ και η άχλη πάνω από το νερό περιόριζε την όραση στο ελάχιστο.
Είδα να επιπλέει ο γυλιός του Χιώτη. Τον άρπαξα από κάτω δεν είχε άνθρωπο! Παράτησα τα σιδερικά που κουβαλούσα και βούτηξα στα θολά νερά. Δέχτηκα μια κλωτσιά από αρβύλα στα πλευρά μου που έχασα για λίγο την αναπνοή μου από τον πόνο.
Συνήλθα γρήγορα άρπαξα το πόδι που με κλώτσησε και έβγαλα στην επιφάνεια τον Χατζηδάκη! Μόλις πήρε αναπνοή και ζωή, με άρπαξε από τον λαιμό και με έσφιγγε με τα δύο του χέρια από τον πανικό του.
Κινδύνευα να πνιγώ από τα χέρια του Χιώτη περισσότερο και όχι από το νερό του ποταμού και να τον παρασύρω και αυτόν μαζί μου… Εκείνη ακριβώς την στιγμή είδα τον Φώτη δίπλα μου να έχει αρπάξει τον Χατζηδάκη από τους ώμους και να τον τραβά με δύναμη.
Έτσι βγήκαμε στην άλλη όχθη του ποταμού. Με τον Φώτη, μετά την απόλυσή μας από τον στρατό, ήμασταν για αρκετά χρόνια σε επαφή. Μου έστελνε ένα κουτί μέλι θαυμάσιας ποιότητας και εγώ ένα κουτί με αλίπαστα σχεδόν κάθε χρόνο.
Κάπου χαθήκαμε με το πέρασμα των χρόνων. Το απρόσμενο τηλεφώνημά του που μου έγινε μετά από εξήντα χρόνια, είχε σαν αιτία τις πληροφορίες, που του έδωσε ένας συνάδελφος κρητικός που πέρασε το καλοκαίρι του στην Κάσο.
Στην κουβέντα τους που ο ένας υπηρέτησε στον στρατό της Μακεδονίας και του άλλου, που είχε έναν καλό συνάδελφο από την Καβάλα, βρέθηκε έτσι τυχαία το τηλέφωνό μου στα χέρια του Φώτη και τα είπαμε ογδοντάρηδες και οι δύο τώρα έχοντας όμως στην μνήμη εκείνες τις όμορφες εικόνες της νιότης μας που έχουν καταγραφεί από τότε.
Με κάλεσε να πάω οπωσδήποτε στο νησί του εξιστορώντας μου τα προβλήματα που του φόρτωσε ο χρόνος και η σκληρή δουλειά στη θάλασσα και κατέληξε: «Πρέπει να συναντηθούμε γρήγορα ο χρόνος φεύγει και για εμάς είναι λίγος ακόμη».
Δεν θα το κάνω, θέλω να θυμάμαι εκείνο το ξανθό δίμετρο παλικάρι με τα φωτεινά μάτια και τα δυνατά μπράτσα με το φωτεινό χαμόγελο το γεμάτο ζωή. Εξ άλλου τι θα πάω να δείξω εγώ;
Εκείνο το νέο παιδί που ανέβαινε στους βράχους και στα σχοινιά σαν αίλουρος που ήξερε και θαύμαζε, έχει περάσει, στη θέση του είναι τώρα ένα χούφταλο που σέρνει τα πόδια του μέσα στην καθημερινότητά του.
Παναγιώτης Φώτου