Στο τέλος του Γενάρη εκείνης της χρονιάς, σωτήριο έτος 1952, με ειδοποίησε ο κύριος Κώστας κλητήρας και επιστάτης του Γυμνασίου Αρρένων τότε, να πάω στο γραφείο του Γυμνασιάρχη.
Σοκ και δέος για εμένα τον μαθητή της δευτέρας τάξης του Γυμνασίου Αρρένων που τέτοιες επαφές «υψηλού επιπέδου» ήταν άγνωστες και δεν προοιώνιζαν καλό τέλος. Έψαξα να βρω στη μνήμη μου κάποια παράληψη ή ενέργειά μου που να είχε το στοιχείο της παραβατικότητας δεν βρήκα τίποτε που να έκανα και να ήταν αντίθετο με τους κανόνες του σχολείου μου.
Την ορισμένη ώρα πήγα στο γραφείο του γυμνασιάρχη που την εποχή εκείνη ήταν ο σεβάσμιος δάσκαλος και καλός άνθρωπος, ο κ. Μαυρομάτης. Με τρεμάμενο χέρι κτύπησα την πόρτα και με άνοιξε ένας συμμαθητής μου που ήταν καλεσμένος και αυτός όπως και καμιά δεκαπενταριά ακόμη μαθητές από διάφορες τάξεις.
Το γραφείο του Γυμνασιάρχη επικοινωνούσε με την αίθουσα που ήμασταν συγκεντρωμένοι. Περιμέναμε όλοι με αγωνία να ανοίξει η πόρτα και να μάθουμε τον λόγο της εκεί παρουσίας μας. Δεν άργησε πολύ και η πόρτα άνοιξε μπήκε μέσα ο κ. Μαυρομάτης μαζί με ένα ακόμη καθηγητή που δεν τον γνώριζα.
Από το ύφος και των δύο δεν προμηνύονταν κάτι καλό. Ήταν και οι δύο συνοφρυωμένοι και σκεπτικοί. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή. Τέλος ο κ. Γυμνασιάρχης μας κοίταξε όλους και είπε, «Σας καλέσαμε εδώ για να σας ενημερώσουμε ότι επειδή δεν πληρώσατε στο Δημόσιο Ταμείο την Μαθητική Εισφορά που οφείλατε, έχουμε διαταγή από το Υπουργείο Παιδείας να μη σας επιτρέψουμε να συμμετάσχετε στις εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου».
Μαθητική Εισφορά ήταν ο φόρος που πλήρωναν όσα παιδιά τότε πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Τότε δίναμε εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο. Οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου άρχιζαν την πρώτη Φεβρουαρίου και του δεύτερου το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου.
Δίχως βαθμούς από το πρώτο εξάμηνο ήταν σίγουρα χαμένη η χρονιά. Συνέχισε όμως ο καλός εκείνος άνθρωπος «Ο Σύλλογος όμως των καθηγητών του Γυμνασίου μας δέχθηκε εισήγησή μου και δε θα εφαρμόσουμε αυτήν την επαίσχυντη εντολή -αυτό το είπε με οργή– και θα σας επιτρέψει να συμμετάσχετε στις εξετάσεις και να ληφθούν κανονικά υπόψη τα αποτελέσματά σας για τον συνολικό βαθμό του έτους.
Μετά από αυτό θα σας υποδεικνύαμε να δώσετε τον καλύτερο σας εαυτό για να έχετε τα καλύτερα αποτελέσματα και να προσπαθήσουν οι γονείς σας να εξοφλήσουν την οφειλή προς το Δημόσιο έστω και με υπερημερία.
Αυτές οι ενέργειές από εσάς αν γίνουν θα δικαιολογήσουν και τη δική μας παρανομία». Η χρονιά εκείνη ήταν πολύ δύσκολη για την πόλη μας γιατί για κάποιους λόγους η παραγωγή του καπνού ήταν υποβαθμισμένη και οι καπνεργάτες δούλεψαν τρείς και τέσσερεις μήνες το πολύ για όλο τον χρόνο.
Το επίδομα που έπαιρνε η μητέρα μου, με τα βίας έφτανε για τα απαραίτητα της διαβίωσης μας και τα τεφτέρια του Φούρναρη και του Μπακάλη είχαν γεμίσει ασφυκτικά και ετοιμάζονταν να τα συντροφευόσουν καινούργια.
Η ανάγκη για εργασία δική μου ήταν επιτακτική και την ευκαιρία μου την έδωσε ο κυρ Αριστείδης ο Γαλατάς. Το Γαλατάδικο του κυρ Αριστείδη ήταν στην συμβολή των δρόμων Δεληγιάννη και Κολοκοτρώνη στα Πεντακόσια και της ημέρες εκείνες ζητούσε υπάλληλο.
Πήγα συνεσταλμένα και του είπα ότι μπορώ να αναλάβω την δουλειά που προσφέρει. Με κοίταξε λίγο ειρωνικά και μου αρνήθηκε στην αρχή λέγοντας «Είσαι μικρός, για τη δουλειά αυτή. Θέλω έναν άνθρωπο που θα μπορεί να με βοηθήσει αρχικά στο μαγαζί.
Πρέπει να είναι εδώ στις πέντε το πρωί γιατί χρειάζομαι βοήθεια για την προετοιμασία και από τις έξι να φορτωθεί στους ώμους του τα γκιούμια με το γάλα και να το μοιράσει στους πελάτες μου σ’ όλα τα Πεντακόσια.
Εσύ είσαι μικρός και το σπουδαιότερο είσαι μαθητής που πρέπει να πας στο σχολείο σου. Δεν μπορείς». Η απάντησή μου: «Κυρ Αριστείδη μπορώ! Κάνε μια δοκιμή και θα δεις!». Πράγματι τη δουλειά την πήρα. Η δουλειά που έκανα στο Γαλατάδικο του κυρ Αριστείδη ήταν εξουθενωτική και απάνθρωπη.
Με ξυπνούσε η μητέρα μου στις τέσσερις και μισή και τρικλίζοντας έπαιρνα τον δρόμο για το Γαλατάδικο. Εκεί ο κυρ Αριστείδης είχε ανάψει φωτιά και σε μεγάλα καζάνια έβραζε το γάλα για να μη κόψει. Τα ψυγεία τα ηλεκτρικά ήταν άγνωστα και για να συντηρηθεί το γάλα το βράζαμε και στο τέλος προσέθετε σόδα του φαγητού και το ανάλογο νερό για το επιπλέον κέρδος του Γαλατά και για το δικό μου μεροκάματο.
Αυτό βέβαια ήταν το δικό μας μυστικό με το οποίο με δέσμευσε με τον φόβο ότι αν το παραβώ με περιμένει μια θέση στην κόλαση. Επειδή την θέση αυτή σίγουρα την έχω κερδίσει πολλαπλές φορές από τότε, για τον λόγο αυτό παρασπονδώ.
Μετά από αυτή την προεργασία φορτωνόμουν με δύο γκιούμια γάλα κοντά στα τριάντα κιλά και άρχιζα τη διανομή. Συνήθως οι Νοικοκυρές άφηναν τα κατσαρολάκια για το γάλα έξω από την πόρτα τους σε ασφαλές μέρος με το τεφτέρι από κάτω.
Χρέωνα στο τεφτέρι την αξία του γάλακτος που άφηνα και πίστωνα τον δικό μου λογαριασμό. Η καθημερινή μου διαδρομή ήταν περίπου στα τρία χιλιόμετρα. Κοντά στις επτά και μισή γυρνούσα στο μαγαζί και παρέδινα.
Τροχάδην μετά για το Αρρένων για να προλάβω την πόρτα του σχολείου ανοιχτή. Συνήθως η η πόρτα ήταν κλειστή αλλά κάπου κοντά ήταν ο κυρ Κώστας και έρχονταν και μου άνοιγε. Ήξερε την κατάστασή μου και βοηθούσε.
Το δράμα μου ήταν οι δύο τελευταίες ώρες της ημέρας στο σχολείο. Μου έρχονταν μια γλυκιά ζάλη που παρέλυε όλο μου το είναι. Τα βλέφαρα μου έκλειναν και δεν μπορούσα, όσες προσπάθειες και να έκανα να τα ανοίξω.
Το κεφάλι μου αν δεν στηρίζονταν στις δύο μου παλάμες θα κατακρημνίζονταν με απρόσμενα αποτελέσματα. Ο Δήμος, ο συμμαθητής δίπλα μου, με μια κλωτσιά στα πόδια, προσπαθούσε να με συνεφέρει όταν η καθηγήτριά μας, η φιλόλογος η κ Τριανταφυλλίδου, πλησίαζε επικίνδυνα προς το μέρος μας.
Αυτά ήταν τα βασανιστήρια μου και έχουν χαραχθεί βαθιά στην ψυχή μου. Δούλεψα σ’ αυτήν την εξουθενωτική εργασία μέχρι της 12 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, μετά άρχιζαν οι εξετάσεις για το δεύτερο εξάμηνο και σταμάτησα.
Στις αρχές του Μάη εκείνης της χρονιάς είχα ήδη συμπληρώσει το ποσό της οφειλής μου για το Δημόσιο Ταμείο και με περισσή περηφάνια πήγα στην Εφορία και πλήρωσα αυτά που χρωστούσα. Αυτή ήταν η τελευταία Μαθητική Εισφορά που πλήρωσα γιατί μετά καταργήθηκε, ύστερα από μια πολυήμερη Πανελλήνια απεργία των Καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Το θέμα αυτό ήταν ένα από τα κύρια αιτήματά τους.
Παναγιώτης Φώτου