Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Από σήμερα λοιπόν μπαίνουμε στην Μεγάλη Εβδομάδα, περίοδο των παθών του θεανθρώπου που τιμούν οι απανταχού της γής Ορθόδοξοι. Μεγάλη Παρασκευή, θα απαγγελθεί και πάλι ενδομύχως από τους πιστεύοντες το «Ήδη κρέμαται επί ξύλου του Θεού και της ασπίλου ο πανάμωμος υιός». Έχω την συνήθεια, εδώ και 65 χρόνια, να ανατρέχω αυτές τις ημέρες, στις θρησκευτικές σελίδες, Χριστούγεννα και Πάσχα, του μεγάλου διηγηματογράφου – ηθογράφου, απαράμιλλου τεχνουργού των λέξεων κυρ- Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Δυστυχώς μου ήταν αδύνατον να σεβασθώ λόγω του απλοποιημένου πληκτρολογίου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα πνεύματα (δασείες, οξείες, άνω τελείες), τα σημεία στίξεως και εν γένει τον τονισμό του πρωτοτύπου. Τύχη αγαθή, η ανάγνωση μιας σύντομης περικοπής από το διήγημα «Παιδική Πασχαλιά» έτερψε την ψυχή μου. Αναφέρεται στο Μεγάλο Σάββατον. Απολαύστε την:
«…Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια, καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες εντός του ναού τας πτωχάς γραίας, αίτινες μεθ’όλον τον διωγμόν, όν εκίνουν κατ’αυτών την Μεγάλην Έδομάδα κατ΄έτος οι επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ούχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. Eίς δ’ επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων, ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτουν κατά πρoτίμησιν εις την κάτω εκκλησίαν, εις δε την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τι εσοφίσθη; Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια, τα δικτυωτά, δι’ ών εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε δια μιάς όλοι οι ευβλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών, κι έτρεξαν όλοι εις την επάνω…».
Εκπλήττεται ο σύγχρονος αναγνώστης με την σεμνότητα αλλά και ταυτοχρόνως με τον επαναστατικό τρόπο με τον οποίο ο ασκητικός θεοφοβούμενος συγγραφεύς αμφισβητεί τους εκκλησιαστικούς κανόνες – ποιος αυτός που σαν ψάλτης δεν έχανε λειτουργία στον ναό του αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι! -και υμνεί εμμέσως πλην σαφώς τον αδήριτο νόμο έλξεως και ανταλλαγής βλεμμάτων μεταξύ άρρενος – θήλεος και τανάπαλιν- νόμος που ισχύει παντού και πάντοτε, δημιουργός της ανθρώπινης ιστορίας.
Εδώ, επιτρέψτε μου μια προ εξηκονταετίας (και βάλε) ροσωπική εμπειρία: Όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου αρρένων, πήγαινα την Μεγάλη Τρίτη στην εκκλησία του αγίου Παύλου για να ακούσω και να ευφρανθεί η ακοή μου το μελωδικότατον τροπάριον της Κασσιανής «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», και διακριτικώς έστρεφα πότε – πότε το βλέμμα μου προς το υπερώο, τον γυναικωνίτη, όπου οι παριστάμενες γυμνασιοκορασίδες παρακολουθούσαν και αυτές την θεία λειτουργία. Όταν τελείωνε η τελετή, καθόμουν μαζί με τους άλλους συμμαθητές μου στα σκαλάκια του ναού για να δώ «το πρόσωπο» (που δυστυχώς τα χαρακτηριστικά του ξεθωριάζουν χρόνο με τον χρόνο) που εξήρχετο της εκκλησίας ομαδόν με τις συμμαθήτριες της. Ένα βλέμμα και αυτό ήταν όλο κι όλο…
Επανέρχομαι στον άγιο των γραμμάτων μας.
«…Και εν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας), είχε πλαστόν αυγόν εις τον κόλπον του, πωρώδη λίθον, στρογγυλευμένον, κοκκινοβαφή, και δι’ αυτού έσπαζε τα αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε κατά συμφωνίαν και τα έτρωγε…».
Επιτρέψτε με και εδώ μια ακόμη προσωπική εμπειρία για τα πασχαλιάτικα αυγά. Ήταν μια Κυριακή του Πάσχα στη δεκαετία του ‘60. Στην διασταύρωση των οδών Γαλλικής Δημοκρατίας και Ομονοίας, απέναντι από τα παλιά δικαστήρια, ένα μαγκάκι την είχε στήσει και διαλαλούσε: «Αυγά τζουγκρίζω και δίνω ένα πενηντάλεπτο (μισή δραχμή) σε εκείνον που θα μου το σπάσει». Όποιος τζούγκριζε, με τον αυγόπαιδα και το αυγό του έσπαζε, το μαγκάκι το έπαιρνε και το έβαζε σε μια σακκούλα. Ώσπου ένας πιο μάγκας που παρακολουθούσε την σκηνή του λέγει: «Έγώ σου δίνω ένα δίφραγκο εάν το αφήσεις και πέσει κατά γής και σπάσει». Οπότε ο διαλαλών το τέχνασμα του χωρίς άλλη κουβέντα, το βάζει στα πόδια και όπου φύγει – φύγει κατευθύνεται προς τις Καμάρες. Και ο «διφραγκάκιας» να εξηγήσει στους συγκεντρωθέντες περίεργους: Τον ξέρω εδώ και χρόνια, είναι παπατζής. Το αυγό του είναι ξύλινο. Τώρα θα πάει σε άλλη γειτονιά για να εξοικονομήσει τα αυγά μερικών ημερών!
Μετά τα κόκκινα αυγά, ιδού το περιγραφόμενο από τον Σκιαθίτη λογοτέχνη στιγμιότυπο της πασχαλιάτικης λαμπάδας:
«Μία παιδίσκη και είς παίς πενταετής ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφωτέρα.
-Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλλίτερη.
-Όχι η δική μου.
-Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.
-Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της.
-Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάννα σ’;
-Όχι δεν ξέρει; Σαν τη δική σ’;
-Τέτοια παλιολαμπάδα!
-Ναι, παλιολαμπάδα;… νά!… Νά κι εσύ!
-Νά κι άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο».
Επ’ ευκαιρία των λαμπάδων πώς να μην θυμηθώ τις εν είδει διαφημίσεως φωνές την λαμπριάτικων μικροπωλητών: «Να κερί κεράκι, λαμπάδα λαμπαδάκι». Λίγα εικοσιτετράωρα πριν την Ανάσταση, έστηναν στην πλατεία Φουάτ, μετανομασθείσα αργότερα σε πλατεία Ελευθερίας, στην θέση που βρίσκεται η αψιδωτή εξέδρα, λίγο δεξιότερα του πάλαι ποτέ εστιατορίου «Το Κεντρικόν» (Το σημερινό βιβλιοπωλείο –δισκοπωλείο Public) τους πάγκους με την πραμάτειά τους (λαμπάδες μικρές και μεγάλες, με πολύχρωμες κορδέλες, παντός είδους κεριά και μικρά πυροτεχνήματα που παρήγον κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις. Και στεντορεία τη φωνή καλούσαν τις μανάδες που έβγαζαν βόλτα τα πιτσιρίκια τους, να τ’ αγοράσουν μια πλουμιστή λαμπάδα για την Ανάσταση. Ο πιτσιρικάς την έπαιρνε και την εξέθετε, κρατώντας την ψηλά για να την βλέπουν όλοι. Αγνοώ εάν διατηρείται ακόμη και σήμερα αυτή η συνήθεια της λαμπαδαγοράς στην κεντρική πλατεία που, μαζί με τις μυρουδιές που σκόρπιζαν οι πασχαλιές, δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στην γενέτειρα πόλη κατά την διάρκεια του Μεγαλοβδόμαδου.