Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Αν το βουνό σε πάρει στην αγκάλη του, σε κρατά για πάντα.”
Έτσι σκεφτόταν ότι ήθελε κάπως η συνέχεια να είναι.
Όλος ο όγκος του διαγράφονταν από μακριά,
από την άλλη μεριά του κάμπου,
απ’ την Παλιά Καβάλα,
απ’ τον βορρά.
Περήφανα το θεόμορφο βουνό ορθώνονταν,
σαν χέρια στον Ήλιο υψωμένες οι κορφές του,
με μια θαμπή αχλή
σαν φορεσιά μεταξωτή
να το τυλίγει.
Κι αυτοί στέκονταν εκεί και θαύμαζαν.
Και μόνο αυτός το κάλεσμα άκουσε.
Τον Βάκχο τον Διόνυσο,
με έναν κύλικα βίβλινο κρασί στο χέρι είδε,
και Ορφέα τον άμοιρο είδε
που στις χιονόδαρτες πλαγιές περιπλανώμενος,
την θλίψη του παλεύει να νικήσει.
Της Ευριδίκης τον χαμό δεν τον αντέχει.
Έτσι ήθελε η συνέχεια να είναι.
Στο δάσος, στο βουνό.
Να βλέπει το βουητό του αέρα καθώς μέσα από των βελανιδιών τους γέρικους κορμούς και τα κλαδιά
τον δρόμο του χαράζει,
να ξεγυμνώνει από τα φύλλα τις οξυές,
να ουρλιάζει, να σφυρίζει.
Και ύστερα να ακούει το φως του Ήλιου
των δέντρων τα φυλλώματα να σχίζει.
Αυτή είναι η συνέχεια,
κι έτσι να γίνει πρέπει,
γιατί μονάχα εκεί ακούς και βλέπεις,
εκεί ακούς το φως,
εκεί ακούς τον Ήλιο,
βλέπεις τους ήχους του βουνού,
εκεί την ευωδιά του χώματος αγγίζεις.
Σαν στην μαγική του αγκαλιά αυτό σε πάρει,
αλλάζουν οι αισθήσεις
και με τα μάτια τότε ακούς
και με τ’ αυτιά σου βλέπεις,
κι ας κλειστά τα έχεις.
Μια μυρωδιά, μια γεύση, από τα σπλάχνα του βουνού βγαλμένη,
τα χέρια και το σώμα σου θωπεύουν.
Μάγια σου κάνει το βουνό όταν στην αγκαλιά σε πάρει.
Κι είναι αυτό που επιθυμεί,
αυτό είναι που εκείνος θέλει.
Και συ, όταν κάποτε εκεί βρεθείς,
τους ήχους του βουνού προσπάθησε να δεις,
το φως ν’ ακούσεις κοίτα.
Και μη μιλήσεις……
μη μιλήσεις…..
σιώπα…..
Και μόνο δες……
Δες και άκου……
τη θέληση σεβάσου……
εκείνου…..
Θα στο χρωστά…
Δύο χιλιάδες δεκαέξι