04/09/2018
Η έκφραση «ιστορικός συμβιβασμός» γεννήθηκε το 1973 μετά από προβληματισμό σχετικά με την εμπειρία του φασιστικού πραξικοπήματος στη Χιλή από την κομμουνιστική ηγεσία.
Θα ήταν όμως άδικο να πιστεύουμε ότι αυτή η διατύπωση και αυτή η έννοια αποτέλεσε μια ριζική καινοτομία, μια καμπή, μια στροφή στην πολιτική του PCI. Αντίθετα, ο «ιστορικός συμβιβασμός» αντιπροσωπεύει τη μετάφραση με όρους πολιτικούς-θεσμικούς μιας μακρόχρονα επεξεργασμένης που λήφθηκε με συνέπεια στρατηγικής από το ΚΚΙ από το 1946, αυτή η στρατηγική με την πάροδο του χρόνου υιοθετεί διάφορες διατυπώσεις, όπως «ιταλικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό», «πολιτική νέων πλειοψηφιών», αλλά το νήμα της συνέχειας συνίσταται σε μια συνεχή αναζήτηση μιας ισορροπίας μεταξύ ρεφορμιστικής πρακτικής και επαναστατικής ιδεολογικής γλώσσας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Τολιάττι, ένας αυξανόμενος αριθμός νεαρών κομμουνιστικών στελεχών, κυρίως φοιτητικής εκπαίδευσης, προσελκύστηκε έξω από την τροχιά του κόμματος από δύο μεγάλες μαγνητικές δυνάμεις: η πρώτη ήταν αναμφισβήτητα ο αντίκτυπος της κινεζικής πολιτιστικής Επανάστασης τόσο στους παλαιούς σταλινικούς αγωνιστές, στους οποίους επέστρεφε μια επιθετική αντι-χρουτσοφιάνα ταυτότητα, όσο στους νέους φοιτητικής προέλευσης αγωνιστές, στους οποίους διδάσκει αποφασιστικά αντισταλινικές αρχές όπως: «οι μειονότητες πρέπει να γίνονται σεβαστές, επειδή συχνά η αλήθεια βρίσκεται απ’ την μεριά τους».
Η δεύτερη μαγνητική δύναμη συνίστατο στην επανέναρξη των εργατικών αγώνων που έδειχναν την εμφάνιση μιας κοινωνικής σύνθεσης που είχε αλλάξει βαθιά σε σχέση με την μεταπολεμική περίοδο, και στην οποία οι λιγότερο ομοιογενείς συνιστώσες στην παραδοσιακή κομμουνιστική κουλτούρα έτειναν να διαδραματίσουν έναν ρόλο καθοριστικό – όπως οι νότιοι μετανάστες οι οποίοι σε διαδοχικά κύματα έρχονταν να γεμίσουν τα μεγάλα εργοστάσια του Βορρά.
Το P.C.I. στα χρόνια μετά το ’68 ζει δύο διαφορετικές τάσεις: αφενός καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει από την άποψη των ψήφων και της κοινωνικής επιρροής την ώθηση που προέρχεται από το φοιτητικό κίνημα, από την άλλη βρίσκεται να λογαριάζεται με την απώλεια κύρους και ηγεμονίας μεταξύ των εργατικών πρωτοποριών νέου σχηματισμού, νέας κατάρτισης.
Για πρώτη φορά, το ’69 βρισκόμαστε μάρτυρες μαζικών εργατικών αγώνων, αυτόνομων από την ηγεσία των συνδικάτων και των κομμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τέθηκε πολλές φορές το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της εργατικής τάξης και του κόμματος, ιδιαίτερα στην διάσκεψη της οργάνωσης της Γένοβας το 1966 το κόμμα είχε αναλάβει να ανοικοδομήσει το ρόλο του στο εργοστάσιο, αλλά το πρόβλημα για τους κομμουνιστές ήταν ριζοσπαστικό.
Ακριβώς επειδή τα γενικά συμφέροντα της οικονομίας του έθνους, του κράτους θεωρήθηκαν ως σημείο αναφοράς για την πολιτική δράση του κόμματος, κάθε αντιπαραγωγική, ισονομίας και ριζικά αντικαπιταλιστική κίνηση δεν μπορούσε να βρει επαρκή μετάφραση και διαθεσιμότητα στο κόμμα.
Αντιμέτωπο με τον σχηματισμό μιας νέας ταξικής σύνθεσης, μετά την είσοδο νεαρών και μεταναστών εργατών, ξένων στην κομμουνιστική πολιτική παράδοση, ξένων στον παραγωγιστικό μύθο της γκραμσιανής παράδοσης, και κυρίως ξένων στην κρατικίστικη κουλτούρα του επίσημου εργατικού κινήματος, το κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να χάνει τον έλεγχο των αγώνων πρωτοπορίας όλο και πιο γρήγορα.
Το P.C.I. απαντούσε με την πολιτική των συμμαχιών με τις μεσαίες τάξεις στον εργατικό εξτρεμισμό, αλλά αυτό που μέχρι τη δεκαετία του εξήντα μπορούσε να φανεί μια πολιτική που αποσκοπούσε στην κατάκτηση της πολιτιστικής ηγεμονίας και της πολιτικής ηγεσίας, μετά το ’68, και ακόμη περισσότερο μετά το θερμό Φθινόπωρο, εμφανίστηκε απλά και μόνο σαν μια πολιτική υποχώρησης, θρυμματισμού της πολιτικής εργατικής δύναμης.
Το 1973 είναι αναμφίβολα το έτος κλειδί σε αυτή τη διαδικασία απόκλισης μεταξύ των εργατικών πρωτοποριών και του κομμουνιστικού Κόμματος. Και αυτό για δύο αντιτιθέμενους λόγους: Οι εργατικές πρωτοπορίες και το προλεταριάτο έλαβαν ένα αποφασιστικό μήνυμα από την κατάληψη του Μιραφιόρι: ήταν δυνατό να οργανωθούν αυτόνομα μέχρις του σημείου να ενεργοποιήσουν την κατάληψη του μεγαλύτερου ιταλικού εργοστασίου, χωρίς καμία συμμετοχή του συνδικάτου και του κόμματος, το οποίο αντιθέτως ήταν ενάντιο σε αυτές τις δυνάμεις.
Το P.C.I. έλαβε ένα εντελώς αντίθετο μήνυμα από το χιλιανό φασιστικό πραξικόπημα: δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει σε μια μετωπική σύγκρουση με την αστική τάξη, έστω και αν είναι πλειοψηφική δύναμη, διότι αυτό θα προκαλούσε μια αντίδραση φασιστικού τύπου, και γι ‘αυτό πρέπει να προτείνει στο κύριο, στο μεγαλύτερο κόμμα της μπουρζουαζίας ένα συμβιβασμό που να αντιπροσωπεύει το συνδυασμό, το πάντρεμα όλων των κοινωνικών δυνάμεων της χώρας με μια προοπτική εθνικής αλληλεγγύης.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τις εντάσεις που διέσχιζαν ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Η απόκλιση ανάμεσα στο κομμουνιστικό Κόμμα και τις κοινωνικές πρωτοπορίες έγινε μια κατακόρυφη διάσπαση, μια βίαιη αντιπαράθεση.
Αλλά μετά το ’73 η διάσπαση μεταξύ του κόμματος και των πρωτοποριών άρχισε να παίρνει και ένα άλλο περίγραμμα, πιο δραματικό και βαθύτερο από αυτό που αποτελούνταν από ένα απλό προγραμματικό πολιτικό χάσμα.
Άρχισε να αναλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός διαχωρισμού, μιας ρήξης μεταξύ δύο τομέων του κοινωνικού χώρου του μητροπολιτικού προλεταριάτου. Ουσιαστικά, άρχισε να διαμορφώνεται εκείνος ο διαχωρισμός μεταξύ του εγγυημένου προλεταριάτου και του ακάλυπτου προλεταριάτου, του μη εγγυημένου, ο οποίος το 1977 ήταν ο σημαντικότερος λόγος για την κρίση της αριστεράς.
Όταν λέμε μη εγγυημένο προλεταριάτο, δεν εννοούμε μόνο τους ανέργους, τους φοιτητές και τους νέους που αναζητούν την πρώτη εργασία, αλλά εννοούμε και τα τμήματα εκείνα της νέας εργατικής εργασίας που είναι πιο εκτεθειμένα στις συνέπειες της αναδιάρθρωσης και της μείωσης του εργατικού δυναμικού που, κατά τη διάρκεια των χρόνων εβδομήντα, άρχισε να διαμορφώνεται ως μια αναπόφευκτη τάση της παραγωγικής ανάπτυξης και του τεχνολογικού μετασχηματισμού.
Μια πρώτη ένδειξη αυτής της τάσης, για παράδειγμα, την βρίσκουμε στην διένεξη για την ανανέωση των συμβάσεων στο εργοστάσιο Innocenti, όπου το αφεντικό έδιωξε το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού, όχι τυχαία ακριβώς τους νέους εργάτες, πολλοί από τους οποίους συνδέονταν με τους πολιτικούς σχηματισμούς της αυτονομίας.
Το φθινόπωρο του 1976 φθάσαμε στη σύγκρουση μεταξύ των απολυμένων εργατών (οι οποίοι ήθελαν να ξαναμπούν στο εργοστάσιο μαζί με μερικές εκατοντάδες φοιτητών και αυτόνομων αγωνιστών) και των ηλικιωμένων εργατών, που συνδέονταν με το PCI, η εργασία των οποίων, προς το παρόν, δεν δέχονταν πλήγμα.
Η πολιτική του P.C.I. αντιμέτωπη με την εμφάνιση ενός κινήματος των ακάλυπτων, των μη εγγυημένων, το οποίο εμφανίστηκε το 1977 σε όλη του την έκταση και σε όλη την καταστρεπτική του ισχύ, ήταν τέτοια ώστε να επιτείνει με προκλητικό τρόπο την αντιπαράθεση, και να ωθήσει, έμμεσα, μερικά σημαντικά τμήματα εργατικών πρωτοποριών στον ένοπλο αγώνα.
Σπρωγμένο από την εκλογική νίκη του 1976 και από την ένταξη (κατά κύριο λόγο σε δουλοπρεπή και υπαλληλική στάση και λειτουργία) ενός τεράστιου αριθμού διανοουμένων με την διάθεση να γίνουν οι γραφειοκράτες της συναίνεσης, το κομμουνιστικό Κόμμα έφτασε στο σημείο να διατυπώσει το πιο παραπλανητικό, το πιο παράλογο και αυτοκτονικό των συνθημάτων: η εργατική τάξη γίνεται κράτος.
Το να κάνει αυτή τη δήλωση, να ρίξει αυτό το σύνθημα την στιγμή κατά την οποία η κρίση κατέστρεφε θέσεις εργασίας και το κράτος ετοιμάζονταν να επιτεθεί στους μη εξασφαλισμένους και τους ίδιους τους μη ειρηνευμένους εργάτες, σήμαινε να ρίχνει τον σπόρο της διαφωνίας μέσα στο κίνημα αγώνα, στο εσωτερικό της αριστεράς και μέσα στο προλεταριάτο.
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια, μέσα στο ’77, δεν είναι παρά μια μερική συνέπεια αυτής της πολιτικής της διαίρεσης (όπως θα δούμε εξάλλου στο κεφάλαιο αφιερωμένο στη συζήτηση μεταξύ των διανοουμένων που πραγματοποιήθηκε το ’77).
Αλλά ήταν το P.C.I. που περισσότερο από κάθε άλλον πλήρωσε τις συνέπειες της θεωρητικής ανανδρίας και της πολιτικής υποτέλειας της στρατηγικής του ιστορικού συμβιβασμού και της κρατικοποίησης των εργατών.
Αφού αρνήθηκε με μεροληπτικό τρόπο οποιαδήποτε πρόταση που προέρχονταν από το μη εγγυημένο αυτόνομο προλεταριάτο, και έχοντας παντρευτεί με ακριτικό τρόπο τις απαιτήσεις του ιταλικού καπιταλισμού, που είχε την απαίτηση να αναδιαρθρώσει για να μπορέσει να βγει από την κρίση, το εργατικό κίνημα αρνήθηκε να προχωρήσει στην κατεύθυνση μιας εκστρατείας αγώνα, απαιτήσεων και μετασχηματισμού που έτσι κι αλλιώς προέκυπτε επίσης από τους αγώνες των εργατών, από τη διαμαρτυρία των νέων και από τα αιτήματα των ανέργων: την εκστρατεία γενικής μείωσης του ωραρίου εργασίας.
Όταν το ’77, πρώτα οι αυτόνομες συνελεύσεις των εργατών, στη συνέχεια οι διάφορες παρουσίες του κινήματος, έπειτα ακόμη και μια εθνική εργατική συνέλευση (στο Lirico του απριλίου) και επίσης μεγάλοι τομείς του συνδικάτου ξεκίνησαν το σύνθημα: «να εργάζονται όλοι, να εργάζονται λιγότερο», «μείωση του χρόνου εργασίας με ίση αμοιβή», το κομμουνιστικό Κόμμα απέρριψε αυτήν την προοπτική σαν να επρόκειτο για μια προβοκάτσια.
Πληρώνει για αυτό το κλείσιμο και την δουλοπρέπεια του όταν, μόλις τρία χρόνια αργότερα, το αφεντικό Agnelli – που είχε πλέον ανασάνει διότι οι κομουνιστές τον είχαν βοηθήσει να εκδιώξει από το εργοστάσιο τον «πάτο του βαρελιού» (έκφραση του αντεργατικού κομμουνιστή Adalberto Minucci) πέταξε έξω σαράντα χιλιάδες εργάτες και κατέστρεψε την εργατική οργάνωση και ολόκληρη τη δύναμη του ίδιου του κομμουνιστικού Κόμματος. Εκείνη την στιγμή ξεκινά η κρίση δίχως διεξόδους του ιταλικού κομμουνιστικού Κόμματος.
Mιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος academia.edu L-Orda-d-Oro