Διασχίζω την πλατεία, κόσμος πολύς. Ίδιος χέλι, ξεγλιστράω ανάμεσά τους. Τα ρούχα μου παράταιρα, έντονα χρώματα. Δεν σηκώνω βλέμμα, δεν κοιτάω κατάματα κανέναν. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου, κάνω πως δεν ακούω. Επιμένει, μου κλείνει τον δρόμο, με ξέρει, νομίζει… Ρωτάει πώς είμαι. Δεν αποκρίνομαι, απομακρύνεται ενοχλημένος. Το κινητό μου κουδουνίζει, με καρφώνει σαν σπιούνος… Το κάνω κομμάτια, διαγράφομαι απ’ τον κόσμο… Χώνω το χέρι στην τσέπη, τραβάω το πορτοφόλι. Φυλαγμένο μέσα το αποτύπωμά μου, μ’ αυτό είμαι κάποιος. Το ξεφορτώνομαι.
Καθώς ξεμακραίνω, ακούω καλημέρες, δεν ξέρω για ποιον, δεν έχει σημασία, λόγια του αέρα. Κακόβουλα σχόλια φτάνουν στα αυτιά μου. Ας λένε… Περπατάω ανάλαφρος, σφυρίζω χαρούμενος. Με κοιτάνε περίεργα. Γελάω δυνατά και ας με βάλει αυτό σε μπελάδες. Ο δρόμος με βγάζει στο ναό της Αφθονίας, στις πόρτες του φύλακες. Πιστοί μπαινοβγαίνουν, επίγειος παράδεισος. Στην αυλή κουρελήδες ζητάνε αποδείξεις, το κέρμα του πιστού μαρτυρά την αλήθεια… Πλησιάζω, δεν έχω να δώσω, δεν γυρεύω να πάρω. Εκνευρίζονται μαζί μου, με δείχνουν με το δάχτυλο. Οι φύλακες με διώχνουν − στα μάτια τους αλλόθρησκος…
Πιο κάτω, στο περίπτερο, κοντοστέκομαι, φτώχεια, πόλεμοι, διαφημίσεις ευεξίας. Ο περιπτεράς με κοιτάει στραβά, περιμένει να ψωνίσω. Δεν δίνω σημασία, συνεχίζω τον δρόμο μου. Μερικά στενά πιο κει, ζωντανοί σκελετοί σε νιρβάνα, προσπερνώ, δεν αντέχω να βλέπω. Στο πεζοδρόμιο, αραγμένα, σιδερόφρακτα άλογα μου δυσκολεύουν την κίνηση. Οι καλπασμοί τους τα βράδια αναστατώνουν τον κόσμο… Στάβλος η πόλη. Ο αέρας μυρίζει παράξενα, μου καίει τα ρουθούνια, στο νερό γεύομαι αρρώστια.
Λένε πως εγώ είμαι ο αλλόκοτος, ο παράξενος. Πως δεν καταλαβαίνω το σχέδιο… Έχουν δίκιο, δεν καταλαβαίνω. Το δικό μου σχέδιο, αλλιώτικο… Πίσω μου η πόλη. Τινάζω τη σκόνη της απ’ τα παπούτσια μου.
Αταίριαστος, σ’ έναν κόσμο καλά ταιριασμένο.
Αδιαφορώ…