Dark Mode Light Mode

Ο Κλήδονας, ο Ριγανάς: Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Με πήρε στην αγκάλη της. Οι παλάμες των χεριών μου έκαιγαν και πονούσαν. Φωτιά. Σαν να ήταν τα αναμμένα κάρβουνα από την πυρά ακόμα κολλημένα στο διάφανο παιδικό δέρμα μου.

Και ήταν η αγκαλιά τής μάνας μου σπηλιά, δροσιά. Σκούπισε τα δάκρυά μου με το μαντήλι της, και ύστερα σφούγγισε και τα δικά της. Στην τσέπη τής ποδιάς της υπήρχε πάντα ένα καθαρό μαντήλι. Τα καλοκαίρια με τα κοντομάνικα το φύλαγε εκεί, στης ποδιάς της τις τσέπες, και τον χειμώνα που φορούσε μακρυμάνικα το στρίμωχνε μεταξύ καρπού και μανικιού στο αριστερό της χέρι.

Συνήθειο ήταν, χούι, και όταν έρχεται η εικόνα της στη μνήμη μου, τη βλέπω πάντα να ψαχουλεύει στην τσέπη τής ποδιάς της ή στου μανικιού την άκρη για νά ‘βρει το μαντήλι της. Κι ήταν η κίνησή της αυτή πολλές φορές αμήχανη, κι άλλες πάλι τόσες φορές, ήταν, για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Το δάκρυ της γιατί, πάντα στα μάτια της έτοιμο κάτω από τα βλέφαρα το είχε .

Δέκα βήματα πιο κάτω ήταν η κοινοτική βρύση, κι έτρεξε αλαφιασμένη από το γοερό μου κλάμα με μένα αγκαλιά, για να δροσίσει με το κρύο νερό τις πυρωμένες μου παλάμες. Ίσα που έσταζε η βρύση όμως. Απόγευμα περασμένο ήταν μέρας ζεστής αρχές καλοκαιριού, και τραβούσαν τα κάτω σπίτια του χωριού όλο το νερό για να ποτίσουν τους μπαξέδες τους οι χωριανοί, κι ούτε που έφτανε πάνω ψηλά προς το βουνό στην τελευταία βρύση, που ήταν η γειτονιά μου. Έσταζε το νερό και δρόσιζε τα χέρια μου κι απάλυνε τον πόνο, μα σαν σταματούσε η ροή ξαναγυρνούσε ο πόνος της φωτιάς, και τότε τα φύσαγε η μάνα μου δυνατά.

Πνοή, δροσιά.

Μου κάνει εντύπωση, πώς, μέσα στους πόνους μου, χαράχτηκε στη μνήμη μου από όλα πιο πολύ το φύσημά της και η μυρωδιά της. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά της. Ήταν η μυρωδιά της μάνας μου σαν των μανάδων όλων τη μοσχοβολιά όταν αγκαλιάζουν τα παιδιά τους. Μα της δικιάς μου μάνας η αγκαλιά τη μέρα εκείνη, μοσχοβολούσε μαζί και ρίγανη. Ανάκατη μαζί με τη δικιά της, την ξεχωριστή. Τα ρούχα της, τα χέρια της, η ανάσα της, μια μυρωδιά της μνήμης.

Έχει φυλαγμένες του ανθρώπου η μνήμη μέσα της, όλες της ζήσης του τις μυρωδιές, και κάθε μυρωδιά ξεχωριστά σε χρόνους δικούς της πίσω τον γυρνά. Είκοσι τρεις Ιουνίου ήταν, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Την ημερομηνία τη γνωρίζω, την έμαθα στα ύστερα τα χρόνια, γιατί ήταν η παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Κλήδονα.

Τη χρονιά ακριβώς όμως δεν τη θυμάμαι. Το απομεσήμερο της ημέρας εκείνης είχαν ανάψει τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς μου, φωτιά μεγάλη στης θειάς Βανθίας την αυλή. Μαζί και η αδελφή μου, που από εμένα λίγα χρόνια μεγαλύτερη ήταν.

Ήταν το έθιμο. Φωτιές άναβαν σε όλες τις γειτονιές του χωριού και πηδούσαν οι νέες και οι νέοι από πάνω της. Για την κάθαρση της ψυχής τους και την απαλλαγή τους από το κακό. Εγώ όμως ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να πηδήξω, γι αυτό ο Βασίλης που ήταν μεγαλύτερο παιδί και γλυκοκοιτούσε και την αδελφή μου, με έβαλε σε ένα καρότσι επάνω, από αυτά τα καρότσια που κουβαλούσαν χώματα, κοπριά, και άμμο και τσιμέντο και με περνούσε τρέχοντας πάνω από τη φωτιά.

Τότε έγινε το κακό. Γύρισε το καρότσι και έπεσα στη φωτιά με τις παλάμες μου μέσα στα κάρβουνα. Φωνές θυμάμαι και πόνο πολύ στα χέρια μου. Άλλο τίποτα από τη στιγμή εκείνη δεν θυμάμαι παρά μόνο την αδελφή μου να τρέχει στο σπίτι μας, και λίγο μετά τη μάνα μου να τρέχει αλαφιασμένη στην κατηφόρα του χωματόδρομου.

Είχε πάει να μαζέψει ρίγανη από το βουνό η μάνα μου, και εκείνη την ώρα κατέβαινε. Πέταξε τη ρίγανη στην αυλή μας, έτρεξε και με πήρε στην αγκάλη της. Οι παλάμες των χεριών μου ζεματούσαν σαν να ήταν τα αναμμένα κάρβουνα ακόμα κολλημένα πάνω τους. Και ήταν η αγκαλιά τής μάνας μου σπηλιά, δροσιά.

Η αγκαλιά της μάνας.

Όλη την νύχτα έμεινε γονατιστή στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου. Φυσούσε και δρόσιζε με βρεγμένα πανιά που μούσκευε σε μια λεκάνη με νερό και δάκρυα, τα πονεμένα χέρια μου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την προσευχή και την παράκλησή της:

“Παναγιά μου Παναγιά μου. Γλυκιά μου Παναγιά, πάρε τον πόνο από το παιδάκι μου και δώστον σε μένα χίλιες φορές. Μάνα είσαι και συ, και ξέρεις από πόνο.”

Δυο μεγάλες φουσκάλες ίσα με τις μικρές παλάμες μου γεμάτες με υγρό είδα την άλλη μέρα στα χέρια μου και ο πόνος είχε φύγει…

Η μάνα…..η Παναγιά…..

Ιούνιος του 2019

Υ.Γ. Ο Βασίλης, έτσι το έφεραν της φύσης οι συμπτώσεις, έγινε πυροσβέστης, έσβησε πολλές φωτιές στη ζωή του, συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία του, και ταξίδεψε δυστυχώς νωρίς στου Ουρανού τα μέρη.

*****

Προηγούμενο άρθρο

Ο γάμος του Σίμου και της Διαμάντης (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Βρέθηκε ηλικιωμένος που δύο ώρες αναζητούνταν στο Παλαιοχώρι