Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος δεν ήταν μόνο αυτός που πίστευε πως «Η Μακεδονία φοβάται να εκτεθεί και κρύβεται. Θες διότι οι σιωπηλοί και λιγομίλητοι ντόπιοι από τη μια, θες διότι από την άλλη οι κυνηγημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο και τα μέρη της Ανατολής, τα υποκείμενα της αποτρόπαιης σύγχρονης ιστορίας, αρνούνται να μεταφέρουν την ηφαιστιακή ιστορική τους μνήμη, βίωμα και τραύμα στον καθημερινό προφορικό λόγο, να την μετατρέψουν σε αφήγηση και στη συνέχεια σε αφήγημα. Τα περισσότερα στόματα ανοίγουν δύσκολα ή παραμένουν δια παντός σφραγισμένα. Η Μακεδονία που γνώρισα εγώ, με κέντρο την πόλη της Καβάλας, είναι μια σέρτικη και γλυκόπιοτη γεωγραφική περιοχή. Ακόμα, η Μακεδονία είναι ένας τόπος φοβισμένος, σε αντίθεση με την Νότια Ελλάδα και ιδίως την Πελοπόννησο, τους πελοποννήσιους και λοιπούς παλαιοελλαδίτες που έχουν βαλθεί να τα βγάλουν όλα στη φόρα και με το παραπάνω.» Αλλά ήταν εκείνος που στην μυθοπλασία και την ποιητική του η γενέτειρα πόλη των προγόνων του πρωταγωνιστούσε με κάθε τρόπο, κυρίως μερακλίδικα και απεδείκνυε με την τοπιογραφεία του πως ο Λευτέρης είχε βαθιές ρίζες με την αφήγηση του τόπου αυτού. Μπορεί ακόμη και τις λέξεις του να τις υπαγόρευε βαθιά η σύνδεσή του με την τόπο του και τις φανερώσεις του.
Σκεφτόμουν ότι ο Λευτέρης για να αφηγηθεί και να γράψει τα ποιήματά του δεν ήταν απλώς ένας μαστοράκος που θήτευσε για χρόνια επίμονα, μοναχικά και με κάθε λεπτομέρεια στην μαστορική του, αλλά πάνω από όλα ένας αθώος, που αντιλήφθηκε την ζωή με τα έκπληκτα παιδικά του μάτια και δεν αντάλλαξε αυτή την αθωότητα με τίποτα στην ζωή, ακόμη και με το χρήμα, τις θέσεις, την υστεροφημία. Σκέφτομαι πως πολλές αφηγήσεις του ήταν ένας διάλογος που είχε ανοίξει με τους προγόνους και το παρελθόν του, κυρίως μέσα από την πανταχού παρούσα φιγούρα του πατέρα. Του απευθύνεται συχνά και σπαράζει ο στίχος, βγαίνουν συμπεράσματα ζωής, μια αγάπη για το λίγο, το σέρτικο, το σπάνιο, το αρσενικό που διαποτίζει την ατμόσφαιρα και αφήνει στίγμα.
Αν ο Λευτέρης έζησε την ζωή του μέσα στην οθόνη και την λευκή σελίδα σκέφτομαι πως λίγο πολύ το ίδιο κάνουμε κι όλοι εμείς που παγιδευτήκαμε στα όρια του μικρού και επαρχιακού και βρήκαμε διέξοδο στην μεγάλη οθόνη και τις λέξεις. Οι λέσχες και οι σύλλογοι πολιτισμού μας μεγάλωσαν και μεγαλώσαμε με τις ταινίες του Λευτέρη που αναδείκνυαν μια άλλη Ελλάδα που απωθήθηκε και δεν έζησε στην αγκαλιά της επίσημης, μα διχασμένης χώρας. Εκεί είδαμε τις περισσότερες ταινίες του και καταλάβαμε τις σημαίνει αφηγούμαι σύγχρονα, γιατί ο Λευτέρης, την πιο σημαντική ώρα της Ευρώπης, έζησε μέσα στην καρδιά των γεγονότων στο εξωτερικό, μάζεψε ό,τι καλύτερο μπορούσε και γύρισε πίσω σοφότερος για να πονέσει με το δάκρυ της πατρίδας του.
Νιαζόταν τόσο για την Καβάλα και την λογοτεχνία της. Μας αγαπούσε με τον δικό του τρόπο, θέλησε να προσφέρει στην πόλη και τα κατάφερε. Ήταν ένας άνθρωπος που προσέφερε στους άλλους και για το λόγο αυτό είχε αναρίθμητους φίλους που τώρα μένουν μοναχοί χωρίς την παρουσία του Λευτέρη και μονολογούν με το δικό του ύφος, όπως ο συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος:
Είχαμε ένα φίλο.
Άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Λευτέρης Ξανθόπουλος 1945-2020.