Το έχω γράψει κι άλλη φορά: εμείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν κληρονομήσαμε μίσος, για να «δείχνουμε αλλόφρονες πληγές στους δρόμους». Κληρονομήσαμε σιωπή
«Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το
φως λιγοστεύει τα ξημερώματα / Για τα
φορτωμένα καμιόνια και τους
βηματισμούς στις υγρές πλάκες / Για τα
προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ
των μελλοθανάτων».
Μανόλης Αναγνωστάκης
Βράδυ της περασμένης Τρίτης. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η αγαπημένη μου Ελένη Ιωαννίδου, Ιστορικός. Μας συνδέει παιδιόθεν η αγάπη. Συνεχίζουμε τη βαθιά φιλία που ένωνε τις μανάδες μας, μια φιλία που ξεκίνησε μέσα στη φρίκη του θανάτου και πίσω από τα κάγκελα της φυλακής στα χρόνια του Εμφυλίου. Η μάνα μου ήταν 25-26 χρονών, η μάνα της Ελένης 18. Η μάνα μου Ελένη Αγγελίδου (μετέπειτα Καναβούρη) 25-26 χρονών, η Μαίρη Γεωργοπούλου (μετέπειτα Ιωαννίδου) 18. Καταδικασμένη σε θάνατο στη μεγάλη δίκη του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης. Η δίκη, θα γράψει αργότερα, «κράτησε 17 ατελείωτες μέρες. Η δική μας έκλεισε με 9 θανατικές καταδίκες». Επτά άνδρες και δύο γυναίκες. Η μία είναι η Μαίρη Γεωργοπούλου. Ο ένας από τους άνδρες είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ούτε 22 χρονών, στις αρχές του 1949. Πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου.
Τρίτη βράδυ, 14 Δεκεμβρίου 2021, σχεδόν 73 χρόνια μετά. Για δευτερόλεπτα καθυστερώ να σηκώσω το τηλέφωνο. Γιατί ξέρω. «Κώστα, η μαμά τελείωσε», κλαίει η Ελένη. Νομίζω ότι πριν ακόμα ακούσω τη φωνή της έχω αρχίσει να κλαίω κι εγώ. Ο κύκλος έκλεισε. Φεύγει κι όλο φεύγει μια ολόκληρη γενιά περήφανων γυναικών. Σιωπηλών, τσακισμένων, κουρασμένων, με φτερά που δεν άνοιξαν όπως άξιζε, γυναικών που μας ανάθρεψαν με όνειρο, αξιοπρέπεια και περηφάνια. Γυναίκες με το βαθύ αγκάθι της κραυγής, όμως ποτέ, ποτέ σκυμμένες. Ποτέ, ποτέ, ποτέ ευτελείς. Κλαίω.
Η Μαίρη Γεωργοπούλου – Ιωαννίδου, η εξαίσια κυρία Μαίρη μου, ήταν η παιδίατρός μου. Είχε το κουράγιο να τελειώσει την Ιατρική και να γίνει μια προσωπικότητα που άφησε εποχή στην Καβάλα, όχι μόνο ως γιατρός. Στη γενέθλια πόλη μου ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, επειδή παντρεύτηκε τον, επίσης, γιατρό Γιάννη Ιωαννίδη. Απέκτησαν δυο κόρες: τη Λίλη και την Ελένη.
Η πρώτη ανάμνηση που έχω από εκείνη είναι η ανάμνηση μιας σκιάς καμωμένης από θάλπος. Ψηνόμουν από τον πυρετό, αμυγδαλές γαρ. Εκείνη μόλις είχε έρθει στην Καβάλα. Με έγιανε (σε προσχολική ηλικία ήμουν) όπως με έγιανε πολλές φορές, με πολλούς τρόπους, στα χρόνια που ακολούθησαν. Το παιδάκι μεγάλωνε και η αγάπη άλλαξε για να γίνει μια βαθιά σχέση φιλίας. Δικής μας. Πέρα από τον δεσμό που είχε με τη μητέρα μου.
Η κυρία Μαίρη -αυτός ο μεγάλος άνθρωπος- στάθηκε μια από τις τρεις πιο επιδραστικές προσωπικότητες στη ζωή μου. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Κουβεντιάσαμε για τα πάντα. Για τα πάντα εκτός από ένα: το μαρτύριο που καθόρισε τη ζωή της λόγω της ένταξης στην ΕΠΟΝ. Το έχω γράψει κι άλλη φορά: εμείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν κληρονομήσαμε μίσος, για να «δείχνουμε αλλόφρονες πληγές στους δρόμους». Κληρονομήσαμε σιωπή. Τη σιωπή εκείνης της ανεκλάλητης αρμονίας από όπου πηγάζουν όλες οι μουσικές. «Δύσκολο πια να χαμηλώσουμε».
Η γλυκιά μου κυρία Μαίρη. Η μάνα μου. Οι ωραίες γυναίκες της ζωής μου…
Πηγαίνω στη βιβλιοθήκη και βγάζω το μικρό βιβλιαράκι με την υπογραφή Μαίρη Γεωργοπούλου – Ιωαννίδου. Τίτλος του «Πικρή Εποχή». Ιδιωτική έκδοση. Καβάλα, 1981. Είναι το ημερολόγιο εκείνου του κοριτσιού, από τη σύλληψη στις 7 Ιουλίου 1948 μέχρι τη 1 Σεπτεμβρίου 1949. Ημερολόγιο μαρτυρίου. Μια κατάθεση που το επίθετο «συγκλονιστική» την αδικεί. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι γραμμένο από ένα 18χρονο κορίτσι.
Κανένας ηρωισμός. Τίποτα μεγαλόστομο. Μόνο συναισθήματα και στιγμές. Τόσο ήσυχο που σε πονάει. Ούτε καν από το στρατοδικείο δεν υπάρχουν περιγραφές. Μόνο η απομόνωση, ο πνιγμός της μοναξιάς, ο ρόγχος της τερατωδίας. Κάθε πληγή και μια λέξη. Όχι το αντίθετο. Αυτές οι γυναίκες του μεγάλου κατορθώματος: άντεξαν να ζήσουν μια σπουδαία ζωή, σε μια «Πικρή Εποχή».
Γυρνώ στον Πρόλογο. Καβάλα, Ιούνιος 1981: «Έγραψα για τα χρόνια της συμφοράς και οδηγός ήταν πάντα η αγάπη. Αυτήν ομολογώ και τώρα».
Ε, ναι. Αυτό είναι ο άνθρωπος. Αντίο, γλυκιά μου.
πηγή: avgi.gr