Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Αυτό το στριφτό τσιγάρο, με το ροζ τσιγαρόχαρτο. Αυτός ο παππούλης μου ο Γιώργος, ο Γιωργάκης, ο αμίλητος, ο ήσυχος, ο αγέλαστος, ο πράος, ο θυμόσοφος, αυτός με την γαλήνια, μεγάλη, πληγωμένη ροζ καρδιά. Πιο ροζ και από το τσιγαρόχαρτο ήταν η καρδιά του και μερικές φορές, κόκκινη. Φλογερή. Ματωμένη, πονεμένη δίχως τον λόγο κανείς να ξέρει. Όρκο δεν παίρνω όμως, γιατί μπορεί κάποια, εκείνη που ήταν μαυροντυμένη και είχε τυλιγμένα τα μαλλιά της με εκείνο το σκούρο καφετί τσεμπέρι, μπορεί και άλλοι, τον λόγο να τον ήξεραν. Μα τώρα πια, πώς τον λόγο να τον μάθω εγώ που πάνε τόσα χρόνια, χρόνια πολλά πάνε που έφυγε, κι όλοι τριγύρω φύγαν κι εκείνοι, εταξίδεψαν και έγιναν άστρα στον μαύρο ουρανό.
Να ήξεραν άραγε, να γνώριζαν;…
Μπορεί, δύνανται άλλοι μέσ’την καρδιά του καθενός να μπουν, να δουν τα μυστικά του;
Τί σκέφτεται και τί νογά, και τί η ψυχή του επιθυμεί, που το ρακί τα σβήνει;
Και ήταν ο παππούλης μου, σαν να μην ήταν, σαν να μην υπήρχε, σαν νά’ταν η σκιά του.
Ποτέ του δεν μου χαμογέλασε, ποτέ του δεν με μάλωσε. Ποτέ του δεν άπλωσε το χέρι του να με χαιδέψει ανθρωπινά. Ποτέ το χέρι του δεν σήκωσε, ούτε καν για απειλή όταν αναπόδιαζα μικρός σαν ήμουν. Καθόλου δεν θυμάμαι την φωνή του, σαν να νομίζω φωνή δεν είχε. Κάτι, κάποιες φορές ήθελε με τα μαύρα του τα μάτια να μου πει, μα την γλώσσα αυτή τότε καθόλου δεν την γνώριζα και ούτε την εικόνα των ματιών του τώρα μπορώ μπροστά μου να την φέρω. Ίσως τώρα που έμαθα πως μιλούν τα μάτια, και πως χαμογελούν και κλαίνε, να καταλάβαινα.
Όμως, ψέματα σας είπα.
Κάτι λίγο, που όμως παρά πολύ για μένα είναι, απ’την ψυχή του ξέρω. Κάτι που φανερώνεται, όταν ο άνθρωπος καλμάρει τα σωθικά του με ένα ποτηράκι, με λίγο απ’αυτό που μας χάρισε ο θεός, και που τότε παίρνουν ζωή οι λέξεις και νόημα αποκτούν τα λόγια και οι προτάσεις κι ας φαίνονται ασυνάρτητες. Και βγαίνουν έξω οι λέξεις στον αέρα, μαζί και η καρδιά, που σπάει, γίνεται κομματάκια μικρά που τα βλέπεις, τα αναπνέεις, μπαίνουν στου σώματος τούς πόρους και γίνονται χάδι. Βελούδινο αγκάλιασμα.
Το έζησα και το θυμάμαι τούτο το αγκάλιασμα που, ανθρωπινό, δεν ήταν.
Δεν μιλούσε, δεν γελούσε, δεν έκλαιγε ο Γιωργάκης.
Μόνο επτά οκτώ λέξεις μου είπε κάποτε σαν ήμουνα μικρός, ένα χαμόγελο μου χάρισε και ένα δάκρυ στα μάτια του θυμάμαι πως μου έδειξε. Και κάτι άλλο έκανε. Και είδα τότε την ψυχή του. Κι έφτανε αυτό. Έφτασε, για να μπορώ τώρα για αυτόν να γράφω και να τον μνημονεύω.
Έξω στον δρόμο, εκεί στο σταυροδρόμι, στο περίπτερο του Αντώνη δίπλα, στο σκαμνάκι καθόμουν και πέρασε από εκεί. Παραπατούσε.
Με είδε και μου μίλησε.
Και έλαμψαν τόσο πολύ τα μαύρα σαν κάρβουνα μάτια του που ήταν σαν από χρόνια στην θράκα μέσ’στη στάχτη θαμμένα νά’ταν, σβηστά, κι άξαφνα άνεμος να τα φύσηξε κι ανάσα πήραν κι άναψαν.
Κι άστραψαν τα μάτια του.
Κι έλαμψε μαζί απ’την φλόγα, κι ολόκληρο το πρόσωπό του.
Έβγαλε την τραγιάσκα του, ίσιασε τα μακριά μαύρα μαλλιά του, την ξαναφόρεσε και την έφερε στα ίσα της με τα δυο του χέρια. Όρθωσε το κορμί του ύστερα λεβέντικα, με κοίταξε από πάνω ως κάτω με πλησίασε κι άνοιξε τα χέρια του.
Ηρέμησε η μορφή του και χαμογέλασε.
Και δάκρυσε.
Και μου μίλησε.
~•~•~•~•~•~
Θυμάμαι τον παππούλη μου. Τον παππούλη μου τον Κωτσοφώτη.
Τον θυμάμαι πολύ καλά και ποτέ δεν θα τον ξεχάσω.
Θυμάμαι με πόσο θαυμαστή τεχνική ψιλόκοβε ο παππούς μου ο Γιώργος τον καπνό για το στριφτό τσιγάρο του. Έκοβε αρκετή ποσότητα και την φύλαγε μέσα στην άσπρη καπνοσακούλα του, καμωμένη από μαλακό κάμποτο ύφασμα. Την έκλεινε καλά και είχε κι ένα κορδόνι που το τύλιγε γύρω γύρω και την έσφιγγε απαλά. Για να μην χάσει ο καπνός την υγρασία και την φρεσκάδα του. Μέσα εκεί φύλαγε και τα ροζ τσιγαρόχαρτα.
Έπαιρνε καμιά δεκαριά ίσως και παραπάνω μαλακωμένα καπνόφυλλα, έτσι έπρεπε, σαν βελούδο νά’ναι στην αφή τους, τα έπαιρνε στα χέρια του. Τα δίπλωνε στη μέση κατά μήκος του κεντρικού τους νεύρου που ξεκινούσε από το κοτσάνι και έφτανε ως την γωνιώδη απόληξή τους και τα έσφιγγε δυνατά μέσα στο αριστερό του χέρι.
Ύστερα τα ακουμπούσε πάνω σε ένα κομμάτι ξύλου κομμένο από χοντρό δοκάρι, τα πίεζε με την αριστερή παλάμη του και άφηνε λίγο καπνό από το μικρό δεματάκι να προεξέχει. Με ένα καλά ακονισμένο ειδικό μαχαίρι έκοβε το ματσάκι σε πολύ λεπτές φέτες. Σαν όπως κόβουμε τα μαρουλόφυλλα για την σαλάτα, αλλά πολύ λεπτά. Μετά ξεσκαρτάριζε τα χοντρά νεύρα.
Μοσχοβολούσε ο καπνός.
Τον παρατηρούσα και τον θαύμαζα και με έπιανε κι ένας φόβος μην κόψει το δάχτυλό του.
Κι ύστερα, μόλις τελείωνε, έφτιαχνε κι ένα στριφτό τσιγάρο κι αμίλητος το κάπνιζε.
Έτσι τον θυμάμαι τον παππού μου τον Γιωργάκη, έτσι τον θυμάμαι μα κι ύστερα σκεπασμένο με μια κόκκινη φλοκάτη στο σιδερένιο το κρεβάτι τον θυμάμαι.
Πολύ καιρό ξαπλωμένος ήταν.
Κύρωση του ήπατος.
Χάλασε το συκώτι του έλεγε μάνα μου.
~~•~•~•~•~•~
Εκεί στο περίπτερο του Αντώνη με είδε. Παραπατούσε κι ύστερα σαν με είδε στάθηκε ορθός. Λεβέντικα στάθηκε και μου μίλησε. Και με ρώτησε:
«Α ρε συ, ο αγγουνός μου δεν είσαι;»
Και χαμογέλασε και δάκρυσε.
Κι άνοιξε την αγκαλιά του και με έσφιξε.
Πολύ με έσφιξε.
Τον πήρα από το χέρι και κινήσαμε την ανηφόρα….
Μια ανηφόρα ήταν όλη του η ζωή…..
Μεγάλη…..