Η ιστορία μιας καραντίνας (Καβάλα 1919).
Μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, το φθινόπωρο του 1918, επιστρέφουν σταδιακά στον τόπο τους οι χιλιάδες Έλληνες “όμηροι” που είχαν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τα φοβερά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Μαζί μ’ αυτούς επαναπατρίζονται οι οικογένειες που είχαν μεταναστεύσει οικειοθελώς στη Βουλγαρία για να γλιτώσουν από τη λιμοκτονία καθώς και τα ανήλικα παιδιά που είχαν απαχθεί από Βουλγάρους στρατιωτικούς.
Την αξιοθρήνητη κατάστασή τους διεκτραγωδούν οι αναφορές του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού: Είναι τυλιγμένοι στο σώμα και στα πόδια με βρωμερά κουρέλια ή με τσουβάλια από λινάτσες και στο σύνολό τους εμφανίζουν σημάδια εξάντλησης από την ασιτία, τις ταλαιπωρίες και τις αρρώστιες. Στους σταθμούς υποδοχής και περίθαλψης φτάνουν γυναίκες με νεκρά μωρά στην αγκαλιά τους, νεαρά κορίτσια που έχουν παραφρονήσει από τις κακουχίες και παιδιά που είναι ζωντανοί σκελετοί. Πολλοί πεθαίνουν πριν φτάσουν στην πατρίδα τους και οι άνδρες και οι γυναίκες του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού αναλαμβάνουν να σκάψουν τους τάφους τους. Στα επιζήσαντα θύματα της βουλγαρικής βαρβαρότητας διακρίνονται όλα τα συμπτώματα της ψυχολογικής κατάρρευσης: Αντιμετωπίζουν τα πάντα με απάθεια, έχουν παραιτηθεί από τη ζωή και δεν τρέφουν καμία ελπίδα για το αύριο. Πολλοί είναι τόσο τσακισμένοι, ώστε δε θα μπορέσουν ποτέ να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή.
Από τα τέλη του 1918 στους πληθυσμούς των παλιννοστούντων είχαν εμφανιστεί σποραδικά κρούσματα εξανθηματικού τύφου, γεγονός που ανάγκασε τις στρατιωτικές αρχές της Ανατολικής Μακεδονίας να λάβουν αυστηρά μέτρα, όπως “αποφθειρίαση” (=καταπολέμηση της ψείρας) των κατοίκων, απαγόρευση μετακινήσεων στην περιοχή, απολύμανση και κλείσιμο καταστημάτων, εταιρειών, καπνεργοστασίων, ξενοδοχείων κ.ά. Για τους παραβάτες των διαταγών προβλεπόταν παραπομπή στο Στρατοδικείο και ποινές φυλάκισης μέχρι 5 ετών.
Παρ’ όλα αυτά και παρά την εμπειρία που είχε αποκτηθεί από το προηγούμενο κύμα επιδημίας στην περιοχή (Δεκέμβ. 1917 – Ιούν. 1918), οι υγειονομικές αρχές της περιοχής Καβάλας δεν είχαν προετοιμαστεί να αντιμετωπίσουν αυτό που συνέβη στα τέλη Ιανουαρίου 1919.
Στις 25 και 26 Ιανουαρίου 1919 κατέπλευσαν στο λιμάνι της Καβάλας τρία ελληνικά πλοία από τη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου η αρρώστια βρισκόταν σε έξαρση. Στα πλοία επέβαιναν 2.150 “όμηροι” (σύμφωνα με άλλες αναφορές, 2.280 ή 2.400), ανάμεσα στους οποίους και 21 άτομα με τυφοειδή πυρετό (σύμφωνα με άλλη εκτίμηση, 60 άτομα). Οι τοπικές αρχές απομόνωσαν όσους είχαν εμφανή συμπτώματα και οδήγησαν τους υπόλοιπους σε οκτώ (8) καπναποθήκες στην παλιά πόλη, “στην τουρκική συνοικία” της Καβάλας, όπου τους έθεσαν υπό επιτήρηση με χαλαρούς κανονισμούς καραντίνας και τυπικές ιατρικές επιθεωρήσεις.
Τη διαβίωσή τους στους χώρους των καπναποθηκών διεκτραγωδεί η αναφορά του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού: «Αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα βρίσκονταν σε κατάσταση έσχατης αθλιότητας. Οι καπναποθήκες κατασκευάστηκαν για την αποθήκευση και την επεξεργασία του καπνού. Ο πρώτος όροφος ήταν στρωμένος με πέτρα και ο δεύτερος τόσο χαμηλοτάβανος, που μόλις και μπορούσε κάποιος να σταθεί όρθιος. Και οι δύο αυτοί όροφοι ήταν ουσιαστικά χωρίς φωτισμό και εξαερισμό. Σε όλο το χώρο, πάνω σε κουβέρτες που τους είχαμε προσφέρει εμείς, οι πρόσφυγες ζούσαν σε οικογενειακές ομάδες, έχοντας γύρω τα λίγα υπάρχοντά τους.
Δεν έγινε καμία προσπάθεια για την απολύμανσή τους και δεν είχαν καμία δυνατότητα να λάβουν μέτρα αυτοπροστασίας. Σε μια σοφίτα υπήρχαν δεκαέξι μωρά, μικρότερα του ενός χρόνου, και στον ίδιο χώρο κείτονταν το σώμα ενός άνδρα που μόλις είχε πεθάνει από τύφο. Δυο νεκρές γυναίκες μεταφέρονταν κάτω από τη μοναδική σκάλα της καπναποθήκης, ακριβώς την ώρα που έβγαινα κι εγώ, δεν ξέρω όμως την αιτία του θανάτου τους. Αυτοί οι πρόσφυγες ήταν τόσο αποδυναμωμένοι από τις στερήσεις και τις κακουχίες που είχαν περάσει στη Βουλγαρία και από τις συνθήκες του ταξιδιού τους από τη Βάρνα, που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην αρρώστια».
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό των τοπικών υγειονομικών αρχών, οι νεοφερμένοι θα περνούσαν από τη διαδικασία της αποφθειρίασης (δηλ. του ξεψειριάσματος), με ρυθμό περίπου 200 ατόμων την ημέρα, και μετά την απολύμανσή τους θα μεταφέρονταν σε “καθαρές” καπναποθήκες, όπου θα παρέμεναν σε καραντίνα για 21 ημέρες. Στο τέλος θα τους χορηγούνταν πιστοποιητικά υγείας προκειμένου να ταξιδέψουν και να γίνουν δεκτοί στις πατρίδες τους. Όμως στην πράξη τίποτα δεν πήγε καλά, ούτε στις απολυμάνσεις ούτε στις ιατρικές επιθεωρήσεις ούτε στις καραντίνες.
Καθώς οι γιατροί της περιοχής και το προσωπικού του στρατιωτικού νοσοκομείου δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση (αρκετοί άλλωστε είχαν προσβληθεί από την ασθένεια), ζητήθηκε βοήθεια από την Αθήνα. Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ως πρόεδρος της “Επιτροπής Περιθάλψεως Θυμάτων Ανατολικής Μακεδονίας” ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο να διαθέσει στην Καβάλα στρατιωτικούς γιατρούς και νοσοκόμους «προς εξέτασιν και απομόνωσιν των προσβεβλημένων εκ τύφου ομήρων και απολύμανσιν των εν τω αυτώ οικήματι στεγαζομένων υγιών», επισημαίνοντας τον άμεσο κίνδυνο να πεθάνουν οι ταλαίπωροι όμηροι «επί του ελληνικού πλέον εδάφους». Το τμήμα ήλθε στις 25 Φεβρουαρίου και αμέσως ανέλαβε τον υγειονομικό έλεγχο της πόλης.
Όμως στη διάρκεια του ενός μήνα (από τις 25 Ιανουαρίου μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου) το κακό είχε γίνει. Η ασφυκτική συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα στις καπναποθήκες σε συνδυασμό με τα ελλιπή μέτρα απολύμανσης και προστασίας από την ασθένεια είχαν ως αποτέλεσμα την εξάπλωση της αρρώστιας. Μια συστηματική επιθεώρηση στις 25-29 Φεβρουαρίου έφερε στο φως 252 ασθενείς, οι οποίοι και απομακρύνθηκαν αμέσως στο “νοσοκομείο τύφου” (καπναποθήκη Μayer).
Το χειρότερο ήταν ότι η αρρώστια δεν περιορίστηκε μέσα στις καπναποθήκες. Εξ αιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους και με διαρκή το φόβο της αρρώστιας και του αναπόδραστου θανάτου, οι όμηροι βρίσκονταν σε συνεχή αναστάτωση. Όταν η κατάσταση έφτασε στα πρόθυρα της εξέγερσης, οι αρχές αναγκάστηκαν να σπάσουν την καραντίνα για όσους μπορούσαν να ταξιδέψουν. Στις 20 και 21 Φεβρουαρίου δύο ομάδες από 90 και 140 άτομα εγκατέλειψαν την Καβάλα και πήραν το δρόμο για την ενδοχώρα. Σύντομα εμφανίστηκαν κρούσματα τύφου στη Δράμα και στις Σέρρες, στην πόλη της Καβάλας και στους στρατώνες της (3 γιατροί, 8 νοσηλευτές, 10 στρατιώτες και 20 πολίτες).
Στις 2 και 3 Μαρτίου υπέκυψαν στην ασθένεια οι Κ. Βασιλείου και Σκουλούδης, πρόεδρος και γραμματέας, αντίστοιχα, της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής, που βρίσκονταν στην Καβάλα από τις 11 Φεβρουαρίου για την εκπλήρωση του καθήκοντός τους (ασθένησε και ο αντιπρόσωπος του Βελγίου, αλλά ανέρρωσε). Ο θάνατός τους ήρθε να τονίσει το μέγεθος του κινδύνου και επέσπευσε τις εξελίξεις.
Η ελληνική κυβέρνηση έκανε αποδεκτή τη νέα προσφορά του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, που ήδη επιτελούσε τεράστιο έργο στην Ανατολική Μακεδονία από το Νοέμβριο του 1918 (επαναπατρισμός ομήρων, διανομή ψωμιού και τροφίμων, παραγωγή και διανομή ενδυμάτων, πρόνοια για τα παιδιά και τους ασθενείς, βοήθεια στα νοσοκομεία και τα ορφανοτροφεία κ.ά.).
Στις 4 Μαρτίου 1919 έφτασε από την Αθήνα στην Καβάλα μια 5μελής ομάδα από το ιατρικό τμήμα της οργάνωσης, με άνδρες έμπειρους σε ζητήματα επιδημιών, που άρχισαν αμέσως να συνεργάζονται με το κλιμάκιο του ελληνικού στρατού ως βοηθοί και σύμβουλοι.
Ο αγώνας ενάντια στον τύφο, με 23 γιατρούς (συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών) και επικεφαλής το γενικό χειρουργό Καναβατσόγλου και τον επιδημιολόγο Μουτούση έγινε πλέον συστηματικότερος.
Η πόλη χωρίστηκε σε δώδεκα τμήματα (αντί των έως τότε 7) προκειμένου να διενεργούνται καθημερινές και αξιόπιστες επιθεωρήσεις των κατοίκων, οι οποίες θα διασφάλιζαν ότι κανένα κρούσμα δε θα παρέμενε κρυφό ή αδιάγνωστο. Για κάθε τμήμα είχε οριστεί υγειονομική επιτροπή αποτελούμενη από ένα γιατρό, έναν εκπρόσωπο των τοπικών αρχών και ένα αστυνομικό όργανο. Στα οκτώ τμήματα ήταν υπεύθυνοι οι Έλληνες γιατροί και στα τέσσερα οι γιατροί του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.
Το ιατρικό προσωπικό συνεδρίαζε κάθε βράδυ και υπέβαλε τα ακόλουθα στοιχεία: α) Αριθμό νέων κρουσμάτων, β) αριθμό υπόπτων για τύφο, γ) αριθμό και θέση οικιών που είχαν μπει σε καραντίνα, δ) αριθμό ατόμων που είχαν απολυμανθεί, ε) αριθμό νοσηλευόμενων από τύφο, συνολικά και χωριστά κατά κατηγορία: όμηροι, πολίτες, αξιωματικοί, στρατιώτες, και στ) αριθμό θανάτων. Με αυτά τα στατιστικά στοιχεία οι υπεύθυνοι είχαν για σαφή εικόνα για την εξέλιξη της νόσου και τα αποτελέσματα του έργου τους.
Στην υπηρεσία του αντιτυφικού προγράμματος είχαν τεθεί αρκετές κτιριακές εγκαταστάσεις της Καβάλας και ένας αξιόλογος νοσοκομειακός εξοπλισμός :
Τρία “νοσοκομεία τύφου”: α) Η μεγάλη καπναποθήκη Mayer στο Φάληρο, για ασθενείς ομήρους και πολίτες, που διέθετε 400 κρεβάτια, β) το στρατιωτικό νοσοκομείο, για αξιωματικούς και στρατιώτες που είχαν προσβληθεί από τύφο, με καταλύματα για 40 ασθενείς και γ) το “νοσοκομείο τύφου Κολοκύθα”, για εύπορους ασθενείς, με 25 κρεβάτια. Τα τρία αυτά νοσοκομεία ήταν εφοδιασμένα με χωριστές εγκαταστάσεις αποφθειρίασης για τους νοσηλευόμενους και τα ενδύματά τους.
Δύο εγκαταστάσεις αποφθειρίασης, μία για στρατιωτικούς και μία για πολίτες, αμφότερες με δυνατότητα απολύμανσης 400 ατόμων και των ενδυμάτων τους σε καθημερινή βάση. Λειτουργούσαν σε παλιά τουρκικά λουτρά και χρησιμοποιούσαν το σύστημα των σερβικών βαρελιών.
Μία μεγάλη “καθαρή” καπναποθήκη για την προσωρινή στέγαση των ομήρων που είχαν περάσει από τη διαδικασία της απολύμανσης, όπου μπορούσαν να φιλοξενηθούν μέχρι και 1.200 άνθρωποι.
Με όλα αυτά τα μέτρα η νόσος ακολούθησε πτωτική πορεία (π.χ. 274 κρούσματα το διάστημα 19 Φεβρουαρίου – 4 Μαρτίου και μόνο 34 από 19 Μαρτίου μέχρι 1 Απριλίου) και μετά το πρώτο δεκαήμερα του Απριλίου δε σημειώθηκε κανένα νέο κρούσμα στην πόλη της Καβάλας. Έτσι τέθηκε υπό έλεγχο μια επιδημία που απειλούσε, όπως τονίζεται σε αναφορά του ΑΕΣ, να μην είναι απλώς τοπική ή εθνική, αλλά και διεθνής, αν δεν είχε ελεγχθεί εγκαίρως.
Και ενώ η προσοχή και η προσπάθεια των ειδικών είχε στραφεί πλέον στη Δράμα και στις Σέρρες, μια νέα απειλή εμφανίστηκε στην Καβάλα: Στις 8 Απριλίου έφτασε στο λιμάνι της (χωρίς προηγούμενη ενημέρωση για τον αριθμό των επιβαινόντων) ένα πλοίο με 700 Έλληνες ομήρους από τη Βάρνα και την Κωνστάντζα (η πόλη είχε καταληφθεί το 1916 από τους Βουλγάρους), ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν 5 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 31 ύποπτοι για τύφο. Αυτοί μεταφέρθηκαν αμέσως στο νοσοκομείο τύφου, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στο πλοίο σε καραντίνα, μέχρι την ασφαλή μεταφορά τους σε άλλο χώρο.
Σε αντίθεση με την 25η Ιανουαρίου, τώρα υπήρχε η αναγκαία ετοιμότητα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Μέσα σε ελάχιστες ημέρες οι υπεύθυνοι οργάνωσαν ένα μεγάλο στρατόπεδο καραντίνας στην Καλαμίτσα, η οποία λόγω της απόστασής της από την πόλη και της έλλειψης οδικής πρόσβασης είχε θεωρηθεί ιδανική θέση για την απομόνωση των προερχόμενων από επιβαρυμένες περιοχές. Εκεί στήθηκαν μικρές σκηνές των 4-5 ατόμων για να φιλοξενήσουν τους δυνητικά φορείς της αρρώστιας, μεγάλες σκηνές των 60 ατόμων για την περίθαλψη ασθενών με άλλα νοσήματα και άλλες για το υγειονομικό προσωπικό. Σε ένα παλιό οίκημα τοποθετήθηκε μια σύγχρονη εγκατάσταση αποφθειρίασης, αποτελούμενη από μια σειρά λουτρών και μια σειρά οκτώ σερβικών βαρελιών, που ήταν επαρκής για την καθημερινή απολύμανση 300 ατόμων και των ενδυμάτων τους. Δημιουργήθηκε επίσης ένα επιμελώς καθαρό μαγειρείο. Ο καταυλισμός τελούσε υπό διακριτική αστυνόμευση, ώστε να μη συντρέχει φόβος διασποράς της νόσου στην Καβάλα.
Από τις 12 Απριλίου που μεταφέρθηκε η πρώτη ομάδα στην Καλαμίτσα, μέχρι την 1η Μαΐου εμφανίστηκαν 33 κρούσματα τύφου στο στρατόπεδο (κανένα όμως στην πόλη της Καβάλας). Όλοι οι όμηροι του στρατοπέδου εμβολιάστηκαν ενάντια στον τύφο και τον παράτυφο, καθώς και ενάντια στη σύφιλη (με πρώτα εμβόλια χορήγησε ο ΑΕΣ, τα δεύτερα η ελληνική κυβέρνηση). Η αμερικανική φιλανθρωπική οργάνωση είχε τεράστια συμβολή στη λειτουργία του στρατοπέδου, από την έναρξη της λειτουργία του μέχρι και το τέλος του Μαΐου, ιδιαίτερα στην τροφοδοσία των εγκλείστων (με 14.514 οκάδες ψωμί και τρόφιμα σε μεγάλες ποσότητες) και στην ένδυσή τους (με 1.888 ενδύματα για 472 ομήρους).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στον αγώνα για την καταπολέμηση του τύφου επιστρατεύτηκαν και οι γάτες! Επειδή γάτες δεν υπήρχαν τότε στην Καβάλα (γάτες, σκυλιά, χελώνες κ.ά. είχαν φαγωθεί από τους κατοίκους κατά την πολύμηνη περίοδο της λιμοκτονίας), κρίθηκε αναγκαίο να μεταφερθούν με ιστιοφόρα από τα νησιά του Αιγαίου. Οι γάτες της πρώτης αποστολής εξοντώθηκαν από τα χιλιάδες ποντίκια, έτσι ακολούθησε και δεύτερη αποστολή!
Η επιδημία εξανθηματικού τύφου του 1919 είχε περιορισμένη εξάπλωση και χαμηλή θνησιμότητα. Συνολικά προσεβλήθησαν 1.318 άνθρωποι (647 στην Καβάλα, 222 στη Δράμα, 310 στις Σέρρες, 139 στο Σιδηρόκαστρο), από τους οποίους πέθαναν οι 168 (86 στην Καβάλα, 28 στη Δράμα, 42 στις Σέρρες, 12 στο Σιδηρόκαστρο), ποσοστό περίπου 13%. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο ότι ο πληθυσμός της περιοχής είχε αναπτύξει σχετική ανοσία από την προηγούμενη έξαρση της αρρώστιας το 1917.
Όμως η αρρώστια είχε αφήσει το στίγμα της στην περιοχή και η αγωνία μιας νέας αναζωπύρωσης ήταν συνεχής, ιδιαίτερα στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο συνωστισμός χιλιάδων προσφύγων στις καπναποθήκες και άλλους χώρους μαζικής διαβίωσης, υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής (π.χ. με 1-2 βρύσες και 1-2 αποχωρητήρια), δημιουργούσε βάσιμους φόβους για επιδημίες και οι αρχές έπαιρναν προληπτικά μέτρα. Ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν φτιάχτηκε ο δρόμος προς την Καλαμίτσα (διά μέσου της σημερινής Κηπούπολης) και τα θέλγητρα της περιοχής έγιναν προσιτά στους κατοίκους της πόλης, οι μνήμες και το θέαμα της Καραντίνας αποτελούσαν φόβητρο για τους απλούς ανθρώπους…
πηγή:lykourinos-kavala.blogspot.com