Γράφει η Λιάνα Κουτσογιαννάκη
Αγαπητό ημερολόγιο,
Η σημερινή μας ιστορία είναι η ιστορία του Μαγαπάς και της Σαγαπώ. Γνωριστήκαν πριν πολλά πολλά χρόνια. Η Σαγαπώ τον είδε από το μπαλκόνι του σπιτιού που ήταν ψυχοκόρη. Του πέταξε μια γαρδένια. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.
Αυτή ήταν η αρχή μιας ιστορίας που βάσταξε εβδομήντα και χρόνια. Ο Μαγαπάς λίγο μετά που γνώρισε την Σαγαπώ έφυγε φαντάρος. Και τότε οι άντρες υπηρετούσαν δύο χρόνους στην σειρά. Ο Μαγαπάς βρέθηκε στην Κρήτη. Όλο αυτό το διάστημα έγραφε καθημερινά γράμματα στην Σαγαπώ. Εκείνη απαντούσε σπάνια. Όταν έβρισκε χρόνο και άνθρωπο να της τα διαβάσει και να τη βοηθήσει να γράψει τις απαντήσεις τους.
Εκείνο τον καιρό η Σαγαπώ δούλευε καπνεργάτρια στην Θεσσαλονίκη. Προσπαθούσε να μαζέψει λεφτά να ξεκινήσει το σπιτικό της. Όταν κάποια στιγμή ξαναβρεθήκανε παντρευτήκανε αμέσως. Κανείς από τους δύο δεν είχε περιουσία ή στον ήλιο μοίρα. Όπως όλοι άνθρωποι εκείνης της εποχής.
Παρ’ όλα αυτά προκόψανε. Ανοίξανε σπιτικό, μαγαζί, κάνανε παιδιά, ταξίδια. Αργότερα ήρθανε τα εγγόνια. Τα φροντίσανε, τα παίξανε, τα χαρήκανε. Αργότερα, όταν χρειάστηκε τους φροντίσανε και αυτά.
Παράπονο δεν είχε μείνει κανένα.
Εκείνη πάντα μιλούσε ακατάπαυστα. Εκείνος με τα χρόνια είχε κουφαθεί. Από επιλογή.
Είκοσι χρόνια στο σπίτι τους δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μαλώνουνε. Να διαφωνούνε. Με εμάς τα εγγόνια μπορεί κάποτε δήθεν να κακιώνανε. Να μας μαλώνανε λίγα λεπτά πριν μας συγχωρέσουν για τις ζημιές μας με καμία σοκοφρέτα. Μεταξύ τους δεν κακιώνανε ποτέ.
Τους θυμάμαι στο σαλόνι να βάζουν μουσική στο πικάπ και να χορεύουν. Πάντα βαλς. Πάντα το «Άστα τα μαλάκια σου».
Τους θυμάμαι στην παραλία. Τον Μαγαπάς να κολυμπάει δίπλα στην Σαγαπώ που δεν ήξερε καλό κολύμπι.
Θυμάμαι τις ιστορίες τους. Ίσως όχι όλες αλλά τις περισσότερες.
Τα καλοκαίρια στην Θάσο, το ψάρεμα, τα μπάνια, τα τσίπουρα με φίλους.
Θυμάμαι κάθε Σάββατο τον παππού να μας φέρνει τα πεσκέσια της γιαγιάς.
Θυμάμαι το κουζινάκι με τους τηγανιτούς κεφτέδες. Που έτρωγες έναν, γινότανε το στομάχι σου μπουρλότο από το σκόρδο αλλά πάντα έπαιρνες και δεύτερο.
Ο Μαγαπάς πάντα γιόρταζε τα γενέθλιά του, η Σαγαπώ ποτέ.
Κάθε Κυριακή πρωί στις οκτώ και μισή είχε εγερτήριο. Εκκλησία, θεία κοινωνία και άρτο τον επιούσιον.
Και μετά κρέπες και ζεστό γάλα μπροστά στην τηλεόραση.
Το σπίτι τους μύριζε λιβάνι. Στο μπαλκόνι τα λουλούδια ήταν περιποιημένα.
Τα Χριστούγεννα το δέντρο έστεκε λαμπερό δίπλα στο τζάκι. Και γύρω από αυτό τα δώρα. Δώρα για όλους. Με χριστουγεννιάτικες σακούλες με Αϊ Βασίληδες και κάρτες. Κάθε χρόνο τα ίδια λόγια στις κάρτες «Χρόνια Πολλά και καλή Πρόοδο. Ο παππούς και η γιαγιά».
Τον τελευταίο χρόνο η Σαγαπώ αρρώστησε. Μπες βγες στο νοσοκομείο. Στην εντατική. Στο σπίτι. Ο Μαγαπάς αν και γύρω στα ενενήντα πια, ξανάγινε νέος μόνο για χάρη της. Την περιποιούνταν συνεχώς και αδιαλείπτως και δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της.
Τα μεσημέρια, όταν εκείνη δεν μπορούσε να σηκωθεί για να φάει στο τραπέζι, έπαιρνε την καρέκλα και ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι και καθότανε δίπλα στο κρεβάτι της να φάνε μαζί.
Τότε τους είδα και πρώτη φορά να χάνουν την υπομονή τους, το γέλιο τους, να γκρινιάζουν ο ένας στον άλλον.
Αλλά αυτό δεν κρατούσε ποτέ πολύ. Ένα χαμόγελο, ένα νεύμα έφτανε για να γίνουν όλα όπως πριν.
Στην τελευταία τους επέτειο κλείσανε τα εβδομήντα χρόνια μαζί. Το γιορτάσανε με τα παιδιά τους, τον αδελφό μου, κόκκινα τριαντάφυλλα και μια ωραία τούρτα.
Η Σαγαπώ κοιμήθηκε μια μέρα και δεν ξαναξύπνησε ποτέ. Ο Μαγαπάς ακολούθησε τέσσερις μήνες αργότερα και αφότου, στο μεταξύ, είχε κλείσει και τα ενενήντα, όπως άλλωστε μου είχε υποσχεθεί.
Το διάστημα αυτό που μείνανε χώρια, εκείνος μαράζωνε. Δεν ήταν πια τόσο καλαμπουρτζής, ήταν κάπως πιο γκρινιάρης και πιο επικριτικός από όσο συνήθως. Λες και η ήρεμη δύναμη που τον συγκρατούσε τόσα χρόνια δεν υπήρχε πια.
Μου έλεγε: «Παιδάκι μου έφτασα ενενήντα χρονών για να ορφανέψω». Το έλεγε και το εννοούσε.
«Χάσαμε τη μάνα μας». Έτσι, αποκαλούσε την Σαγαπώ.
Ένα χρόνο σχεδόν μετά, έχω να πω ότι μου λείπουν. Πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμουνα ότι θα μπορούσαν να μου λείπουν.
Ήξερα ότι τους έχω χορτάσει. Ότι τους έχω σταθεί. Ένιωθα ευτυχισμένη που θα έχω μια ωραία ιστορία να λέω. Για δυο ανθρώπους που ήταν ο ένας για τον άλλον. Μια ζωή. Τα κάνανε όλα μαζί. Και φύγανε και μαζί.
Και η ζωή συνεχίζεται. Ωραία και καλά.
Τα αγόρια της οικογένειας ξέρουν σε ποιον πρέπει να μοιάσουν. Και εγώ είμαι ίδια η κυρά Σταυρούλα σε πολλά. Ανέκαθεν ήμουν.
Αλλά και έτσι να μην ήταν θα τους κουβαλώ μια ζωή μέσα μου.
Και όπως όλοι ελπίζω κάποια μέρα να βρω τον δικό μου Μαγαπάς και εκείνος την δική του Σαγαπώ.
Ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ – Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Στίχοι: Μιχάλης Μαρματάκης
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
«Ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ
σ’ ένα κρεβάτι είναι κρυμμένοι
κι αγκαλιασμένοι έχουν σκοπό
να μείνουν έτσι εκεί χωμένοι
στόμα με στόμα κολλημένοι
μέρες και νύχτες μήνες χρόνια
ώσπου πια γέροι στα εκατό
να ξεψυχήσουν ξαπλωμένοι
σφιχτά-σφιχτά αγκαλιασμένοι
και με το στόμα και με το στόμα,σε φιλί.
Ένα αγγελούδι τους ταΐζει
τους πλένει και τους ξεσκονίζει
μα ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ
δεν βρίσκουνε καθόλου ώρα
δεν σταματούν ποτέ πια τώρα
γιατί έχουν στόχο και σκοπό χίλια φιλιά
κάθε λεπτό κάθε λεπτό
ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ.
Ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ
έχουν πεθάνει πια από χρόνια
και στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι,
έχουνε μείνει ξεχασμένοι,
στόμα με στόμα, κολλημένοι.
Μα δεν τους βλέπει ανθρώπου μάτι
γιατί είχαν κρύψει το κρεβάτι
για να μπορούνε κάπου-κάπου
ξεφεύγοντάς του, του θανάτου
να δίνουν να δίνουν ξαφνικό φιλί»
Με μυαλά εδώ και εκεί,
η έγκλειστη φοιτήτρια
Υ.Γ. Αφιερωμένο στον παππού και την γιαγιά που δεν μου χάλασαν ποτέ χατίρι.