Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Μαθηματικός ήταν ο Μιχάλης Παπαδόπουλος. Φιλοσοφημένο άτομο, άριστος και ακέραιος χαρακτήρας, σεμνός, άνθρωπος με θετική ενέργεια και αγάπη όχι μόνο για τους συγγενείς, τους φίλους, τη σύζυγο και τον πολυαγαπημένο του γιο, αλλά και για όλους τους συνανθρώπους, ακόμη και για τους αγνώστους. Η καλή κουβέντα για τον καθένα κρεμόταν, θαρρείς, από το ακρόχειλό του. Γλυκός κι ευγενικός απέναντι σε όλους, ιδιαίτερα προς τους μαθητές του.
Είχε όμως κι ένα πάθος. Αγαπούσε υπερβολικά το ρεμπέτικο τραγούδι. Του άρεσαν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, μα πιο πολύ του Μάρκου Βαμβακάρη. Εξάλλου και η δική του φωνή, όταν ερμήνευε, ήταν κάτι ανάμεσα στη φωνή του μεγάλου Συριανού και σ’ αυτήν του Γιώργου Ξηντάρη. Όπως μια βραδιά στο «Καρνάγιο» που τραγούδησε τη «Γόησσα» με συνοδεία τον Πέτρο Ζώτο στην κιθάρα και το Γαβρίλο Κοκκώνα στο μπουζούκι. Όλοι γύρω ήξεραν το τραγούδι του Βαμβακάρη, αλλά πραγματικά απόλαυσαν και καταχειροκρότησαν εκείνη την εκτέλεση.
Η Φωφώ τον αγαπούσε υπερβολικά και έδειχνε απέραντη κατανόηση. Εξάλλου ήταν τόσο τρυφερός μαζί της. Ιδανικός σύζυγος και πατέρας. Εργατικός όσο δεν πάει. Δεν ήθελε να τους λείπει τίποτε και φρόντιζε γι’ αυτό. Το μόνο που ήθελε για τον εαυτό του ήταν να παίζει μπουζούκι τις ελεύθερες ώρες του, να σκαρώνει δικά του τραγούδια με δικούς του στίχους και να βγαίνει με την παρέα του μια ή το πολύ δυο φορές τη βδομάδα. Το πράγμα ξεκίνησε το 1985 στην ταβέρνα «Παράδεισος» στα Ποταμούδια, όταν βρέθηκαν σε κοινή παρέα με το Δημήτρη Καφετζόπουλο (κιθάρα) και το Γρηγόρη Δροσόπουλο (κιθάρα, μπαγλαμά) που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα είκοσι χρονώ σμηνίτης. Ο Μιχάλης έπαιζε μπουζούκι. Με το Δημήτρη από τότε έγιναν κολλητοί. Και ήταν αυτός που του συμπαραστάθηκε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές, προσφέροντάς του αιμοπετάλια, όταν ο Μιχάλης τα χρειάστηκε.
Έβγαιναν μαζί, Παρασκευή βράδυ συνήθως, άλλοτε στο Καρνάγιο, άλλοτε στο Τεμπελχανείο, μα πιο πολύ στου Μποχώρη, στο Πράβι. Μπήκαν και άλλοι γλεντοκόποι στην παρέα. Όταν έφερνε ο Γιώργος Καζανίδης την κιθάρα, ο Δημήτρης έπαιρνε το μπουζούκι. Μπουζούκι έπαιζε φυσικά και ο Μιχάλης, ενώ ο Νίκος Γωγάδης μπαγλαμά. Νηστικό αρκούδι βέβαια ούτε χορεύει ούτε κελαηδάει! Κι όταν οι άλλοι ορμούσαν στην ποικιλία των μεζέδων, ο Μιχάλης αρκούνταν στην παντσέτα του και στα χορταρικά: μεγάλος σαλατοφάγος! Η αδυναμία του – μετά το γιο του ασφαλώς – ήταν οι σαλάτες.
Στη χορωδία της παρέας ήταν και ο Κίμωνας Σουλίδης, για τον οποίο ο Χρήστος Ραζάκος έγραψε ένα τραγούδι, που το έδωσε στο Μιχάλη, ο οποίος την επόμενη Παρασκευή το έφερε μελοποιημένο σε απτάλικο ρυθμό. Ήταν κι ο Κίμωνας. Το τραγούδησαν και έγινε μεγάλος χαμός! Το «ζήτα» είναι αυτό που πατούν κάθε βράδυ οι καταστηματάρχες, για να δουν τον τζίρο της ημέρας.
ΤΟ ΖΗΤΑ
Ένα απόγευμα Σαββάτο μ’ ανοιξιάτικο καιρό
περπατούσα στην Ομόνοια με προβλήματα σωρό.
Είχα φτάσει στη γωνία, στα μπαχάρια Ασσυριάν
κι έβλεπα με αγωνία μαγαζάτορες να σκούζουν
και να λεν αμάν αμάν!
Ένας έμπορας αφράτος απ’ το δίπλα μαγαζί
ξεπροβάλλει κοτσονάτος και φωνάζει στους τριγύρω
«είστε εμπόροι γιαλαντζί!».
Το ταμείο του ανοίγει και χωρίς καθόλου τσίπα
ξεπροβάλλει και τους δείχνει δύο μέτρα ένα «ΖΗΤΑ».
Είμαι μέσα στη μαρμίτα, γι’ αυτό έχω τέτοιο ζήτα.
Τρώγω ολόκληρη την πίτα, γι’ αυτό έχω τέτοιο ζήτα!
Έγραψε πολλά τραγούδια ο Μιχάλης Παπαδόπουλος με στίχους και μουσική δική του, που όλα πατούνε πάνω στη λαϊκή και ρεμπέτικη παράδοση. Του άρεσε να τα τραγουδάει ο ίδιος στην παρέα του, συνοδευόμενος πάντα από τις κιθάρες του Δημήτρη και του Γιώργου Καζανίδη, τον οποίον ο ίδιος αποκαλούσε «τυμβωρύχο», επειδή του είχε «κατεβάσει» από το «γιουτιούμπ» κάπου χίλια ρεμπέτικα. Συχνά τον συνόδευε φυσικά και ο κουμπάρος του Πέτρος Ζώτος με μπουζούκι ή με κιθάρα. Επαγγελματικά δούλεψε στα «Πέριξ» του Σπαθάρη στην Πέραμο, στο «Μετόχι», στο Κρυονέρι, μαζί με τον Αντώνη Βαφάκη (λαούτο, μπαγλαμά, τραγούδι) και το 1995 στο «Ρεμπέτικο» της Δράμας, του Παναγιώτη Χρόνη, μαζί με το Δημήτρη Καφετζόπουλο (κιθάρα, τραγούδι), το Μιχάλη Μουρβετίδη (μπουζούκι) και τον Ανδρέα Καρακάση (ακορντεόν).
Ένα ακόμη τραγούδι του Χρήστου Ραζάκου, που μελοποίησε ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, είναι και αυτό που εμπνεύστηκε ο λαϊκός στιχουργός από μια συνέλευση του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών.
Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Προσήλθα στη συνέλευση που ‘χε τρανή προσέλευση
της Στέγης των Γραμμάτων.
Η αίθουσα πλημμύρισε, κουλτούρα ο τόπος μύρισε
ανθρώπων αγραμμάτων.
Πήραν το λόγο, μίλησαν και την καρδιά μου λύγισαν
απ’ την πολύ κουλτούρα,
μα δεν το εκατάλαβαν ότι μας εμετάλαβαν
μονάχα με θολούρα.
Μα όπως λεν τα πράγματα, προβλέπονται χαλάσματα
κι ένα μεγάλο γλέντι.
Έτσι που καταντήσαμε, τη Στέγη την αφήσαμε
σε κάθε πισωγλέντη…
Πήγαμε, κουλτουριάσαμε,
μα τα μυαλά αδειάσανε,
μα τα μυαλά αδειάσανε
και ψιλομαστουριάσαμε…
Έφυγε νέος ο Μιχάλης. Τον βρήκε η κακιά αρρώστια. Είχε μεγάλη θέληση για τη ζωή. Το πάλεψε για χρόνια, μέχρι που λύγισε στις 30 Ιουλίου 2014. Τα τραγούδια του μένουν στα προσωπικά του κιτάπια και σε κάποιους ψηφιακούς δίσκους που πρόλαβε να εγγράψει, έτσι ερασιτεχνικά. Για να ‘χουμε να θυμόμαστε…