Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Από μικρό παιδί ο Απόστολος Φυτάς βρέθηκε από το νομό Σερρών στην Καβάλα, όπου ο καθένας πίστευε ότι με θέληση, με κέφι και με πολύ ιδρώτα, θα κέρδιζε ένα μέλλον σίγουρο γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Μεγαλώνοντας γνωρίστηκε με τη Φωτεινή από τη Μεσορόπη της Πιέριας κοιλάδας, που θα του φώτιζε το δρόμο των ονείρων του. Τη γράδαρε σωστά, ήταν καλό κορίτσι. Έτσι στην οδό Αρματολών της Αγίας Παρασκευής, πάνω από το Δημοτικό Στάδιο, θα στέριωναν τον έρωτά τους και το σπιτικό τους.
Κι έπειτα ήρθαν το ένα μετά το άλλο τα παιδιά, δυο κορίτσια και δυο αγόρια, γέμισε η οικογένεια στόματα. Η καπνεργασία δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των νεοσσών. Ο Αποστόλης ανάμεσα στον Εμφιετζόγλου και στο Μισσιριάν, έπρεπε να επινοήσει τρόπους είσπραξης νέων εσόδων, αφού η κυρά- Φωτεινή, με τόσες υποχρεώσεις στο σπίτι, έτρεχε και δεν προλάβαινε. Πήρε λοιπόν μια βάρκα, έριχνε τα διχτάκια του και τα παραγαδάκια του, τα κατάφερνε. Τον έβλεπε ο «Βενιαμίν», ο Νίκος, και τον λυπόταν τον πατέρα του, αφού τις ώρες που χρειαζόταν την ξεκούραση, αυτός έκανε δεύτερη δουλειά.
Ο Νίκος, αν ο πιο μικρός, συγκέντρωνε πάνω του την ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα όλων. Ολόξανθος και έξυπνος, διακρινόταν σε όλες τις ενασχολήσεις του. Στο σχολείο ήταν πρώτος μαθητής και όλοι οι δικοί του όπως και οι δάσκαλοι ήθελαν να συνεχίσει στο Γυμνάσιο, θεωρώντας σίγουρη την επιτυχία του στη λεωφόρο της γνώσης και της μόρφωσης. Ο ίδιος όμως άλλα είχε στο νου του. Ήθελε να συμβάλει στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας, ξεκουράζοντας από τη μία τον πατέρα του και συντρέχοντας από την άλλη προκειμένου να εξασφαλίσουν οι δύο αδελφές του από μια μικρή προίκα.
Μεγαλωμένος ακριβώς πάνω από το Στάδιο, από μικρό παιδί θαύμαζε την «Αούστρια», τα παλικάρια του Ηρακλή Καβάλας κι ονειρευόταν να τους μοιάσει όταν μεγαλώσει και να φορέσει τη γαλάζια φανέλα που λάτρευε η μισή Καβάλα, όλοι οι καπνεργάτες και οι ψαράδες, στην πλειονότητά τους φτωχοί κι αριστεροί ιδεολόγοι και, αγωνιστές της ζωής. Και τώρα που τελείωσε το δημοτικό θα έπρεπε να βαδίσει σε δύο δρόμους ταυτόχρονα. Έτσι αποφάσισε.
Ο πρώτος δρόμος ήταν ο επαγγελματικός προσανατολισμός. Πήγε στο ξυλουργείο του Κανέλλη κι έγινε δεκτός ως μαθητευόμενος επιπλοποιός. Η τέχνη του μαραγκού είχε γι’ αυτόν μια απαράμιλλη γοητεία. Ανάμεσα σε πλάνες και σε κόλλες, ξυλόπροκες και ματσόλες ένιωθε βολικά κι έμαθε γρήγορα την τέχνη και τα μυστικά της σαν τσιράκι κοντά στο μάστορα. Έτσι που όταν αργότερα έπιασε δουλειά στο ξυλουργείο του Μακέδου και του Παντελίδη, ήταν μάστορας σωστός κι αυτό το εκτιμούσαν πολύ τ’ αφεντικά του, που ήταν ξηγημένοι σε όλα, σε πληρωμές, σε ένσημα, σε συμπεριφορές, σε όλα. Εικοσιεφτά χρόνια μαραγκός ο Νικάρας, με υπερωρίες, δίχως ανάπαυση. Και πώς να μην τον εκτιμούν τ’ αφεντικά του, η οικογένεια και τα παιδιά του…
Ο δεύτερος δρόμος ήταν το ποδόσφαιρο. Μόλις δεκατριών πήγε και γράφτηκε στα τσικό του Ηρακλή. Βρήκε εκεί το Μοδούρα, τον Τσεντεμεϊδη, το Μαντάλα, το Μανωλαρίδη (γνωστότερο ως «Το Ματράκι»), το Γεωρμπαλίδη, το Γκαρανάτσιο, τον Καραμπετάκη, τον Τσελεπώνη. Προπονητής τους ήταν ο παλιός παίκτης του Ηρακλή, ο Μάρκος Μαργαρίτης, που με τους αδελφούς Κουγιώνα είχε τα ηλεκτρικά στο «Γαλαξία». Πολλά έμαθε από αυτόν αλλά κι από τον Πάγκαλο, το Βόσκα και τον Πετρίτση. Όλοι οι προπονητές τον αγαπούσα, γιατί ήταν πειθαρχημένος, εργατικός και με τη δουλειά στην προπόνηση ανέβαζε συνεχώς την απόδοσή του. Ευέλικτος, αεικίνητος, σωστό μηχανάκι, και δυναμικός παρά το μικρό του δέμας, συγκέντρωνε τη συμπάθεια και των συμπαικτών του. Αλλά και όλοι οι φίλαθλοι, ακόμη και των άλλων ομάδων της πόλης, τον είχα στην καρδιά τους για το ήθος του, το Νικάρα τον «Μπαμπακιά».
Είχε πλέον καθιερωθεί στην πρώτη ομάδα, μα έφτασε κι ο καιρός να παρουσιαστεί στο Γουδί, στο Σώμα Υλικού Πολέμου. Το ένα δόντι του σπασμένο από μια αθέλητη αγκωνιά του Νεοτάκη Λουκανίδη πάνω στη φάση, στον τελευταίο αγώνα πριν πάει φαντάρος, με τη Δόξα Δράμας. Ο πρόεδρος του Ηρακλή Καβάλας, ο Μοσχοβίτης, απόστρατος συνταγματάρχης, μ’ ένα τηλεφώνημά του στο Κέντρο Εκπαίδευσης, τον έφερε, στρατιώτη δύο εβδομάδων, να παίξει κόντρα στον Πανιώνιο. Προηγουμένως ο διοικητής του είχε ειδοποιηθεί και του επέτρεπε να προπονείται τακτικά. Αλλιώς ο Μοσχοβίτης, ιδιοκτήτης του παγοποιείου δίπλα στο Δημοτικό Στάδιο, θα τους έβαζε όλους στον πάγο!
Εκείνο που δεν ξεχνά είναι το τέρμα που σημείωσε με τη Δόξα Σιταγρών εκτός έδρας. Οι Καβαλιώτες ήθελαν πάση θυσία τον αγώνα, για να βγουν πρωταθλητές στο τοπικό πρωτάθλημα. Οι Σιταγροί είχαν τότε πολύ καλή ομάδα και ο Μισιρλής είχε κρατήσει ανέπαφη την εστία του, έπρεπε ωστόσο τα Ηρακλάκια να βάλουν ένα γκολ. Κέρδισαν ένα πέναλτι, ο Αντώνης όμως το έχασε. Σε μία επίθεση του Ηρακλή ο Νικάρας ο Φυτάς είχε την έμπνευση να σουτάρει από τα τριάντα μέτρα, η μπάλα με δύναμη καρφώθηκε στη συμβολή των δοκών και οι συμπαίκτες του τον συνεχάρησαν θερμά, χαϊδεύοντάς του τα κορδόνια.
Το ’64 αποφάσισε και ντύθηκε γαμπρός. Δεν απομακρύνθηκε από το γήπεδο. Πήγαν απλά στη Θράκης 21, στο τέρμα του Βύρωνα. Η κόρη του η Σταυρούλα, αναδεξιμιά του Μοδούρα, του χάρισε δύο εγγονούς, το Σάββα και το Νίκο. Ο μικρός, μαζί με το όνομα, πήρε και τα χαρακτηριστικά του παππού, μέσα κι έξω, και ως πρωταθλητής στο τραμπολίνο κλήθηκε στην Εθνική Ομάδα Ενόργανης Γυμναστικής. Από το γιο του Λάκη είχε δύο εγγονές, τη Δέσποινα και τη Χριστίνα. Η μικρή κόλλησε από τον παππού το αθλητικό «μικρόβιο» και, όπως πάμε, θα τη θαυμάσουμε ως καλαθοσφαιρίστρια. Ο Νικάρας λατρεύει και τα τέσσερα εγγόνια του και χαίρεται με τις προόδους τους. Το πρότυπο του παππού εξακολουθεί να λειτουργεί και στον τομέα της μόρφωσης και στον τομέα του αθλητισμού…